Αδαμάντιος Κοραής: Η «μέση οδός» και η Εκκλησία
Του Παναγιώτη Δ. Τσολιά
Ο Αδαμάντιος Κοραής υπήρξε ίσως η διαπρεπέστερη μορφή του Ελληνισμού στην όψιμη Τουρκοκρατία. Οπαδός του νεωτερισμού, με λαμπρές σπουδές στη Γαλλία και ογκώδες έργο, υποστήριξε τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό του ελληνικού κράτους. Η «μέση οδός», που ακολούθησε σε κάθε τομέα της ευρύτατης επιστημονικής έρευνάς του, τον οδήγησε σε μια μετριοπαθή στάση απέναντι στη θρησκεία: ακολούθησε το διαφωτιστικό αίτημα για εξυγίανση του χριστιανισμού και του κλήρου, ενώ επιδίωξε την απεμπλοκή του ιερατείου από την πολιτική ζωή και το διαχωρισμό της δεισιδαιμονίας από τη θρησκευτική πίστη. Οι απόψεις του επί του θέματος ήταν αμιγώς πολιτικές και δεν στρέφονταν εναντίον του χριστιανικού δόγματος. Το γεγονός αυτό οδήγησε πολύ συχνά τους εκκλησιαστικούς παράγοντες να στραφούν εναντίον του –ακόμα και μετά θάνατον– αλλά δεν δόθηκε στην Εκκλησία η παραμικρή αφορμή για να του επιβληθεί αφορισμός ή άλλο επιτίμιο.
Συμβατικά, θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε τρεις φάσεις στο έργο του Κοραή, κατά τις οποίες επικρίνει την Εκκλησία: την περίοδο των νεανικών του έργων, την περίοδο που είναι επηρεασμένος από τη Γαλλική Επανάσταση και τους ναπολεόντειους πολέμους και τέλος τα όψιμα έργα του, μετά την ελληνική Επανάσταση και την ανεξαρτησία. Στην πρώτη περίοδο δέχεται άμεση επιρροή από το προτεσταντικό περιβάλλον του Άμστερνταμ· στη δεύτερη στρέφεται με σκληρή γλώσσα κατά των ιεραρχών που, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, τάχθηκαν εναντίον των αξιών της Γαλλικής Επανάστασης. Τέλος, στην τρίτη περίοδο προσαρμόζει την κριτική του στις συνθήκες που διαμόρφωσε η απελευθέρωση. Είναι αδιαμφισβήτητο πάντως ότι σε όλες τις φάσεις του έργου του ο Κοραής διατυμπανίζει την πλήρη αντίθεσή του στην αθεΐα. Η θρησκεία αποτελεί γι’ αυτόν μια μεσότητα, ανάμεσα στη «Σκύλλα της δεισιδαιμονίας και την Χάρυβδη της αθεΐας».
Στον παλμό της Γαλλικής Επανάστασης
Τα πρώτα γράμματα ο Κοραής τα διδάχθηκε στη Σμύρνη από τον αντιδιαφωτιστή Ιερόθεο Δενδρινό, ανάμνηση που έμεινε ανεξίτηλη στη μνήμη του για το σκοταδισμό και την πλημμελή γνώση του δασκάλου του. Στην εφηβεία είχε την ευκαιρία να λάβει την πρώτη γεύση της νεωτερικής παιδείας από τον Ολλανδό εφημέριο Bernhard Keun, τον οποίο αργότερα θα μνημονεύσει αρκετές φορές. Κατά την παραμονή του στο Άμστερνταμ, ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με το πνεύμα του Διαφωτισμού. Η μεγαλύτερη όμως ευκαιρία που δόθηκε στον Κοραή ήταν η εγκατάστασή του στη Γαλλία λίγο πριν από την έκρηξη της Επανάστασης. Το νεανικό φιλελεύθερο πνεύμα του δεν μπορούσε να μείνει ασυγκίνητο από την κοσμογονική αλλαγή και την αποδυνάμωση των παλαιών αξιών, ανάμεσά τους και της θρησκευτικότητας. Σύντομα ο Κοραής αντελήφθη πως η πολεμική στην Εκκλησία σχετίζεται με ηθικοπολιτικά ζητήματα: «Οι άνθρωποι ήνοιξαν τέλος πάντων τους οφθαλμούς των και δεν θέλουν να κυβερνώνται μήτε από τυράννους βασιλείς, μήτε από τυράννους ιερείς… Ναι, φοβούμαι ότι το τέλος της παρούσης εκατονταετηρίδος θέλει δείξει παράδοξα πράγματα εις την Ευρώπην, ήγουν την πτώσιν των βασιλέων και καλογήρων». Το επίτευγμα αυτό έπρεπε πλέον να μεταφερθεί στον ελληνικό χώρο, δεδομένου ότι η υπόδουλη Ελλάδα διοικείτο «από χαμάληδες και ντεβετζήδες ή από βαρβάρους καλογερίσκους, χειροτέρους και απ’ αυτούς τους εξωτερικούς τυράννους, διότι εκείνους, ως λύκους, δύνασαι καν να τους φυλαχθείς, αλλά τους εν σχήματι προβάτων, τις δύναται να τους φύγη;».
«Εγίνατε χείρονες και αυτών των Τούρκων»
Προέτρεπε έτσι τους λογίους φίλους του στη Σμύρνη να περιορίσουν τον κλήρο στα αυστηρά πνευματικά του καθήκοντα, μιμούμενοι το γαλλικό παράδειγμα, όπου όλοι οι κληρικοί αναγκάστηκαν να δώσουν όρκο στο δημοκρατικό Σύνταγμα. Χρέος των ορθοδόξων Ελλήνων ήταν να ελέγξουν την τρυφηλή ζωή ορισμένων αναξίων ιερωμένων, να περιορίσουν τον αριθμό και τα δικαιώματα του ανώτατου κλήρου και να στηλιτεύουν κάθε αντικοινωνική συμπεριφορά, όπως την αγαμία των μοναχών και των επισκόπων – θέσεις που προσεγγίζουν αυτές του Βολταίρου. Οι μοναχοί, κατά τον Κοράη, αφαίμαξαν το Βυζάντιο οικονομικά, πνευματικά, αλλά και σε ανθρώπινο δυναμικό, με τον εγκλεισμό σε μονές του πιο παραγωγικού κοινωνικού τμήματος. Μετά την Άλωση, διατήρησαν τα προνόμιά τους, συνεργαζόμενοι με τον κατακτητή και κρατώντας σε πλήρη συσκότιση το γένος: «Και υμείς άθλιοι καλόγηροι, αντί να ζητήτε να ιατρεύσητε τας πληγάς του γένους, εγίνατε χείρονες και αυτών των Τούρκων, υμείς οι οποίοι έπρεπε να είσθε το άλας και το φως των κοσμικών, εμωράνθητε, εσκοτίσθητε και παντάπασιν ηχρειώθητε».
Η Αδελφική Διδασκαλία
Το πιο οργισμένο πολιτικό κείμενο του Κοραή πάνω στο θέμα της εκκλησιαστικής εξουσίας ενέπνευσε το ανώνυμο αντεπαναστατικό φυλλάδιο του 1798 Πατρική Διδασκαλία, που καταδίκαζε τις επαναστατικές ιδέες, με αφορμή την προέλαση του Ναπολέοντα σε οθωμανικά εδάφη. Το κείμενο αυτό αποτελούσε ένα επονείδιστο κήρυγμα εθελοδουλίας, παρουσιάζοντας την τουρκική κυριαρχία ως απαράβατη θεϊκή απόφαση, προκειμένου να διατηρηθεί αλώβητη η πίστη των Ελλήνων. Σχεδόν αμέσως, ο Κοραής απάντησε με το φυλλάδιο Αδελφική Διδασκαλία, με το οποίο καταδίκαζε την εθελοδουλεία: η δεσποτεία δεν επεβλήθη από τον Θεό, αλλά προκλήθηκε από τη διαφθορά των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, οι οποίοι έδειξαν ιδιαίτερη φροντίδα για τα δικαιώματα του κλήρου και των μοναχών, παραμελώντας την επικράτειά τους. Στα χρόνια που ακολούθησαν την Άλωση, ο κλήρος επωφελήθηκε από το πολιτικό κενό και αναδείχτηκε σε κυρίαρχο του γένους, μιμούμενος την ασιατική απολυταρχία. Οι πολίτες όμως, ανεξαρτήτως θρησκεύματος, διατηρούν το απαράγραπτο φυσικό δικαίωμα να καταλύουν κάθε ανελεύθερο και διεφθαρμένο καθεστώς. Η επανάσταση συνεπώς δεν αποτελεί δικαίωμα, αλλά υποχρέωση του ανθρώπου απέναντι στην ίδια του τη φύση: «Οι τυραννούμενοι έχουσιν το αναπαλλοτρίωτον δικαίωμα του να ζητώσι παντοίους τρόπους διά να διαρρήξωσιν τον ζυγόν της τυραννίας, και να απολάβωσι πάλιν το πολύτιμον αυτό δώρον, το αυτεξούσιον».
«Πώς τολμάτε;»
Λίγα χρόνια αργότερα ο Κοραής προέβη σε ανάλογες κατηγορίες κατά του κλήρου, αυτή τη φορά μέσα από τους Αυτοσχέδιους Στοχασμούς του. Η εχθρική στάση του ιερατείου απέναντι σε κάθε νεωτερικό κίνημα και η καταπίεση που ασκούσε στα λαϊκά στρώματα εντεινόταν όσο πιο πολύ έσφιγγε ο επαναστατικός κλοιός απέναντι στην απολυταρχία. Έτσι, ο κλήρος από τη μια αφαίμασσε οικονομικά τον καθημαγμένο λαό για να καλύψει τα υπέρογκα έξοδά του, ενώ από την άλλη προσπαθούσε με κάθε τρόπο να επιβάλει τον σκοταδισμό: «Πώς τολμάτε να ονομάζεσθε ΕΛΛΗΝΕΣ, όταν υποφέρετε την ατιμίαν της Ελλάδος; Πώς ΠΑΝΙΕΡΩΤΑΤΟΙ, όταν αμελήτε την παιδείαν του έθνους; Ή νομίζετε ότι αρκούν αι κατ’ Εκκλησίαν διδαχαί και παραινέσεις εις διόρθωσιν των ηθών;(…) Και εγώ πιστεύω με σας και το βλέπω, ότι μόνον το ταλαίπωρον γένος ημών μαστίζεται. Αλλ’ η μεγαλυτέρα του μάστιξ είσθε σεις αυτοί. Μηδέ θέλει παύσει να μαστίζεται, ενόσω σας σέβεται και σας υποφέρει επιστάτας της παιδείας του». Πέρα όμως από τις κατηγορίες, ο Κοραής δεν παραλείπει να υπογραμμίσει στους Στοχασμούς του και το λαμπρό παράδειγμα πολλών ιερωμένων, των κατώτερων κυρίως εκκλησιαστικών βαθμίδων, που αγωνίζονται για την πνευματική ανόρθωση και την απελευθέρωση του γένους.
Ο ιερωμένος-πολίτης
Το πρότυπο του ιερωμένου–πολίτη, που θα διδάξει με τα λόγια του και κυρίως με το προσωπικό του παράδειγμα το ποίμνιό του, ο Κοραής το σκιαγραφεί με γλαφυρό τρόπο στον Παπά Τρέχα, κείμενο που προέρχεται από τα Προλεγόμενα της Ιλιάδας (1811-1818). Ο απλός λαϊκός παπάς, καταδικασμένος σε λειτουργικό αναλφαβητισμό από την πολύχρονη δουλεία, μεταμορφώνεται σε διαπρύσιο κήρυκα της ελευθερίας, όταν έρχεται σε επαφή με το νεωτερικό πνεύμα, το οποίο μπορεί να προσφέρει τα απαιτούμενα για την εποχή: πολιτικό και ατομικό ήθος, καταπολέμηση της δεισιδαιμονίας και εξυγίανση της θρησκείας, που έχει απαξιωθεί από το διεφθαρμένο ιερατείο. Η παιδεία καθίσταται ο μοναδικός παράγων για να μπορέσει ο άνθρωπος να θρησκεύεται πραγματικά, καθότι σε αντίθετη περίπτωση η πίστη εκπίπτει σε σκοταδισμό και δεισιδαιμονία. «Αληθής ορθόδοξος δεν είναι όστις αρκείται να πιστεύη μόνον το ιερόν της πίστεως σύμβολον, αλλ’ όστις προσέχει να φεύγη και τας δεισιδαιμονίας, αι οποίαι άλλον δεν είναι παρά δόγματα στρεβλά, ασυμβίβαστα όχι μόνον με του Συμβόλου τα δόγματα, αλλά και με της ευαγγελικής ηθικής τα παραγγέλματα. (…) ο δεισιδαίμων αμελεί την αληθινήν Ηθικήν και περιοριζόμενος εις ολίγας τινάς πράξεις εξωτερικάς, προσκολλάται εις αυτάς τόσον σφόδρα, ώστε τας νομίζει αναγκαιοτέρας της ορθής πίστεως και των καλών έργων εις την σωτηρίαν του. Και το χειρότερον, τοιαύτας θέλει να τας νομίζουσιν και οι άλλοι. (…) Όλους τους ορθούς κατηγορεί ως πεσόντας· εις την δικήν του πτώσιν είναι τυφλός». Μαζί με τη διαφθορά, ο Κοραής επισημαίνει ότι και η αμάθεια δεν προσέφερε στους ιερείς τη δυνατότητα απόκτησης αρετής. «Τις είναι της τυφλής αυτών κακοδοξίας η αιτία; Η απαιδευσία. Μην αμφιβάλλετε, ορθόδοξοί μου αδελφοί. Απαίδευτος ορθόδοξος είναι καθαρά αντίφασις».
«Συμβουλή Τριών Επισκόπων»
Στο ζήτημα της καταπίεσης και της εσκεμμένης συσκότισης των πιστών από την εκκλησιαστική και κοσμική εξουσία επανήλθε λίγα χρόνια αργότερα (1820) με τη Συμβουλή Τριών Επισκόπων. Η Συμβουλή ανακαλύφθηκε και τυπώθηκε για πρώτη φορά το 1818 από το φιλελεύθερο ιερέα και πολέμιο της Ιεράς Εξέτασης Llorente στα λατινικά και ένα μεγάλο μέρος του αναδημοσιεύτηκε στα γαλλικά από το Censeur Europeen λίγους μήνες αργότερα. Λίγους μήνες πριν από την έκρηξη της Επανάστασης, ο Κοραής δημοσίευσε στα ελληνικά, με δικά του πλούσια σχόλια, την επιστολή που έστειλαν το 1553 προς τον Πάπα Ιούλιο Γ’ τρεις επίσκοποι, προκειμένου να στηριχθεί η παπική εξουσία στα ευρωπαϊκά εδάφη που επικράτησε ο νεοφανής τότε προτεσταντισμός. Οι αναλογίες με την εποχή του Κοραή είναι εμφανέστατες: οι ίδιοι μηχανισμοί που αναπτύχθηκαν από την παπική εξουσία το 16ο αιώνα χρησιμοποιήθηκαν και τρεις αιώνες μετά, από το ορθόδοξο Πατριαρχείο αυτή τη φορά, για την ενίσχυση της πολιτικής θέσης της Εκκλησίας – η οποία τάχθηκε ανοικτά υπέρ της απολυταρχίας και κατά της επανάστασης. Κομβική θέση στο έργο αυτό κατείχε το επιχείρημα ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της ύπαρξής της η Εκκλησία κατέτρεξε την πρόοδο με κριτήρια αμιγώς πολιτικά, χωρίς ποτέ να μπορέσει να αρθρώσει μια συγκεκριμένη επιχειρηματολογία εναντίον των νεωτερικών ρευμάτων που απειλούσαν την παντοδυναμία της. Το ορθόδοξο ιερατείο, παρότι στάθηκε πιο μετριοπαθές από το καθολικό, εξαχρειώθηκε από τη μακρόχρονη αμάθεια που επέβαλαν οι Βυζαντινοί και οι Τούρκοι και υιοθέτησε το μεσαιωνικό σκοταδισμό για να αντιμετωπίσει τις επαναστατικές θεωρίες. Διεστράφη έτσι πλήρως το φιλάνθρωπο ευαγγελικό πνεύμα προς όφελος των κρατούντων.
Η κατάσταση αυτή άρχισε να αλλάζει με το Διαφωτισμό και την Επανάσταση, όταν «κοσμικοί ηγεμόνες» κατήργησαν διά παντός αντικοινωνικές συμπεριφορές, όπως τον υπέρμετρο πλουτισμό των μοναστηριών, την πολυάριθμη εκκλησιαστική ιεραρχία κ.ά. Πέρα από τον πεφωτισμένο ηγεμόνα, ο οποίος φροντίζει για την παιδεία και την πολιτική αρετή, κύριος υπεύθυνος για την κάθαρση της θρησκείας από το σκοταδισμό και την ηθική ανέλιξη της κοινωνίας με βάση τις πραγματικές ευαγγελικές διδαχές, είναι ο φιλόσοφος. «Μόνον ο φιλόσοφος, μόνο ο αληθής χριστιανός γνωρίζει την χρεωστουμένην υποταγήν εις την υπερέχουσαν εξουσίαν». Ο φιλόσοφος είναι αυτός που καθορίζει το ηθικό μέτρο, βάσει του οποίου ασκεί την εξουσία ο ηγεμόνας και στο οποίο υποτάσσονται όλα ανεξαιρέτως τα μέλη μιας κοινωνίας. Η νομιμότητα ή μη μιας εξουσίας είναι αμιγώς πολιτικό και όχι θεολογικό ή δογματικό θέμα.
Η στάση του Κοραή μετά την απελευθέρωση
Η έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης και η διακήρυξη της ανεξαρτησίας δεν άφησαν το ανήσυχο πνεύμα του Κοραή να εφησυχάσει. Αντιθέτως, είναι από τους πρώτους Έλληνες διανοητές που προβλέπει τον κίνδυνο μετακύλισης του νεοσύστατου κράτους σε μια σκοταδιστική απολυταρχία, ίδια και ίσως βαρύτερη από την οθωμανική. Έτσι, ένα μόνο χρόνο μετά την ανεξαρτησία (1831) διατυπώνει μέσα από το έργο του «Συνέκδημος Ιερατικός» το διάχυτο φόβο πολλών προοδευτικών λογίων ότι η δημιουργία εθνικού κράτους δεν οδήγησε σε παράλληλη πνευματική και πολιτική απελευθέρωση. Εν προκειμένω, η Εκκλησία στο νεοσύστατο κράτος εξακολούθησε να έχει την ίδια ισχύ με την οθωμανική περίοδο, αποτελώντας τροχοπέδη στα αιτήματα για κοινωνική και πνευματική ελευθερία.
Η δεισιδαιμονία
Για τον Κοραή η δεισιδαιμονία, ως «λαϊκός» χριστιανισμός πέρα από τα όρια της λογικής θρησκείας, καλλιεργήθηκε επιμελώς από την πολιτική εξουσία από τα πρώτα χρόνια ήδη της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ακολούθως, οι ιεραρχικοί τίτλοι –άγνωστοι για την πρωτοχριστιανική Εκκλησία– με την πάροδο του χρόνου αυξήθηκαν και ενισχύθηκαν, κατ’ αναλογία προς τους αυλικούς τίτλους. Μέσα σε αυτόν το φαύλο κύκλο πολλοί αυτοκράτορες, -θρησκόληπτοι και οι ίδιοι– παραχώρησαν προνόμια στον κλήρο, ενισχύοντας συμπεριφορές που αντέβαιναν στην ανθρώπινη φύση (αύξηση του πληθυσμού των μοναχών, σκοτισμό της διανόησης, καταδίωξη της γνώσης, σιμωνία κ.ά.). Η ηθική εξαχρείωση και η οικονομική καχεξία που προκάλεσαν στο κράτος δεισιδαίμονες βασιλείς και άπληστοι ιεράρχες έφεραν στο προσκήνιο ένα νέο παράγοντα, τον οθωμανικό, φυσική απόληξη αλλά και πολιτική συνέχεια του Βυζαντίου. Κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης δουλείας η Εκκλησία διατήρησε –και μάλιστα επαυξημένα– τα προνόμιά της, ενώ το γένος βυθίστηκε στην αμάθεια. Η κατάσταση αυτή κληροδοτήθηκε και στο ανεξάρτητο κράτος, το οποίο δεν αξιοποίησε την πνευματική άνθηση των τελευταίων προεπαναστατικών δεκαετιών.
Η «ελευθέρα σύνοδος» της Ελλάδος
Εκείνο που προξενεί εντύπωση είναι τα μέτρα που προτείνει ο Κοραής για την αναχαίτιση των πολιτικών βλέψεων της Εκκλησίας. Κατά πρώτον, τάσσεται υπέρ της κατάργησης των ανώτατων εκκλησιαστικών βαθμίδων που προήλθαν από τη μίμηση της ρωμαϊκής αριστοκρατίας, όπως ακριβώς καταργήθηκαν και οι τίτλοι ευγενείας από τους «φρονίμους Αγγλοαμερικανούς» των Ηνωμένων Πολιτειών. Παράλληλα προτείνει να απλουστευθεί το τυπικό των λειτουργιών, προκειμένου να γίνουν πιο κατανοητές στο ευρύ κοινό και να διαφυλαχθεί η ορθοδοξία αλώβητη από δογματικές διαστρεβλώσεις που κρύβονται κάτω από βαρύγδουπα εκκλησιαστικά κείμενα. Το κυριότερο, όμως, ήταν η ανάγκη να αποκοπεί ο δεσμός του κλήρου με την εξουσία, τόσο με το αυτοκέφαλο της Ελλαδικής Εκκλησίας, όσο και με το διαχωρισμό Εκκλησίας – κράτους. Στην πρώτη περίπτωση, διασφαλιζόταν η ανεξαρτησία της ελλαδικής Εκκλησίας από το Φανάρι και την επιρροή του σουλτάνου. «Η ελευθερωμένη Ελλάς, αν και ομόδοξος με την Εκκλησίαν του Βυζαντίου… έχει το δίκαιον να συγκροτήση ιδίαν τοπικήν ελευθέρων ιερέων ελευθέραν σύνοδον και να διατάξη τας ακολουθίας της, ως συμφέρει εις την εκκλησίαν και εις την νέαν κοσμικήν αυτής πολιτείαν». Με το δεύτερο μέτρο οι κληρικοί θα θεωρούνται και θεσμικά ισότιμοι πολίτες, χωρίς τίτλους ευγενείας: «Πάλιν το λέγω (διά τους συκοφάντας), περί των ελευθέρων Ελλήνων λαλώ, των οποίων η εκκλησία, ως η πολιτεία, πρέπει να ισονομήται, αν επιθυμώσι να μείνωσιν ελεύθεροι». Είναι εμφανές ότι το προτεσταντικό πνεύμα, που από τα νεανικά του χρόνια γνώρισε ο Κοραής, φαίνεται πως επιβίωσε μέχρι το ώριμο έργο του όχι ως άμεση αμφισβήτηση του ορθόδοξου δόγματος, αλλά περισσότερο ως προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί η θρησκεία για οδηγός στην πολιτική ευσέβεια.
Η απάντηση των εκκλησιαστικών παραγόντων στις θέσεις του Κοραή
Οι θρησκευτικές απόψεις του Κοραή δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να χαρακτηρισθούν ακραίες. Αντιθέτως, ο ίδιος δεν έχανε την ευκαιρία να καταδικάσει την αθεΐα και να επισημαίνει την ανάγκη ύπαρξης μιας λογικής θρησκείας, την οποία θα υπηρετούν και θα διαδώσουν πεφωτισμένοι ιερείς στο πλαίσιο μιας ευνομούμενης δημοκρατικής κοινωνίας. Από νωρίς, απαντώντας στην επίθεση του Κοδρικά και του Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων για τις θρησκευτικές και γενικότερα προοδευτικές του απόψεις, ομολογεί την πίστη του στην ορθοδοξία, χωρίς όμως να αποδέχεται τα κακώς κείμενα της Εκκλησίας. Γράφει γύρω στο 1815: «Οσάκις μ’ εδόθη αφορμή να λαλήσω περί θρησκείας, … περί αυτής δε ελάλησα πάντοτε με το χρεωστούμενον σέβας. Όχι μόνον διότι και πραγματικώς την πιστεύω, και πολύ πλέον αφ’ ότι επαγγέλλονται οι εχθροί μου· αλλά και διότι, εάν κατά δυστυχίαν δεν την επίστευα, ήθελεν όμως είσθαι καθαρά μανία να πολεμώ φανερά ολοκλήρου έθνους δόγματα». Όπως και ο ίδιος επεσήμαινε, οι αιτιάσεις των αντιπάλων του επί των θρησκευτικών του απόψεων δεν είναι θεολογικές, αλλά ιδεολογικές και πολιτικές. Με λίγα λόγια και οι ίδιοι γνώριζαν καλά ότι ο Κοραής ήθελε να χτυπήσει τα πολιτικά κεκτημένα του κλήρου, όχι το δόγμα. «Είναι αποδεδειγμένον εις τους όσους έχουν μυαλόν, και όχι άχυρα εις την κεφαλήν, ότι οι λόγοι μου ελέγχουσιν εκείνους οι οποίοι περιορίζουσι την θρησκείαν εις ψιλήν δογμάτων ομολογίαν, χωρίς έργα φιλανθρωπίας (…). Αλλ’ εγώ έχω παντάπασιν διάφορον ιδέαν του χριστιανισμού, αν όχι σύμφωνον μ’ αυτούς, την αυτήν όμως, την οποίαν είχαν και οι πατέρες της Εκκλησίας». Για τον Κοραή, η επιστροφή στην πατερική διδασκαλία σημαίνει αναγέννηση του δημοκρατικού πνεύματος του χριστιανισμού μέσα από τη φιλοσοφία την οποία και οι ίδιοι οι Πατέρες υπηρέτησαν.
Αν και ο Κοραής, όπως προαναφέρθηκε, δεν εδιώχθη από την Εκκλησία για τις ιδέες του, μετά το θάνατό του συντηρητικοί διανοούμενοι και ιερωμένοι θα εξαπολύσουν μια άνευ προηγουμένου –σε ένταση και διάρκεια– δίωξη εναντίον των ιδεών του, με αποκορύφωμα την απαγόρευση από το Πατριαρχείο τέλεσης μνημοσύνου στην Κωνσταντινούπολη το 1833. Οι κατηγορίες εναντίον του επικεντρώθηκαν σε δύο κυρίως θέματα, το γλωσσικό και το θρησκευτικό, καταδεικνύοντας έτσι την υποτιθέμενη προσπάθειά του να κλονίσει τα θεμέλια της ελληνικής παράδοσης. Είναι εμφανές ότι εξηφάνθη ένα προμελετημένο σχέδιο για την απομόνωση των κοινωνικοπολιτικών ιδεών του, αφού όπως εύστοχα επισημαίνει ο Φίλιππος Ηλιού, «…το κίνημα του Διαφωτισμού, και ειδικότερα η κοραϊκή του πτέρυγα, ελέγχεται συστηματικά για τις νέες αντιλήψεις που προβάλλει και για τις ανατρεπτικές ιδέες που προωθεί (…) τα συστατικά στοιχεία της θεωρίας του νεοελληνικού διαφωτισμού, θα αποκρουσθούν ένα προς ένα: και γιατί το καθένα χωριστά αντιστρατεύεται και υπονομεύει ριζικά αντίθετες, παγιοποιημένες αντιλήψεις που διαφεντεύει η εκκλησία και η παραδοσιακή παιδεία για τα αντίστοιχα θέματα».
Δεν έλειψαν βέβαια και οι αντίθετες φωνές, που επισήμαναν ότι«διεσύρθη ο Κοραής υπό των εχθρών αυτού ως δήθεν αιρετικός και δη και άθεος· αλλ’ όμως, ουδείς Έλλην υπήρξε μάλλον εκείνου φιλόχριστος και ευσεβόφρων», όπως υποστήριξε ο Δ. Θερειανός. Έπρεπε να περάσουν πολλές δεκαετίες μέχρι να μελετηθεί συστηματικά και αξιόπιστα το κοραϊκό έργο και να διατυπωθεί από τον επίσημο κλήρο η προσπάθειά του να αναδειχτεί το ανθρωπιστικό πρόσωπο του χριστιανισμού και η κοινωνική του χρησιμότητα για τη δημοκρατία. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις το 1972 ο Κ. Μπόνης θα παραδεχτεί: «Ο Κοραής είναι αληθές ότι πολλάκις ύψωνε το μαστίγιον της γραφίδος του διά να μαστιγώσει, να ελέγξει και να καταπολεμήσει όλας τας μορφάς της κακίας και της υποκρισίας και μάλιστα το ψεύδος της συκοφαντίας και μισαλλοδοξίας. Αλλ’ ο σκοπός του Ελληνορθοδόξου αυτού ανδρός ήτο άγιος. Επετίμα διά να διορθώση … εδίδασκε την ανεξιθρησκείαν, αλλά όχι την αδιαφορίαν. Επίστευεν ακραδάντως εις την δογματικήν και ηθικήν διδασκαλίαν του χριστιανισμού». Πράγματι, αυτό τελικά που ο Κοραής επιδίωκε ήταν μια αποκαθαρμένη θρησκεία με πλήρη λειτουργικότητα στο δημοκρατικό πολίτευμα.
Βιβλιογραφία
ΒΑΛΕΤΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ, Αδαμάντιος Κοραής – Αδελφική Διδασκαλία. Εισαγωγή – Επιμέλεια, Πηγή, Αθήνα 1949
ΔΗΜΑΡΑΣ Κ.Θ., Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Ερμής, 9η Έκδ., Αθήνα 2007
• Αδαμαντίου Κοραή, Προλεγόμενα στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, Μ..ΙΕ.Τ., Αθήνα 1984
• Ο Κοραής και η εποχή του, Αθήνα 1953
ΔΗΜΑΡΑΣ Κ.Θ., ΑΓΓΕΛΟΥ Α., ΚΟΥΜΑΡΙΑΝΟΥ ΑΙΚ., ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ ΕΜΜ, Αδαμάντιος Κοραής – Αλληλογραφία, ΟΜΕΔ, τόμος Α’, Αθήνα 1964
ΚΙΤΡΟΜΗΛΙΔΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, οι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες, Γ’ έκδ., Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2000
ΚΟΝΔΥΛΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ, Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός – Οι φιλοσοφικές ιδέες, Θεμέλιο, Αθήνα 2000
ΜΠΟΝΗΣ ΚΩΝ., Αι περί θρησκείας και Εκκλησίας ιδέαι του Κοραή και η εποχή μας (ανάτυπο), Αθήνα 1972
ΤΣΟΛΙΑΣ Π., Η κριτική της θρησκείας στον Νεοελληνικό Διαφωτισμό, Προσκήνιο, Αθήνα 2010
Ο Παναγιώτης Δ. Τσολιάς είναι δημοσιογράφος, μέλος της ΕΣΗΕΑ και υποψήφιος δρ Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΡΟΣΟΧΗ: Οι απόψεις των αναρτήσεων δεν ταυτίζονται υποχρεωτικά με τις δικές μας.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.