Ο πάπας Πίος ο Θ΄ που θέσπισε το αλάθητο |
Λόγω λοιπόν αυτών των συνθηκών, από πολύ νωρίς άρχισε να καλλιεργείται στους κόλπους της εκκλησίας της Ρώμης η ιδέα περί του πρωτείου του επισκόπου αυτής εφ’ όλης της Εκκλησίας. Την ιδέα αυτή επέτεινε η θεωρία για την ιδιαίτερη σχέση του πάπα προς τον απόστολο Πέτρο, αλλά και περί μιας εξαιρετικής αυθεντίας του Πέτρου στο κύκλο των αποστόλων που αποκαλείταιofficium Petri. Καλλιεργήθηκε μάλιστα και μεταγενέστερα τον 4ο αιώνα μ.Χ. η γνώμη, πως ο Πέτρος ίδρυσε την εκκλησία της Ρώμης και πως υπήρξε πρώτος επίσκοπός της, γεγονός που είναι παντελώς αναληθές. Διότι πρώτος επίσκοπος αυτής υπήρξε ο Λίνος (67 – 79 μ.Χ.), όπως μαρτυρεί αρχαίος κατάλογος που συντάχθηκε από τον επίσκοπο Ρώμης Σωτήρα (166 – 174 μ.Χ.) και αναφέρεται από τον Ειρηναίο (2ος αιώνας μ.Χ.) στο «Κατά αιρέσεων» 3,3,3 και τον Ευσέβιο Καισαρείας: «Της δε εκκλησίας των Ρωμαίων, μετά το μαρτύριο του Πέτρου και Παύλου, πρώτος διορίζεται στην επισκοπή ο Λίνος» Εκκλησιαστική Ιστορία 3,2.
Με την διεκδίκηση του πρωτείου εξουσίας του πάπα επάνω σε ολόκληρη την Εκκλησία, άρχισε να καλλιεργείται και η ιδέα περί του αλάθητου αυτού που αφορά ζητήματα πίστης και που μόνο αυτός μπορεί να αποφαίνεται για την ορθότητα ή μη αυτών.
Γράφει λοιπόν ο Βασ. Στεφανίδης στην «Εκκλησιαστική Ιστορία», σελίδα 289:«Από την ε΄ εκατονταετηρίδα παρουσιάσθηκαν τα πρώτα ίχνη του παπικού αλάθητου, συνδυασμένα, όπως ήταν επόμενο, με τις αξιώσεις του πάπα ως ανωτάτης εκκλησιαστικής αρχής. Ο Ιννοκέντιος ο Α΄ (401 – 407 μ.Χ.) αξίωσε, ότι ο αποστολικός θρόνος αυτού μπορεί να λάβει αυθεντικές αποφάσεις για τα ζητήματα πίστης όλης της Εκκλησίας. Ο θρόνος αυτός ήταν, κατ’ αυτόν, η πηγή της καθαρής διδασκαλίας για τις χώρες όλου του κόσμου (πατρολογία Migne, λατινική σειρά, 20, 582. Πρβλ. και τον λίβελλον του Ρώμης Ορμίσδα του έτους 516, Migne, 63, 393). Ο Ρώμης Ζώσιμος (417 – 418 μ.Χ.) πρώτος απεφάνθη, ότι οι παπικές αποφάσεις είναι ανεπίδεκτες εφέσεως (πατρολογία Migne, 20, 676. Πρβλ. και τους λόγους του Ρώμης Γελασίου του Α΄ 492 – 496 μ.Χ., Migne, 59, 66 C, και τους ευρυτέρας σημασίας λόγους:”prima sedes a nemine iudicatur”, οι οποίοι αρχικώς βρίσκονται στα νόθα έγγραφα του Ρώμης Συμμάχου 498 – 514 μ.Χ. και της μερίδας αυτού και οι οποίοι εισήλθαν στο παπικό δίκαιο, Codex iuris canonici,can. 1556). Παρουσιάσθηκε η φράση, ότι ο πάπας είναι “κεφαλή” της Εκκλησίας. Ο Βονιφάτιος ο Α΄ (418 – 422 μ.Χ.) χαρακτήρισε ως κεφαλή όλης της Εκκλησίας την ρωμαϊκή Εκκλησία (πατρολογία Migne, 200, 777 και εξ.), ο δε αντιπρόσωπος του Ρώμης Καιλεστίνου του Α΄ στην Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο πρεσβύτερος Φίλιππος χαρακτήρισε ως κεφαλή της Εκκλησίας τον επίσκοπο Ρώμης. Ότι, δηλαδή, μετά την ανάγνωση της παπικής επιστολής, οι παρόντες επίσκοποι, επιδοκιμάσαντες αυτή, ενώθηκαν ως άγια μέλη μετά της αγίας κεφαλής (Mansi, 4, 1289 και εξ.). Ο Αγκύρας Θεόδωρος αντέταξε την παρατήρηση, ότι η Σύνοδος ήδη πριν από την άφιξη των παπικών απεσταλμένων είχε λάβει αποφάσεις. Αλλά την άλλη μέρα ο Φίλιππος επανέλαβε τον χαρακτηρισμό και δικαιολόγησε αυτόν με τα επόμενα: “Πέτρος, ο έξαρχος και κεφαλή των αποστόλων … ο θεμέλιος της καθολικής εκκλησίας … έως του νυν και αεί εν τοις αυτού διαδόχοις και ζει και δικάζει” (Mansi, 4, 1295 και εξ.). Fr. Heiler, Altkirchliche Autonomie und papstlicherZentralismus, 1941, σελ. 187 – 228.»
Στη θέσπιση του αλάθητου του πάπα πρώτα στις συνειδήσεις των πιστών της Δυτικής Εκκλησίας και μετά ως κανόνα πίστης από την Α΄ Σύνοδο του Βατικανού το 1870, συνέβαλε και η διοργάνωση της Εκκλησίας αυτής η οποία έλαβε καθαρά παπική μορφή. Ο πάπας κατέστη η ανώτατη εκκλησιαστική εξουσία ως διοικητικός, νομοθετικός και δικαστικός άρχων αυτής. Αναμιγνύονταν στις εκλογές των μητροπολιτών και επισκόπων. Οι μητροπολίτες όφειλαν να λάβουν το ωμοφόριο (pallium) από τον πάπα. Ενώ στην Ανατολή όλοι οι επίσκοποι έφεραν ωμοφόριο, στη Δύση στην αρχή ωμοφόριο έφερε μόνο ο πάπας, συνήθεια που είχε παραλάβει από την Ανατολή. Έτσι όταν ο Ρώμης Σύμμαχος, κατά τον έκτο αιώνα, ήθελε να καταστήσει τον Αρελάτης Καισάριο αντιπρόσωπό του στη Γαλλία, του έδωσε το δικαίωμα να φέρει ωμοφόριο, μάλιστα δε του απέστειλε ένα ωμοφόριο για τον σκοπό αυτό. Από τα μισά της Θ΄ εκατονταετηρίδας κατέστη υποχρεωτικό για όλους τους μητροπολίτες, οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι να στείλουν στη Ρώμη απεσταλμένο με ομολογία πίστεως για να λάβουν το ωμοφόριο. Επειδή όμως μέχρι τον ΙΓ΄ αιώνα ίσχυε ο καισαροπαπισμός, δηλαδή οι μητροπολίτες ήταν υποταγμένοι στο βασιλιά τους, με την ΙΒ΄ Οικουμενική Σύνοδο του Λατερανού (1215) ο Ιννοκέντιος ο Γ΄ κατέστησε ως αναγκαία προϋπόθεση του μητροπολιτικού αξιώματος την αποδοχή του ωμοφορίου από τα χέρια του πάπα. Έδιναν μάλιστα και όρκο υποτελείας σ’ αυτόν, η οποία ενώ μέχρι τότε ίσχυε ως συνήθεια, αργότερα θεσπίστηκε επί Γρηγορίου του Θ΄ (1227 – 1241) με νόμο. Μάλιστα επί Μαρτίνου του Ε΄ (1417), μεταβλήθηκαν σε υπαλλήλους και ο όρκος υποτελείας μεταβλήθηκε σε όρκο υπηρεσίας. Ο πάπας επενέβαινε στην δικαιοδοσία των μητροπολιτών και επισκόπων αρχικά με έκτακτους απεσταλμένους (legati) και έπειτα με τακτικούς και μόνιμους απεσταλμένους (nuntii).
Προϊόντος του χρόνου ο πάπας κατέστη ο ανώτατος νομοθέτης της Εκκλησίας. Οι αποφάσεις των παπών είχαν την ισχύ εκκλησιαστικών κανόνων, ώστε δεν χρειάζονταν να επικυρωθούν από σύνοδο. Με την ιδιότητα του πάπα ως ανώτατου νομοθέτη προέκυψε το δικαίωμα αυτού, να αναστέλλει την εφαρμογή εκκλησιαστικού κανόνα, ο δε Ιννοκέντιος ο Γ΄ το δικαιολόγησε αυτό, λέγοντας πως ο πάπας έχει ολόκληρη την εξουσία (pletitudo potestatis).
Αλλά και σε δικαστικά ζητήματα ο πάπας κατέστη ο ανώτατος δικαστής της Εκκλησίας. Από κάθε εκκλησιαστικό δικαστήριο δέχονταν εφέσεις και μόνο αυτός είχε το δικαίωμα να κατατάξει κάποιον στην χορεία των αγίων, γεγονός που επισυνέβη επί Αλεξάνδρου του Γ΄ (1181). Η υπαγωγή της αγιοποίησης στην δικαστική εξουσία του πάπα εξηγείται, διότι στη Δύση η αγιοποίηση παίρνει την μορφή ενός είδους δίκης. Υπάρχει δηλαδή στο «δικαστήριο» αυτό, κάποιος που εκτελεί χρέη δημόσιου κατήγορου ο αποκαλούμενος και «δικηγόρος του διαβόλου», ο οποίος αναφέρει τις ελλείψεις του υποψήφιου προς αγιοποίηση προσπαθώντας να την ματαιώσει. Αν παρόλα αυτά, οι συνήγοροι κατορθώσουν να αποδείξουν πως ο υποψήφιος είναι άξιος τότε τελείται η αγιοποίηση του.
Φυσικό επακόλουθο όλων των ανωτέρω ήταν να προκύψει το αλάθητο του πάπα, αφού ως ανώτατη εκκλησιαστική αρχή περιεβλήθη με το αλάθητο των Οικουμενικών Συνόδων. Όσο για τη θεολογική του κατοχύρωση δεν υπήρξε και κανένα μεγάλο πρόβλημα ή κάποιο μεγάλο εμπόδιο. Γιατί, ως γνωστόν, η Αγία Γραφή βρίθει χωρίων, τα οποία μπορεί ο οιοσδήποτε απομονώνοντας τα από το γενικότερο πλαίσιο, να τα χρησιμοποιήσει όπως αυτός επιθυμεί. Η ύπαρξη και μόνο στο Χριστιανισμό χιλιάδων αιρέσεων μαρτυρεί για την αλήθεια αυτή. Πρώτος ο μεγάλος θεολόγος της Δύσης Θωμάς Ακινάτης (1274) διατύπωσε την σχετική θεωρία στο έργο του Summa Theologiae, II, 2, 1 art 10. Κατ’ αυτόν ο πάπας αποφασίζει μετά από συνοδική απόφαση, η οποία με την επικύρωσή του λαμβάνει κύρος και ισχύ. Την γνώμη του αυτή την στήριξε στα λόγια που είπε ο Χριστός προς τον Απόστολο Πέτρο: «Εγώ όμως προσευχήθηκα για σένα να μην σε εγκαταλείψει η πίστη σου, και συ, όταν ποτέ επιστρέψεις στήριξε του αδελφούς σου» Λουκάς 22:23 και στην προτροπή προς Κορινθίους του Αποστόλου Παύλου: «Να λέγετε όλοι το ίδιο και να μην υπάρχουν διαιρέσεις μεταξύ σας» 1 Κορινθίους 1:10.
Έτσι λοιπόν ο πάπας ονομάσθηκε «αντιπρόσωπος του Χριστού» (vicariusChristi) και κατέστη όχι μόνο η ανώτατη εκκλησιαστική εξουσία, αλλά και η εν γένει ανώτατη εξουσία στο κόσμο, με αποτέλεσμα όλα τα παρακάτω να έρθουν ως φυσικό επακόλουθο. Η πολιτική εξουσία εξαρτήθηκε από αυτόν. Τα κράτη εθεωρούντο παπικά τιμάρια (φέουδα), οι βασιλείς εθεωρούντο υποτελείς εις τον πάπα ηγεμόνες, οι οποίοι έπρεπε να πληρώνουν φόρο, όπως και πράγματι έκαναν κάποιοι από αυτούς όπως π.χ. της Ουγγαρίας, Αγγλίας, Πορτογαλίας, Λεώνης και Αραγονίας. Ισχυρά όπλα στα χέρια του εκάστοτε πάπα απέναντι των βασιλέων ήταν ο αφορισμός, η λύση του όρκου των υπηκόων απέναντι στο βασιλιά τους, η εκθρόνιση και η «απαγόρευση» (interdictum). Όπου κηρύσσονταν «απαγόρευση», έπαυε στην ουσία η εκκλησιαστική ζωή και κάποιες εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής, αφού οι καμπάνες δεν χτυπούσαν πλέον, η θεία λατρεία τελούνταν σιγανά και με κλειστές τις πόρτες, η εξομολόγηση και η θεία ευχαριστία δίνονταν μόνο στους ετοιμοθάνατους, εκκλησιαστικά θάπτονταν μόνο οι ιερείς, τα παιδιά κάτω από δύο ετών, οι ζητιάνοι και οι ξένοι και δεν γίνονταν κανένας γάμος ή βάπτιση. Η «απαγόρευση» μετά του προσωπικού αφορισμού παρουσιάσθηκε τον Ι΄ αιώνα, αλλά ως αυτοτελής τιμωρία εμφανίζεται τον ΙΑ΄ αιώνα. Μεγάλη χρήση αυτής έγινε τον ΙΒ΄ και ΙΓ΄ αιώνα.
Οι βασιλιάδες και οι αυτοκράτορες όφειλαν να φιλούν το πόδι του πάπα και σε ορισμένες επίσημες στιγμές να εκτελούν καθήκοντα ιπποκόμου αυτού. Κρατούσαν το άλογο του από τα χαλινάρια και το οδηγούσαν σε απόσταση κάποιων μέτρων. Την υποχρέωση αυτή, την στήριζαν οι πάπες σε ένα πλαστό έγγραφο που είχε κατασκευαστεί στο δεύτερο μισό του Η΄ αιώνα το οποίο αναφέρονταν στην δήθεν δωρεά που έκανε ο Μ. Κωνσταντίνος στον τότε πάπα, τη γνωστή ως «Ψευδοκωνσταντίνειος δωρεά». Στο έγγραφο λοιπόν αυτό υποστηρίζεται πως ο Μ. Κωνσταντίνος έκανε τον ιπποκόμο στον επίσκοπο Ρώμης Σίλβεστρο οδηγώντας το άλογο του. Την απόλυτη εξουσία του πάπα δεικνύει και το κάλυμμα που φοράει στο κεφάλι στις επίσημες τελετές, το ονομαζόμενο «τιάρα». Η τιάρα είναι τριπλό στέμμα που συμβολίζει την εξουσία του στα επίγεια (αφορισμοί), ουράνια (αγιοποίηση) και καταχθόνια (καθαρτήριο πυρ, αφέσεις).
Και ενώ φαινόταν πως τίποτα δεν μπορούσε να διαταράξει την απόλυτη αυτή εξουσία του πάπα, ήρθε ο 16ος αιώνας με τον Λούθηρο και την Διαμαρτύρηση όχι μόνο να αμφισβητήσει και σχετικοποιήσει την εξουσία αυτή αλλά και να την εξαλείψει παντελώς από τις συνειδήσεις εκατομμυρίων πιστών. Μπαίνοντας μάλιστα ο 18ος αιώνας με την επικράτηση της ελεύθερης σκέψης και γενικά με την θρησκευτική αδιαφορία υπέθαλψαν τάσεις και μέσα στην ίδια την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία προς περιορισμό των εξουσιών και της δικαιοδοσίας του πάπα. Στην Αυστρία ο αυτοκράτορας Ιωσήφ ο Β΄ προέβη σε μεταρρυθμίσεις, οι οποίες είχαν παρασκευασθεί από το έργο του Febronius, με τις οποίες περιορίζονταν οι εξουσίες του πάπα σε ένα απλό πρωτείο, το οποίο δεν ήταν τίποτα άλλο από την δυνατότητα να παρέχει στους άλλους επισκόπους μόνον συμβουλές και προτροπές. Παρόμοιες τάσεις εκδηλώθηκαν και αλλού. Έτσι οι Γερμανοί καθολικοί επίσκοποι σε σύνοδο στην πόλη Ems το 1786 πρότειναν τον περιορισμό σε μεγάλο βαθμό των εξουσιών του πάπα, όπως το ίδιο συνέβη και στη Γαλλία, που όμως διακόπηκαν προσωρινά λόγω της Γαλλικής Επανάστασης και των Ναπολεόντειων πολέμων, για να επανέλθουν όμως πάλι έντονα με την επικράτηση της ειρήνης.
Τέτοιες λοιπόν ήταν οι συνθήκες, όταν ανέβαινε στον παπικό θρόνο ο Πίος ο Θ΄, ο οποίος στην αρχή έδειξε μια τάση εύνοιας προς τις εκδηλωθείσες φιλελεύθερες απόψεις. Απόψεις όμως οι οποίες μεταλλάχθηκαν άρδην, όταν αναγκάστηκε να απομακρυνθεί από την Ρώμη και να καταφύγει στην Γαέτα. Βλέποντας λοιπόν τις δυσμενείς εξελίξεις για την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αποφασίζει να απαντήσει δυναμικά στις δραματικές πολιτικές εξελίξεις, συγκαλώντας την περιώνυμη πρώτη σύνοδο του Βατικανού – εικοστή οικουμενική για τους Ρωμαιοκαθολικούς – μετά την επιστροφή του στη Ρώμη, με την βοήθεια των Γαλλικών λογχών, και να θεσπίσει το περίφημο «Αλάθητο».
Ο πάπας Πίος ο Θ΄ εισέρχεται στη σύνοδο του Βατικανού
Η σύνοδος αρχίζει τις εργασίες της στις 8 Δεκεμβρίου 1869 με την συμμετοχή 719 μελών, τα οποία είχαν συγκληθεί με την Εγκύκλιο της 29ης Ιουνίου 1868 η οποία καθόριζε ως σκοπό της την καταπολέμηση των σύγχρονων πλανών, κατ’ αναλογία με την σύνοδο στο Τριδέντο (1545 – 1563) που είχε καταπολεμήσει τις πλάνες του Προτεσταντισμού. Ήδη όμως ο πάπας είχε προδιακηρύξει με την υποστήριξη κάποιων επισκόπων – οπαδών του αλάθητου – πως ασφαλές μέσον για την επίτευξη του σκοπού αυτού ήταν ο καθορισμός ως δόγμα πίστης πλέον του παπικού αλάθητου. Εκτός όμως από το παπικό αλάθητο η σύνοδος καλούνταν να αποφανθεί και για το ζήτημα που είχε εισάγει ο Πίος ο Θ΄ για την «άσπιλο σύλληψη της Παρθένου» δηλαδή πως η Παναγία δεν έφερε όπως οι λοιποί άνθρωποι το προπατορικό αμάρτημα. Ο πάπας από την νεανική του ηλικία ήταν ενθουσιώδης λάτρης της Παρθένου Μαρίας στην οποία απέδιδε την διάσωσή του από πολλούς κινδύνους. Γι’ αυτό όταν διέμενε στην Γαέτα εξέδωσε Εγκύκλιο το 1849 προς τους επισκόπους καλώντας τους να πάρουν θέση επ’ αυτού του ζητήματος. Τα δύο τρίτα αυτών απάντησαν σύμφωνα με την επιθυμία του πάπα με τους Γερμανούς και Γάλλους επισκόπους όμως να απαντούν αρνητικά. Οπότε ο Πίος ο Θ΄ θεώρησε καλό να συζητηθεί στη σύνοδο και το ζήτημα αυτό.
Όταν λοιπόν ξεκίνησαν οι εργασίες της συνόδου και μπήκε το ζήτημα του αλάθητου του πάπα προκλήθηκε εξέγερση των φιλελεύθερων καθολικών όπως του Ignatius Dollinger, Friedrich και Huber του Πανεπιστημίου του Μονάχου καθώς και του επισκόπου Ketteler της Mayence, και του Maretκοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής των Παρισίων αλλά και πλήθος άλλων. Μάλιστα όταν υποστήριξαν πως για το παπικό αλάθητο δεν υπάρχει ασφαλής παράδοση της Εκκλησίας, ο πάπας απάντησε στα Ιταλικά «η παράδοση είμαι εγώ» (La traditio sono io).
Παρά τις διαμαρτυρίες τους η σύνοδος καθόρισε ως δόγμα πλέον, πως ο πάπας, όταν αποφαίνεται επίσημα και ex cathedra δηλαδή «ως ποιμένας και διδάσκαλος όλων των Χριστιανών» είναι αλάθητος. Έτσι η σύνοδος του Βατικανού, «οιονεί αυτοκτονούσα» όπως σημειώνει πολύ εύστοχα ο μακαριστός δάσκαλος Παναγιώτης Τρεμπέλας, κατέλυσε το κύρος και την εξουσία των επισκόπων όταν αποφαίνονται σε σύνοδο. Πλέον οι αποφάσεις αυτής δεν είχαν ως προοίμιο αυτό που ίσχυε στη σύνοδο του Τριδέντου: «Η ιερά και αγία, οικουμενική και γενική σύνοδος διδάσκει και αποφαίνεται …»αλλά «εμείς ο Πίος ο Θ΄ της ιεράς συνόδου επιδοκιμαζούσης, διδάσκουμε και αποφαινόμεθα …». Η έννοια λοιπόν του νέου δόγματος ήταν πως ο πάπας προσωπικά και ιδιωτικά ενεργώντας ή διδάσκοντας δεν είναι αλάθητος, αλλά μόνον όταν επίσημα και εκ καθέδρας αποφαίνεται για ζητήματα που αφορούν το δόγμα και την ηθική, ασκώντας την δικαιοδοσία του ως νομοθέτης και διδάσκαλος, είναι αλάθητος. Στις 18 Ιουλίου 1870 το «Αλάθητο» του πάπα είναι πλέον γεγονός.
Επιπλέον η σύνοδος του Βατικανού παρά τις αντιδράσεις πολλών επισκόπων επικυρώνει και το δόγμα για την «άσπιλο σύλληψη της Παρθένου» το οποίο με την εγκύκλιο «ineffabilis Deus» της 10ης Δεκεμβρίου 1854 είχε διακηρύξει ο Πίος ο Θ΄ ότι «η Παρθένος Μαρία από την πρώτη στιγμή της σύλληψής της διά μοναδικής του παντοδύναμου Θεού χάριτος και προνομίου, και δια προλήψεως (intuitu) των αξιομισθιών του Ιησού Χριστού του Σωτήρα του ανθρώπινου γένους, διατηρήθηκε αμέτοχος παντός σπίλου της προπατορικής ενοχής».
Κατά την διάρκεια των συζητήσεων για το αλάθητο του πάπα, ξεχώρισε η μορφή του Γερμανού καθηγητή Ignatius Dollinger, ο οποίος υποστήριξε πως οποιοδήποτε άρθρο της πίστης δεν πρέπει μόνο να επιδοκιμάζεται από τους επισκόπους που είναι συνενωμένοι με τον πάπα, αλλά η οικουμενικότητα αυτού να επικυρώνεται από όλη την εκκλησία. Μαζί με τον Friedrich και με άλλους σαράντα δύο καθηγητές του Μονάχου διαμαρτυρήθηκαν εναντίον του ψηφίσματος για το αλάθητο του πάπα. Έτσι ξεκίνησε το κίνημα των Παλαιοκαθολικών της Δυτικής Εκκλησίας το οποίο διαδόθηκε στην Ελβετία και αλλού. Οι Παλαιοκαθολικοί στους οποίους μετά τον αφορισμό του από τον πάπα μπήκε επικεφαλής ο Dollinger εκτός από την μη αποδοχή του αλάθητου εισήγαγαν και άλλες μεταρρυθμίσεις στις κοινότητές τους, όπως η παροχή του ποτηρίου της Θείας Μετάληψης και στους λαϊκούς, η κατάλυση της αγαμίας του κλήρου και η χρήση της λαλούμενης γλώσσας και όχι της Λατινικής που ίσχυε μέχρι τότε στην λατρεία.
Το αλάθητο του πάπα ως δόγμα πίστης, ως δόγμα δηλαδή αναγκαίο για την σωτηρία των πιστών αποδοκιμάστηκε έντονα όχι μόνο από την Ορθόδοξη Εκκλησία αλλά και τις διάφορες Προτεσταντικές ομολογίες, ενώ αμφισβητείται ευρύτατα και στους κόλπους της ίδιας της Ρωμαιοκαθολικής θεολογίας.
Άξιον μνείας είναι και το γεγονός πως η Β΄ Σύνοδος του Βατικανού 1962 – 1965 αναθεώρησε τις σχέσεις του πάπα και του σώματος των επισκόπων με την ενθάρρυνση μιας μορφής επισκοπικών συνελεύσεων για την αντιμετώπιση καθαρώς ποιμαντικών ζητημάτων.
Η κριτική της Ορθόδοξης Εκκλησίας εναντίον του δόγματος του παπικού αλάθητου θεμελιώθηκε στην πατερική παράδοση, κατά την οποία το αλάθητο συνδέεται μόνο με τη μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία και όχι με συγκεκριμένα πρόσωπα, ενώ εκφράζεται μόνο με την αυθεντία της Οικουμενικής Συνόδου.
Την στάση των Ορθοδόξων απέναντι στον Πάπα την εκφράζει με θαυμάσιο τρόπο ο συγγραφέας του 12ου αιώνα Νικήτας, αρχιεπίσκοπος Νικομηδείας:
«Αγαπητέ μου αδελφέ, δεν αρνούμαστε στη Ρωμαϊκή εκκλησία το πρωτείο μεταξύ των πέντε αδελφών Πατριαρχείων· και της αναγνωρίζουμε το δικαίωμα για την πιο τιμητική θέση στην Οικουμενική Σύνοδο. Αλλά η Εκκλησία αυτή αποσπάστηκε από εμάς με τα ίδια της τα έργα, όταν με υπεροψία ανέλαβε την μοναρχία που δεν αρμόζει στο αξίωμά της … Πως μπορούμε να δεχτούμε τις εγκυκλίους της, όταν δεν μας έχει καθόλου συμβουλευτεί ούτε καν ξέρουμε τίποτε; Αν ο Ρωμαίος Ποντίφηκας, καθισμένος στον υψηλό θρόνο της δόξας του, επιθυμεί να μας κατακεραυνώνει, και κατά κάποιο τρόπο να μας εκτοξεύει τις διαταγές του “αφ’ υψηλού”, κι αν επιθυμεί να μας κρίνει και να διοικεί εμάς και τις Εκκλησίες μας, χωρίς να μας συμβουλεύεται, αλλά μόνο για δική του αυθαίρετη ευχαρίστηση, τι είδους αδελφότητα είναι αυτή ή μάλλον τι είδους πατρότητα; Θα είμαστε τότε σκλάβοι, και όχι τα τέκνα μιας τέτοιας Εκκλησίας, και η Ρωμαϊκή έδρα δεν θα είναι η ευσεβής μητέρα των τέκνων, αλλά η σκληρή και αγέρωχη κυρία των σκλάβων».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Βασίλης Στεφανίδης: Εκκλησιαστική Ιστορία
2. Παναγιώτης Τρεμπέλας: Εγκυκλοπαίδεια της Θεολογίας
3. Εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος Λαρούς», λήμμα «Πάπας»
4. Ιωάννης Αναστασίου: Εκκλησιαστική Ιστορία
5. Κάλλιστος Γουέαρ: Η Ορθόδοξη Εκκλησία
6. Νίκος Ματσούκας: «Σχόλιο», Περιοδικό «Καθ’ Οδόν», τεύχος 2, 1992
7. Ευσέβιος Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος 1
pentapostagma
yiorgosthalassis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΡΟΣΟΧΗ: Οι απόψεις των αναρτήσεων δεν ταυτίζονται υποχρεωτικά με τις δικές μας.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.