Διαβάστε πώς γίνονταν οι συνεστιάσεις των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων, που συντελούσαν στη διατροφή των φτωχών (σε αυτό οφείλουν και το όνομά τους), διαμηνύοντες με τον πρώτο αυτό την πραγματική αγάπη που δίδαξε ο Θεάνθρωπος!..
Τοιχογραφία στις κατακόμβες της Αγίας Πρίσιλας στη Ρώμη, που απεικονίζει χριστιανικές αγάπες. (Πάνω φωτογραφία: Η δημοφιλής Ελληνίδα ηθοποιός και τηλεπαρουσιάστρια Μαριαλένα Ανδρέου, σε έναν από τους ρόλους της τονίζοντας με την εκφραστική παρουσία της την έννοια της αγάπης των πρώτων χριστιανικών χρόνων).
ΕΙΝΑΙ αλήθεια ότι στον χριστιανισμό, αγάπη (1) θεωρείται η αρετή που ρυθμίζει έτσι τις σχέσεις των ανθρώπων, ώστε ο οποιοσδήποτε πλησίον να θεωρείται ως ο ίδιος ο εαυτός μας.
Η έννοια της αγάπης, ασφαλώς, προϋπήρχε του χριστιανισμού, αλλά ο χριστιανισμός την ολοκλήρωσε διδάσκοντας τη θετική μορφή της, την αγάπη δηλαδή προς όλους ανεξαίρετα τους ανθρώπους, εχθρούς και φίλους, κάθε κοινωνικής τάξης και φυλής, αγαθούς και κακούς.
Ως κοινωνική αρετή η αγάπη είναι θεμελιώδης, και η έλλειψή της δεν δικαιολογείται. Στην πράξη εκφράζεται ως υλική και πνευματική βοήθεια στις δυσκολίες και στις ανάγκες του πλησίον.
Η αγάπη θεωρείται τέλεια όταν πηγάζει από αγάπη προς τον Θεό, o οποίος συγχωρεί κάθε αμαρτία, ατελής δε όταν υπαγορεύεται από το φόβο της τιμωρίας του Θεού (!).
Η πανέμορφη και πάντα στραφτερή Ελληνίδα ηθοποιός και τηλεπαρουσιάστρια, ΜΑριαλένα Ανδρέου, σε μια βαθιά ανθρώπινη έκφραση, όπως ακριβώς είναι στους ρόλους και στη ζωή της!…
Τι ήσαν – άραγε- οι Αγάπες;
Αγάπες (2) λεγόντουσαν οι συνεστιάσεις των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων, που συντελούσαν στη διατροφή των φτωχών (σε αυτό οφείλουν και το όνομά τους).
Εκτός από τα Ιεροσόλυμα, όπου είχαν συνδεθεί με την κοινοκτημοσύνη, οι αγάπες ήταν εν χρήσει και στις χριστιανικές κοινότητες του Αποστόλου Παύλου.
Ο θεσμός οφείλεται στον πρακτικό αυτό σκοπό, αλλά επίσης και στην επιθυμία των πρώτων χριστιανών να συνεχίσουν τον οικογενειακό βίο του Χριστού με τους μαθητές του, συντηρούμενοι από κοινό ταμείο.
Κατά το παράδειγμα του Μυστικού Δείπνου οι αγάπες συνδέθηκαν στην αρχή με τη Θεία Ευχαριστία, που δινόταν όταν τελείωναν. Φαίνεται όμως ότι η συμπεριφορά των χριστιανών στις αγάπες δεν ήταν ανάλογη με την ευσεβή τους πρόθεση, γι’ αυτό o Απόστολος Παύλος τις καταδίκασε στην Α΄ προς Κορινθίους Επιστολή του (ια’ 20 εξ.). Αυτό ώθησε και στον διαχωρισμό της Θείας Ευχαριστίας από τις αγάπες (150-200).
Όταν καθιερώθηκε η αγαθοεργία στην εκκλησία, οι αγάπες περιορίστηκαν σε εβδομαδιαίες συνεστιάσεις (Κυριακή απόγευμα) και σιγά-σιγά εξέλιπαν.
Λείψανά τους είναι η σημερινή αρτοκλασία, που στον καιρό που ήσαν οι αγάπες αντικαθιστούσε τη Θεία Ευχαριστία, και μάλιστα, στις σλαβικές εκκλησίες, η ευλογία και η λήψη μέσα στην εκκλησία καρπών, άρτου και οίνου το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου.
Το θέμα της σύνδεσης των αγαπών με τη Θεία Ευχαριστία έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις, υποστηρίζεται δε εξίσου και η σχέση τους και η ανεξαρτησία τους. Τα νυχτερινά συμπόσια δεν ήταν αγάπες, αλλά ειδωλολατρικό έθιμο μεμονωμένων χριστιανών, που το καταπολέμησε η εκκλησία.
Με την πάροδο του χρόνου, οι συνεστιάσεις αυτές δεν τηρούσαν τον αρχικό τους προορισμό αλλά οδηγούσαν σε καταχρήσεις. Το γεγονός αναφέρει και o Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός. Γι’ αυτό, η σύνοδος της Λαοδικείας (περ. 310) απαγόρευσε τις αγάπες, και το ίδιο έκαναν και η ΣΤ’ Οικουμενική και η σύνοδος της Καρθαγένης. (3)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
(1) αγάπη
η (Α ἀγάπη)· 1. αγαθά αισθήματα, φιλική διάθεση, στοργή, τρυφερότητα για κάποιον ή κάτι· 2. γενετήσια έλξη ή πόθος, έρωτας· 3. (και ως προσαγόρευση) το αγαπημένο πρόσωπο· || (νεοελλ. -μσν.) 1. εκδήλωση τής χριστιανικής αγάπης, φιλανθρωπία, αλτρουισμός· 2. συμφιλίωση, ομόνοια, ειρήνη· || (νεοελλ.) 1. εκδήλωση τών αγαθών αισθημάτων, στοργή, αφοσίωση· 2. προτίμηση· 3. (ως κύριο όνομα) η Αγάπη· ο εσπερινός τού Πάσχα, η δεύτερη Ανάσταση· 4. (φρ.) «για την αγάπη κάποιου», για το χατίρι του· «είμαστε στις αγάπες μας», είμαστε στην περίοδο αγαθών σχέσεων «κάνω αγάπη με κάποιον», συμφιλιώνομαι, μονοιάζω· || (μσν.) 1. χαιρετισμός σεβασμού, ασπασμός· 2. (για έθνη) συνθηκολόγηση, συμμαχία· || (αρχ.) η αγάπη τού Θεού για τους ανθρώπους και αντίστροφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το ρήμα ἀγαπῶ. Η λ. συναντάται στα χριστιανικά κείμενα με τη σημασία τού «κοινού δείπνου» τών πρώτων χριστιανών. Αργότερα χρησιμοποιείται για τη «χριστιανική αγάπη» και «φιλανθρωπία» (ίσως με κάποια επίδραση από το εβραϊκό ’ahābā, αγάπη) για να καταλήξει τελικά στη γενικότερη σημασία «φιλική διάθεση, στοργή, έλξη»]. (Πάπυρος, Μέγα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας).
η (Α ἀγάπη)· 1. αγαθά αισθήματα, φιλική διάθεση, στοργή, τρυφερότητα για κάποιον ή κάτι· 2. γενετήσια έλξη ή πόθος, έρωτας· 3. (και ως προσαγόρευση) το αγαπημένο πρόσωπο· || (νεοελλ. -μσν.) 1. εκδήλωση τής χριστιανικής αγάπης, φιλανθρωπία, αλτρουισμός· 2. συμφιλίωση, ομόνοια, ειρήνη· || (νεοελλ.) 1. εκδήλωση τών αγαθών αισθημάτων, στοργή, αφοσίωση· 2. προτίμηση· 3. (ως κύριο όνομα) η Αγάπη· ο εσπερινός τού Πάσχα, η δεύτερη Ανάσταση· 4. (φρ.) «για την αγάπη κάποιου», για το χατίρι του· «είμαστε στις αγάπες μας», είμαστε στην περίοδο αγαθών σχέσεων «κάνω αγάπη με κάποιον», συμφιλιώνομαι, μονοιάζω· || (μσν.) 1. χαιρετισμός σεβασμού, ασπασμός· 2. (για έθνη) συνθηκολόγηση, συμμαχία· || (αρχ.) η αγάπη τού Θεού για τους ανθρώπους και αντίστροφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το ρήμα ἀγαπῶ. Η λ. συναντάται στα χριστιανικά κείμενα με τη σημασία τού «κοινού δείπνου» τών πρώτων χριστιανών. Αργότερα χρησιμοποιείται για τη «χριστιανική αγάπη» και «φιλανθρωπία» (ίσως με κάποια επίδραση από το εβραϊκό ’ahābā, αγάπη) για να καταλήξει τελικά στη γενικότερη σημασία «φιλική διάθεση, στοργή, έλξη»]. (Πάπυρος, Μέγα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας).
(2) Βλέπε και εγκυκλοπαίδεια «Δομή»
(3) Όπως παραπάνω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΡΟΣΟΧΗ: Οι απόψεις των αναρτήσεων δεν ταυτίζονται υποχρεωτικά με τις δικές μας.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.