Μία φάρμα για σαλάτες, κοτόπουλα και ψάρια; Είναι όχι μόνο δυνατόν, αλλά και ιδιαίτερα παραγωγικό: η μία καλλιέργεια υπηρετεί την άλλη με όφελος για τον αγρότη!
Ξοφλήστε τα χρέη σας – μας λένε – για να επιστρέψετε στην ανάπτυξη. Αλλά ανάπτυξη… με ποια παραγωγή;
Η βιομηχανική μάς τελείωσε και η γεωργική χαροπαλεύει με τις γεωτρήσεις που στραγγίζουν τον υδροφόρο ορίζοντα. Μας έμειναν οι ιχθυοκαλλιέργειες, αλλά – κακά τα ψέματα – θολώνουν τις θάλασσές μας και διώχνουν τον τουρισμό. Τι μας έμεινε που να μη στραγγίζει την έσχατη ικμάδα αυτού του τόπου;
Η απάντηση ίσως υπάρχει. Τη συζητούν και την εφαρμόζουν σχεδόν παντού: στις ΗΠΑ, στον Καναδά, στη Νορβηγία, στην Αγγλία, στη Δανία, στην Ιταλία, στο Ισραήλ, στην Αυστραλία, στη Νέα Ζηλανδία… Είναι μια απλή όσο και παλιά συνταγή της φύσης, που πρώτοι μιμήθηκαν οι αρχαίοι Αιγύπτιοι, έπειτα οι Αζτέκοι, αργότερα οι Κινέζοι και οι Ταϊλανδοί. Οι Αμερικανοί ενδιαφέρθηκαν για αυτήν τη δεκαετία του ’60, όταν έψαχναν τρόπους αυτοτροφοδοτούμενης καλλιέργειας στο Διάστημα. Τη μελέτησαν στα χρόνια της «στενής» σχέσης τους με την Ινδοκίνα, όπου είδαν την καλλιέργεια γαρίδας πλάι στους ορυζώνες και τη βάφτισαν «aquaponics». Αρα, συνώνυμη της υδροπονίας (hydroponics), θα πείτε. Σχεδόν, με μια εξαιρετικά σημαντική διαφορά: η ενυδρειοπονία προσθέτει στη συνταγή την ιχθυοκαλλιέργεια και κλείνει τον κύκλο δημιουργώντας ένα ανατροφοδοτούμενο σύστημα. Είναι το τέλειο κλειστό σύστημα παραγωγής τροφίμων, και μάλιστα το πιο βιολογικό. Μπορεί άραγε να γίνει κομμάτι της λύσης που ψάχνουμε για τη χώρα μας; Ας το δούμε.
Η βιομηχανική μάς τελείωσε και η γεωργική χαροπαλεύει με τις γεωτρήσεις που στραγγίζουν τον υδροφόρο ορίζοντα. Μας έμειναν οι ιχθυοκαλλιέργειες, αλλά – κακά τα ψέματα – θολώνουν τις θάλασσές μας και διώχνουν τον τουρισμό. Τι μας έμεινε που να μη στραγγίζει την έσχατη ικμάδα αυτού του τόπου;
Η απάντηση ίσως υπάρχει. Τη συζητούν και την εφαρμόζουν σχεδόν παντού: στις ΗΠΑ, στον Καναδά, στη Νορβηγία, στην Αγγλία, στη Δανία, στην Ιταλία, στο Ισραήλ, στην Αυστραλία, στη Νέα Ζηλανδία… Είναι μια απλή όσο και παλιά συνταγή της φύσης, που πρώτοι μιμήθηκαν οι αρχαίοι Αιγύπτιοι, έπειτα οι Αζτέκοι, αργότερα οι Κινέζοι και οι Ταϊλανδοί. Οι Αμερικανοί ενδιαφέρθηκαν για αυτήν τη δεκαετία του ’60, όταν έψαχναν τρόπους αυτοτροφοδοτούμενης καλλιέργειας στο Διάστημα. Τη μελέτησαν στα χρόνια της «στενής» σχέσης τους με την Ινδοκίνα, όπου είδαν την καλλιέργεια γαρίδας πλάι στους ορυζώνες και τη βάφτισαν «aquaponics». Αρα, συνώνυμη της υδροπονίας (hydroponics), θα πείτε. Σχεδόν, με μια εξαιρετικά σημαντική διαφορά: η ενυδρειοπονία προσθέτει στη συνταγή την ιχθυοκαλλιέργεια και κλείνει τον κύκλο δημιουργώντας ένα ανατροφοδοτούμενο σύστημα. Είναι το τέλειο κλειστό σύστημα παραγωγής τροφίμων, και μάλιστα το πιο βιολογικό. Μπορεί άραγε να γίνει κομμάτι της λύσης που ψάχνουμε για τη χώρα μας; Ας το δούμε.
Σκεφθείτε την απλούστερη παραγωγική μονάδα: τον κήπο μιας μονοκατοικίας στην ελληνική επαρχία. Ακόμη και σήμερα, στην εποχή της καταναλωτικής απαξίας, μπορεί κάλλιστα να περιλαμβάνει λαχανικά στη μία μεριά και κοτόπουλα στον υπόλοιπο κήπο. Προσθέστε τώρα και μια στέρνα με ψάρια, όπως πέστροφες. Θεωρητικά, η ύπαρξη των τριών τους εγγυάται σε μεγάλο ποσοστό την αυτάρκεια διατροφής της οικογένειας. Στην πράξη όμως το σουπερμάρκετ της περιοχής θριαμβεύει, καθώς και τα τρία απαιτούν πόρους για την εκτροφή και καλλιέργεια, παράλληλα με τη φροντίδα για τα απόβλητά τους.
Από μια ζαρντινιέρα ως ολόκληρη φάρμα
Η όλη οπτική αλλάζει ριζικά αν κάποιος μάς διασφάλιζε ότι θα αρκούσε να νοιαστούμε για μια τροφοδοσία στην αρχή και ένα συγύρισμα στο τέλος της αλυσίδας. Αυτός ο κάποιος υπάρχει και είναι η ίδια η φύση, εφόσον φροντίσουμε για μια απλή διευθέτηση μεταξύ των τριών: Στην επιφάνεια του κήπου πάνε τα κοτόπουλα, από κάτω τους βότσαλα που επιτρέπουν στις κουτσουλιές να καθιζάνουν και να καταλήγουν στη στέρνα. Εκεί, γίνονται τροφή για τα ψάρια, των οποίων τα απόβλητα απαντλούνται και επιστρέφουν στην επιφάνεια, σε μια μεριά του κήπου με χώμα. Μια ενδιαφέρουσα ζύμωση ξεκινάει εκεί, με νιτροτροποποιητικά βακτήρια να μετατρέπουν τα γεμάτα αμμωνία ιχθυοαπόβλητα σε νιτρώδη και νιτρικά άλατα, όπερ… φυσικό λίπασμα. Το «ενισχυμένο» αυτό νερό ποτίζει τις ρίζες φυτών που αιωρούνται σε κρεβατίνες (υδροπονία), οπότε παίρνουμε βιολογικότατα λαχανικά, ντομάτες, όσπρια και φρούτα. Οι ρίζες των φυτών φιλτράρουν την αμμωνία, τα νιτρικά, τα νιτρώδη άλατα και τον φώσφορο από το νερό, το οποίο επαναδιοχετεύουμε πλέον καθαρό στη στέρνα με τα ψάρια. Συνοψίζοντας, έχουμε αβγά, κρέας πουλερικών, κρέας ψαριών, σούπες, σαλάτες και φρούτα σχεδόν δωρεάν. Αν, μάλιστα, ο κήπος μας παράγει καλαμπόκια και έχουμε φωτοβολταϊκά ή ανεμογεννήτρια για παροχή ρεύματος στην αντλία, τότε ο κύκλος κλείνει χωρίς σχεδόν έξοδα τροφοδοσίας και ενέργειας!
Το υπόδειγμα της οικιακής ενυδρειοπονικής παραγωγής που δώσαμε ισχύει και είναι άμεσα εφικτό. Μπορεί να εφαρμοστεί σε κήπο, ταράτσα ή και ζαρντινιέρα - ξεχνώντας τα κοτόπουλα ή περιοριζόμενοι σε… σαλιγκάρια. Το γνωρίζουν και το εφαρμόζουν ήδη τόσο πολλοί που έχει μετατραπεί σε κίνημα: «Aquoponic Urbania» (Ενυδρειοπονικός Αστισμός). Κανένας δεν ξαφνιάζεται πια στη Νέα Υόρκη ή σε άλλες μεγαλουπόλεις της Δύσης όταν βλέπει ζευγάρια να μαζεύουν την υδροφτέρη (duckweed) που επιπλέει στις λιμνούλες των πάρκων. Ξέρουν ότι θα ταΐσουν με αυτήν τα ψάρια τους, που συνήθως είναι γατόψαρα, πέρκες ή τιλάπια.
Οι επιθετικοί πρωταγωνιστές
Τα πιο διαδεδομένα ψάρια αυτής της ιχθυοκαλλιέργειας είναι τα τιλάπια του Νείλου (Oreochromis niloticus), που σε έναν χρόνο φτάνουν να έχουν μήκος 25 εκατοστά. Αν παραμεγαλώσουν… πιάνουν τα 60 εκατοστά και βάρος ως και 5 κιλά! Είναι νόστιμα, με σάρκα πλούσια σε κάλιο και βιταμίνη Β12, με χαμηλά λιπαρά. Μπορούν να ζήσουν με φύκια, φυτοπλαγκτόν, υδροφτέρη, φύλλα υακίνθου ή καλαμποκόσκονη και αντέχουν σε θερμοκρασίες 8-42 βαθμών Κελσίου. Ωστόσο, λόγω επιθετικής συμπεριφοράς και εύκολης αναπαραγωγής, μπορούν να εξαφανίσουν άλλα είδη αν διαφύγουν στη φύση. Γι’ αυτό σε χώρες όπως η Αυστραλία τα τιλάπια έχουν απαγορευθεί.
Πολλοί από τους πρώτους χομπίστες που καταπιάστηκαν με την ενυδρειοπονία έχουν εξελιχθεί σε κατασκευαστές έτοιμων διατάξεων, που τις πουλάνε ακόμη και με 300 ευρώ. Αλλοι, όπως ο Γουίλ Αλεν (Will Allen) από το Μιλγουόκι των ΗΠΑ, ίδρυσαν μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς για την υποδειγματική εκμετάλλευση της ενυδρειοπονίας και την εκπαίδευση νέων σε αυτή (βλ. www.growingpower.org). Χαρακτηριστική της επιτυχίας τους ήταν η ανάδειξη του εν λόγω Γουίλ Αλεν ως ενός από τους 100 σημαντικότερους ανθρώπους του 2010 από το περιοδικό «Time». Την τελευταία πενταετία η μόδα της ενυδρειοπονίας πέρασε και στην ευρωπαϊκή όχθη του Ατλαντικού, με τους Δανούς να πρωτοστατούν στον σχεδιασμό ενσωμάτωσής της σε μπαλκόνια διαμερισμάτων ή και στο εσωτερικό γραφείων. Αλλά ανακαλύψαμε ότι υπάρχουν και συμπατριώτες μας που τη δοκίμασαν και προσφέρουν ήδη αφιλοκερδώς την τεχνογνωσία τους επί του θέματος.
Καλύπτει ήδη το 50% της ιχθυοκατανάλωσης!
Αν όμως η ενυδρειοπονία είναι αποδοτική στη μικρή περιαστική ή αστική κλίμακα, γίνεται απίστευτα αποδοτική στις μεγαλύτερες κλίμακες. Ενδεικτικό της επιτυχίας της είναι ότι ήδη, στα λίγα χρόνια που εφαρμόζεται στις δυτικές οικονομίες, η παραγωγή ψαριών μέσω αυτής έφθασε να καλύπτει το 50% της παγκόσμιας ιχθυοκατανάλωσης! Από το 1995 που άρχισε να γίνεται γνωστή, τριπλασίασε την παραγωγή της μέσα στα πρώτα δώδεκα χρόνια και το 2010 έδωσε 2,5 εκατομμύρια τόνους ψαριών τιλάπια μόνο στην αγορά των ΗΠΑ.
Η αποδοτικότητα αυτή δεν περιορίζεται στα παραγόμενα ψάρια: H εμφύτευση φυτών σε υδροπονικές κρεβατίνες είναι πολύ πιο πυκνή απ’ ό,τι στο χώμα, επιτρέποντας την καλλιέργεια έως δεκαπλάσιων φυτών στον ίδιο χώρο. Επειτα, δεν χρειάζονται βοτάνισμα και φυτοφάρμακα. Επιπλέον, λόγω της ανακύκλωσης του νερού, απαιτούν μόλις το 2% του ποτίσματος που ζητούν τα φυτά στο χώμα. Παρόμοια, η ενέργεια που ξοδεύει κανείς σε μια τέτοια καλλιέργεια είναι κατά 70% μικρότερη της κλασικής. Τέλος, τα φυτά της ενυδρειοπονίας μεγαλώνουν με διπλάσια ταχύτητα. Για παράδειγμα, τα μαρούλια που ξέρουμε πως παραδοσιακά θέλουν δύο μήνες για να μεγαλώσουν, σε ένα τέτοιο σύστημα θέλουν μόλις 29 ημέρες. Μάλιστα, με έκπληξη διαπιστώθηκε από τους γεωπόνους, το 2004, ότι η απόδοση της ενυδρειοπονίας είναι μεγαλύτερη από εκείνη της υδροπονίας. Α… και να μην ξεχάσουμε έναν ως τώρα καταλυτικό συντελεστή αποστροφής της νεολαίας προς τη γεωργία: με την ενυδρειοπονία (όπως και με την υδροπονία ή την αεροπονία, για τις οποίες γράψαμε στο www.tovima.gr/science/article/?aid=315292) ξεχνάει κανείς το σκύψιμο, καθ’ ότι τα φυτά τον περιμένουν σε υπερυψωμένες κρεβατίνες, υπό κλίση ή ακόμη και όρθιες.
Θεαματικές εξελίξεις παγκοσμίως
Το απρόσμενο σουξέ αυτού του απίστευτα απλού συνδυασμού δεν έμεινε απαρατήρητο από χώρες που είτε είχαν φτωχές σε απόδοση αγροτικές εκτάσεις (Ισραήλ, Αυστραλία) ή είχαν μεγάλες επενδύσεις σε αλιευτικό στόλο (Ιαπωνία, Ιταλία, Καναδάς) ή, τέλος, είχαν υπερεπενδύσει σε ιχθυοκαλλιέργειες (Νορβηγία, Δανία, Χιλή). Εψαξαν να βρουν τα μυστικά της τόσο από ενδιαφέρον διερεύνησης της προοπτικής της στα εδάφη τους όσο και από πρόνοια αντιμετώπισης του ανταγωνισμού. Διαβάζοντας τις σχετικές μελέτες τους (π.χ.www.aqvisor.no/publikasjoner/Helge_Liltvedt__Fiskehelse_2012_juni_print.pdf,http://aquaponicsjournal.com/docs/articles/New-Aquaponics-Research-in-Italy.pdf, http://igff.dk/pdf/Aquaponic_01.04.2012.pdf και www.backyardaquaponics.com/Travis/ISSI – REPORT.pdf) διαπιστώνει κανείς όχι μόνο την έφεσή τους να στραφούν στην ενυδρειοπονία αλλά και την αναζήτηση από πλευράς τους καινοτόμων νέων λύσεων. Για παράδειγμα, οι Νορβηγοί θα ήθελαν πολύ να αξιοποιήσουν τα πλεονεκτήματα του κλειστού συστήματος της ενυδρειοπονίας, καθώς η μεγάλη ζήτηση του σολομού και της πέστροφας που καλλιεργούν στη στεριά τούς δημιουργεί προβλήματα ρύπανσης, αλλά και απομύζησης υδάτινων πόρων. Ωστόσο μια τέτοια αξιοποίηση προϋποθέτει πειραματισμούς, καθώς ποτέ ως τώρα η ενυδρειοπονία δεν είχε εφαρμοστεί σε κλίμα με παγωμένα νερά. Τον ίδιο προβληματισμό έχουν και οι Καναδοί, όπως μπορεί να παρακολουθήσει κανείς διαδικτυακά (βλ. www.youtube.com/watch?v=ZZzrZIdXdbo).
Η εξέλιξη προβλέπεται από όλους τους αναλυτές να είναι θεαματική τα αμέσως επόμενα χρόνια. Οπως τονίζει χαρακτηριστικά και σε βιντεοκλίπ της η Παγκόσμια Τράπεζα (World Bank), «Ο ένας στους επτά κατοίκους αυτού του πλανήτη κοιμάται κάθε βράδυ νηστικός. Και το ποσοστό αυτό θα αυξάνεται όσο αυξάνεται ο πληθυσμός του πλανήτη, πολλαπλασιάζονται οι φυσικές καταστροφές από την κλιματική αλλαγή και οι τιμές των τροφίμων συνεχίζουν την ανοδική τους πορεία. Η λύση υπάρχει και μας περιμένει: ενυδρειοπονία!».
Ποιες είναι οι δυνατότητες για την Ελλάδα;
Για τη χώρα μας, η αξιοποίησή της ίσως θα έπρεπε να καταστεί πρώτη προτεραιότητα. Το ζητούν τα δηλητηριασμένα από τα φυτοφάρμακα χώματα και οι παραλίες μας, το εξαντλημένο από την υπεράρδευση υπέδαφος και το γεμάτο άλατα κι αλμύρα νερό της βρύσης στις περισσότερες πόλεις μας. Αλλά το ζητούν και οι αγρότες μας που δεν σταυρώνουν πια κέρδος με τα τόσα έξοδα για λιπάσματα και φυτοφάρμακα, το ζητούν και οι καταναλωτές που λαχταρούν ποιοτικές και βιολογικές τροφές αλλά έχουν γονατίσει από τις τιμές των τροφίμων. Τέλος, το ζητούν και οι απελπισμένοι ψαράδες μας, που δεν βρίσκουν πια στη θάλασσα ψάρια. Πώς όμως μπορεί να ξεκινήσει ένας τέτοιος αναπροσανατολισμός; Και πώς μπορεί να βρεθεί το αρχικό κεφάλαιο επένδυσης για εγκαταστάσεις, όταν οι τράπεζες το δίνουν με το σταγονόμετρο;
Μια ιδέα θα ήταν ίσως να αποζητήσουμε «μεικτές λύσεις» για μια τόσο «μεικτή παραγωγή»: ένα πιλοτικό εθνικό πρόγραμμα συνεταιρισμών ενυδρειοπονίας για τα νησιά, με γενναία κοινοτική επιχορήγηση τόσο για την υποδομή του κλειστού συστήματος όσο και για την τροφοδοσία από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, στοχεύοντας στο να δώσουμε αυτάρκεια τροφίμων και ενέργειας στα χωριά. Αν εκεί πετύχουμε, αν δώσουμε δηλαδή δουλειά σε νέους και άνεργους αγρότες και ψαράδες, αν διασφαλίσουμε λαχανικά, φρούτα, ψάρια και ενέργεια στα νησιά μας και τους τουρίστες τους, θα έχουμε κάνει ένα πρώτο μεγάλο βήμα ανάπτυξης. Η συνέχεια, με την επιχορηγούμενη επέκταση αυτής της σύμμεικτης παραγωγής σε όλη την επικράτεια, θα μπορούσε να φέρει στη χώρα μας όλα όσα απέτυχε να της φέρει το Σχέδιο Μάρσαλ μετά τον Πόλεμο.
Ναι, γίνεται και με τσιπούρες!
Οσα κι αν είναι τα προτερήματα της ενυδρειοπονίας, τον κάτοικο μιας νησιωτικής χώρας, όπως η Ελλάδα, δεν παύει να τον ενοχλεί ένας περιορισμός της: «Γιατί μόνο ψάρια του γλυκού νερού; Δεν γίνεται να έχουμε φαγκριά και συναγρίδες;».
Οσα κι αν είναι τα προτερήματα της ενυδρειοπονίας, τον κάτοικο μιας νησιωτικής χώρας, όπως η Ελλάδα, δεν παύει να τον ενοχλεί ένας περιορισμός της: «Γιατί μόνο ψάρια του γλυκού νερού; Δεν γίνεται να έχουμε φαγκριά και συναγρίδες;».
Την απάντηση τη γνωρίζουν ήδη όσοι χομπίστες προσπάθησαν να στήσουν στο σπίτι τους ενυδρείο θαλάσσιων ειδών: Το αρχικό κόστος, το κατοπινό κόστος συντήρησης, αλλά και οι πιθανότητες τελικής αποτυχίας είναι πολύ μεγαλύτερα απ’ ό,τι για εκείνα που αφορούν ψάρια του γλυκού νερού. Τα προβλήματα μεγεθύνονται ιδιαίτερα όταν πρόκειται για μονάδες παραγωγής από τις οποίες περιμένουμε τροφές και ίσως εμπορεύσιμα είδη. Ωστόσο μια πολύ ενδιαφέρουσα εξέλιξη σημειώθηκε το 2007: Ο καθηγητής Θαλάσσιας Βιοτεχνολογίας στο αμερικανικό Πανεπιστήμιο του Maryland Ιωνάθαν Ζοχάρ (Yonathan Zohar) βρήκε τη σωστή συνταγή αλάτωσης του γλυκού νερού και κατάφερε να… βγάλει τις ιχθυοκαλλιέργειες στη στεριά!
Το κίνητρο του ισραηλινού δόκτορα Ζοχάρ ήταν τριπλό: Από τη μία, ήξερε ότι η υπεραλίευση των θαλασσών έχει ήδη αφανίσει το 75% των ψαριών και ότι - αν συνεχίσουμε με τον ίδιο ρυθμό - τα ελεύθερα αλιεύματα θα εξαφανιστούν παντελώς ως το 2050. Από την άλλη, γνώριζε από πρώτο χέρι τα προβλήματα ασθενειών των ψαριών στις ιχθυοκαλλιέργειες, την απορρόφηση τοξινών, τη συσσώρευση υδραργύρου γύρω από τα κλουβιά και το θόλωμα των νερών της περιοχής. Και έπειτα, γνώριζε την επιβάρυνση που επέφερε η απόσταση των ιχθυοκαλλιεργειών από το τελικό σημείο κατανάλωσης τόσο στην τιμή των ψαριών όσο και στο ενεργειακό αποτύπωμα αυτής της βιομηχανίας. Ηθελε λοιπόν να κάνει την ιχθυοκαλλιέργεια θαλασσίων ειδών εφικτή μέσα σε δοχεία μεγέθους παιδικής πισίνας, τα οποία θα μπορούσαν να βρίσκονται οπουδήποτε, σε οποιαδήποτε περιοχή της ενδοχώρας, ακόμη και σε έρημο.
Επειτα από πολλές δοκιμές και προσπάθειες, ο Ζοχάρ κατόρθωσε να «συνθέτει θαλασσινό νερό», ξεκινώντας με νερό της βρύσης χωρίς χλώριο και προσθέτοντας άλατα. Αργότερα, το κλειστό του σύστημα απέκτησε και ενεργειακή πηγή, όταν ο συνάδελφός του Κέβιν Σόουερς (Kevin Sowers) βρήκε το κατάλληλο μείγμα μικροβίων ώστε να μετατρέπει το 90% των αποβλήτων των ψαριών σε μεθάνιο.
Στα θαλασσινά του ενυδρεία ο Ζοχάρ εξέθρεψε πρώτα τσιπούρες και έπειτα λαβράκια και μαύρο σολομό. Τώρα έχει αδειοδοτήσει με την ευρεσιτεχνία του μια ιδιωτική εταιρεία, τη Maryland Sustainable Mariculture, για να τη διαθέσει εμπορικά. Αλλά δεν είναι πια ο μόνος: παρόμοια τεχνολογία έχει αναπτύξει η ισραηλινή Grow Fish Anywhere (growfishanywhere.com), βασιζόμενη σε ευρεσιτεχνία του καθηγητή του Hebrew University Γιαπ Βαν Ρέιν (Yap Van Rein).
Τεχνολογικά, λοιπόν, οι δυνατότητες υπάρχουν και προσφέρονται για να καλλιεργεί κανείς ολόφρεσκη και βιολογική συναγρίδα ακόμη και στη… Μογγολία. Εμείς όμως έχουμε μόλις πρόσφατα εκχωρήσει τον Ευβοϊκό και τόσες άλλες θαλάσσιες ζώνες μας στην παραδοσιακή ιχθυοκαλλιέργεια, καταδικάζοντας τα θαλάσσια μπάνια των αυτοχθόνων και τον τουρισμό των περιοχών τους. Πού να τρέχει τώρα κανείς γι’ άλλα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΡΟΣΟΧΗ: Οι απόψεις των αναρτήσεων δεν ταυτίζονται υποχρεωτικά με τις δικές μας.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.