Τον Ιούλιο του 1961, ο Αμερικανός ψυχολόγος Στάνλεϊ Μίλγκραμ (Stanley Milgram), πραγματοποίησε ένα πείραμα στο Πανεπιστήμιο του Γιέιλ των Ηνωμένων Πολιτειών, με σκοπό την μελέτη της αντίδρασης των ανθρώπων, όταν αυτοί καλούνται να εκτελέσουν εντολές κάποιας εξουσίας ή αυθεντίας, που έρχονται σε σύγκρουση όμως με την συνείδησή τους.
Το ηθικό ερώτημα, αν πρέπει κανείς να υπακούσει τις εντολές, όταν έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με την συνείδησή του, τέθηκε από τον Πλάτωνα, δραματοποιήθηκε στην «Αντιγόνη», και έχει υποστεί φιλοσοφική ανάλυση σε κάθε ιστορική εποχή. Συντηρητικοί φιλόσοφοι υποστήριξαν, πως η δομή της κοινωνίας απειλείται από την ανυπακοή, ακόμα κι όταν οι πράξεις που υποδεικνύουν οι αρχές είναι ύποπτες και επιλήψιμες. Από την άλλη, οι ανθρωπιστές τονίζουν την υπεροχή της ατομικής συνείδησης σε τέτοια θέματα, επιμένοντας ότι η ηθικές κρίσεις του ατόμου πρέπει να υπερισχύουν της αρχής, όταν αυτές βρίσκονται σε σύγκρουση.Η αφορμή του πειράματος, ήταν η δίκη στην Ιερουσαλήμ, μόλις λίγους μήνες πριν, του Γερμανού εγκληματία πολέμου, Αντολφ Αιχμαν. Ο Μίλγκραμ επινόησε αυτή την ψυχολογική μελέτη για να απαντήσει στο ερώτημα: Είχαν ο Άιχμαν και οι συνεργοί του στο «Ολοκαύτωμα», αμοιβαία πρόθεση, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τους στόχους του «Ολοκαυτώματος»; Με άλλα λόγια, υπήρχε αμοιβαία αίσθηση της ηθικής μεταξύ εκείνων που συμμετείχαν σ’ αυτό; Το πείραμα του Μίλγκραμ έτεινε να αποδείξει πως οι συνεργοί απλά εκτελούσαν τις εντολές, παρ’ ότι παραβίαζαν βαθύτατα τις ηθικές αρχές τους. Πως η υπακοή είναι ο ψυχολογικός μηχανισμός που συνδέει επιμέρους ενέργειες για πολιτικό ή άλλον σκοπό.
Baader Meinhoff -Mogadishu
Το διαβόητο δε,
«Πείραμα της Φυλακής του πανεπιστημίου Στάνφορντ»,
διεξήχθη το 1971 από την ερευνητική ομάδα του καθηγητή στο τμήμα Ψυχολογίας του πανεπιστημίου Στάνφορντ, Φίλιπ Ζιμπάρντο, πάνω στις ψυχολογικές επιπτώσεις που επιφέρει η μετατροπή ενός ατόμου σε φυλακισμένο ή δεσμοφύλακα.
Λίγες μέρες πριν την έναρξη του πειράματος η παρακάτω αγγελία εμφανίστηκε σε μια τοπική εφημερίδα της Καλιφόρνια:
«Άνδρες, φοιτητές πανεπιστημίου, ζητούνται για συμμετοχή σε μια ψυχολογική μελέτη για τη ζωή στη φυλακή. Αμοιβή 15 δολάρια την ώρα για μια περίοδο δύο εβδομάδων ξεκινώντας στις 14 Αυγούστου».
Περισσότεροι από εβδομηνταπέντε φοιτητές δήλωσαν συμμετοχή. Εικοσιτέσσερις από αυτούς τελικά επιλέχθηκαν και ορίστηκαν τυχαία να παίξουν το ρόλο είτε του «φυλακισμένου» είτε του «δεσμοφύλακα», σε μια υποτιθέμενη φυλακή που είχε δημιουργηθεί για τους σκοπούς του πειράματος στο υπόγειο του κτιρίου του τμήματος Ψυχολογίας του πανεπιστημίου. Η επιλογή των υποψηφίων έγινε με βάση την απουσία ψυχολογικών και ιατρικών προβλημάτων, καθώς και ποινικού μητρώου.
Ο Ζιμπάρντο και η ομάδα του ξεκίνησαν το πείραμα για να εξετάσουν την ορθότητα της ιδέας ότι οι συνθήκες κακοποίησης στις φυλακές ανακύπτουν κυρίως εξαιτίας των εγγενών χαρακτηριστικών της προσωπικότητας των φυλακισμένων και των φρουρών τους. Για τον έλεγχο της υπόθεσης εφάρμοσαν μια σειρά από συμβάσεις με σκοπό να προκαλέσουν τον αποπροσανατολισμό και την αποπροσωποποίηση, τηναποποίηση της ταυτότητάς των «κρατουμένων» καθώς και την ενίσχυση του αισθήματος εξουσίας των «δεσμοφυλάκων».
Κάτω από απόλυτα ρεαλιστικές συνθήκες, οι φυλακισμένοι ζούσαν κλειδωμένοι στα κελιά τους, υπό συνθήκες εξαθλίωσης, ψυχολογικής πίεσης, χωρίς προσωπικό χώρο και χρόνο, φορώντας ένα κουρέλι-φόρεμα, χωρίς εσώρουχα και με ξυρισμένα κεφάλια. Από την άλλη, οι «φύλακες» δούλευαν σε βάρδιες, φορώντας στρατιωτικές στολές και ειδικά γυαλιά ηλίου που απέτρεπαν την απευθείας βλεματική επαφή. Κρατούσαν αστυνομικό γκλομπ και αποκαλούσαν τους «φυλακισμένους» αποκλειστικά με αριθμούς.
Το πείραμα γρήγορα κλιμακώθηκε και ο Ζιμπάρντο έχασε τον έλεγχό του. Οι φυλακισμένοι υπέφεραν -αλλά και αποδέχτηκαν- σαδιστικές κι εξευτελιστικές συμπεριφορές. Τα υψηλά επίπεδα στρες σταδιακά τους οδήγησαν από τη στάση εξέγερσης απέναντι στις συνθήκες, στην απώθηση της πραγματικότητας και την αποδοχή πειθήνιου ρόλου. Μέχρι το τέλος του πειράματος πολλοί είχαν φανερώσειέντονες συναισθηματικές ενοχλήσεις.
Το πείραμα της φυλακής του Στάνφορντ έληξε στις 20 Αυγούστου του 1971, έξι μέρες μετά την έναρξή του, αντί για δεκατέσσερις όπως είχε αρχικά προγραμματιστεί. Εκείνη τη μέρα ο Ζιμπάρντο κάλεσε «φρουρούς» και «φυλακισμένους» για να ανακοινώσει ότι η «φυλακή» έκλεισε.
Τα αποτελέσματα του πειράματος φαίνεται πως καταδεικνύουν το ευεπηρέαστοκαι την υπακοή των ανθρώπων, όταν τους παρασχεθεί μια νομιμοποιημένη ιδεολογία καθώς και κοινωνική και θεσμική υποστήριξη.
Γίνεται έτσι συμβατό με το επίσης πολύ γνωστό πείραμα του καθηγητή Μίλγκραμ, το οποίο έλαβε χώρα στα μέσα του εικοστού αιώνα στο πανεπιστήμιο Yale των ΗΠΑ και σόκαρε τη φοιτητική και ακαδημαϊκή κοινότητα του πανεπιστημίουκαταδεικνύοντας ότι καθημερινοί άνθρωποι εκπλήρωναν εντολές -κάτω από εφάμιλλες συνθήκες «νομιμοποίησης»- που οδηγούσαν στη φαινομενική χορήγηση ισχυρότατων ηλεκτρικών σοκ σε άλλους συμμετέχοντες.
Επιστήμονας επανέλαβε το «Πείραμα»
Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι πρόθυμοι να γίνουν βασανιστές, αν τους το ζητήσουν.
Μερικά πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ. Η κοινή γνώμη σοκαρίστηκε, όταν το 1961 ο καθηγητής ψυχολογίας του πανεπιστημίου Γιέηλ των ΗΠΑ Στάνλεϊ Μίλγκραμ πραγματοποίησε το διάσημο πλέον και ανατριχιαστικό «Πείραμα» του, που έγινε και ομώνυμη ταινία, δείχνοντας ότι οι εθελοντές ήσαν πρόθυμοι να κάνουν ηλεκτροσόκ σε μια άλλη ομάδα εθελοντών, κάτω υπό ορισμένες συνθήκες.
Ποτέ μέχρι τώρα επιστήμονας -τουλάχιστον που να το παραδεχτεί- δεν είχε τολμήσει να κάνει κάτι ανάλογο. Τώρα, όμως κάποιος τόλμησε: ο καθηγητής Τζέρι Μπέργκερ του πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας-Σάντα Κλάρα, ο οποίος το 2008, όπως μετέδωσε το πρακτορείο Reuters, διαπίστωσε ότι τίποτε δεν έχει αλλάξει μετά από σχεδόν μισό αιώνα. Οι άνθρωποι είναι πάντα διατεθειμένοι και υπάκουοι να λειτουργήσουν σαν βασανιστές των άλλων, κάνοντάς τους επώδυνα ηλεκτροσόκ, αρκεί κάποια προσωπικότητα, περιβεβλημένη με κύρος και εξουσία, να τους ενθαρρύνει για κάτι τέτοιο.
Η νέα έρευνα έδειξε ότι σχεδόν τρεις στους τέσσερις εθελοντές (το 70%) συνέχισαν να κάνουν ηλεκτροσόκ στους εθελοντές-θύματα ή τουλάχιστον πίστευαν ότι κάνουν, αφού, χωρίς να το γνωρίζουν, οι «εθελοντές-θύματα» δεν ήσαν παρά ηθοποιοί, που προσποιούνταν ότι υποφέρουν από την εκκένωση του ηλεκτρικού ρεύματος.
«Επιβεβαιώσαμε αυτό που είχε ανακαλυφθεί στο προηγούμενο πείραμα: αν οι άνθρωποι βρεθούν σε ορισμένες συνθήκες, θα αντιδράσουν με αναπάντεχους και συχνά ενοχλητικούς τρόπους. Η προηγούμενη έρευνα διατηρεί ακόμα την ισχύ της», δήλωσε ο Μπέργκερ.
Στο προηγούμενο πείραμα του Μίλγκραμ οι ηθοποιοί-θύματα προσποιούνταν ότι υπέφεραν όταν η ισχύς του ηλεκτροσόκ ήταν 150 βολτ, αλλά οι βασανιστές-εθελοντές δεν δίστασαν να αυξήσουν την ισχύ του ρεύματος μέχρι και στο μέγιστο (τα 450 βολτ).
Ο Μπέργκερ τροποποίησε κάπως το επαναληπτικό του πείραμα, σταματώντας την ισχύ του ηλεκτροσόκ στα 150 βολτ. Όμως το 70% των «βασανιστών» (ηλικίας 20-81 ετών και «μέσοι» Αμερικανοί πολίτες), ήθελε να αυξήσει την ισχύ του ρεύματος πάνω από αυτό το επίπεδο, όταν ο Μπέργκερ τους διέταζε να σταματήσουν στα 150 βολτ.
Σύμφωνα με τον Μπέργκερ, το νέο πείραμα, που δημοσιεύτηκε στο ψυχολογικό περιοδικό «American Psychologist», μπορεί να εξηγήσει εν μέρει τις καταχρηστικές συμπεριφορές των δεσμοφυλάκων προς τους κρατούμενους στη φυλακή Αμπού Γκράιμπ στο Ιράκ ή των ναζιστών στο Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο.
Ο Αμερικανός ψυχολόγος επεσήμανε ότι πρέπει να είναι κανείς επιφυλακτικός όταν κάνει το «άλμα» από τις εργαστηριακές μελέτες στις πολύπλοκές συμπεριφορές στην πραγματική κοινωνία, σχετικά με ζητήματα όπως η γενοκτονία.
Όμως πρόσθεσε ότι είναι σημαντικό να κατανοηθούν καλύτερα εκείνοι οι ψυχολογικοί παράγοντες που συμβάλλουν, ώστε οι άνθρωποι να δρουν με τόσο απρόσμενο και ανεπιθύμητο τρόπο, κυρίως επειδή είναι επιρρεπείς στο να υπακούουν τους ανθρώπους-σύμβολα της εξουσίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΡΟΣΟΧΗ: Οι απόψεις των αναρτήσεων δεν ταυτίζονται υποχρεωτικά με τις δικές μας.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.