Τιμωρήθηκαν γιατί οι απόψεις τους ενόχλησαν την Εκκλησία
Από σήμερα έως το τέλος του καλοκαιριού, η «ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ+ 13» κάνει ένα μεγάλο αφιέρωμα στους νεοέλληνες λογίους, οι οποίοι ήρθαν σε σύγκρουση με την επίσημη Εκκλησία, λόγω του νεωτερικού πνεύματος του έργου τους, και συχνά τιμωρήθηκαν με το επιτίμιο του αφορισμού.
Αυτό που προξενεί εντύπωση είναι ότι ελάχιστοι από τους καταδικασθέντες είτε είχαν αναπτύξει αθεϊστικές θεωρίες είτε προχώρησαν σε συγκροτημένη επίθεση κατά του ορθόδοξου (ή κάποιου άλλου) χριστιανικού δόγματος ή άλλων θρησκειών. Πρέπει λοιπόν να αναζητηθούν τα αίτια των καταδικών όχι στο χώρο της θεολογίας, αλλά στα πεδία της ιδεολογίας και της πολιτικής. Αυτό μπορούμε να το συμπεράνουμε εύκολα αν υπολογίσουμε ότι η κριτική των προοδευτικών στοχαστών δεν έπληττε τη θρησκεία καθαυτή, αλλά τα κακώς κείμενα της επίσημης Εκκλησίας. Το πνεύμα της αναζωογόνησης του ελληνικού στοχασμού ήρθε αρχικά μέσα από τους εκπροσώπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και αργότερα από τους φορείς των σοσιαλιστικών ιδεών, οι οποίοι συχνά κατηγόρησαν την Εκκλησία για συνοδοιπορία με αυταρχικά καθεστώτα, αλλά και για προσπάθεια φίμωσης της νεότερης επιστήμης.
Ασχέτως των συνθηκών υπό τις οποίες πραγματοποιήθηκαν και των προσώπων που ενεπλάκησαν, οι καταδίκες αυτές καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό τη νεοελληνική εθνική συνείδηση, αφού οριοθέτησαν τη σύγκρουση μεταξύ νεωτερισμού και παράδοσης. Στόχος των αφιερωμάτων δεν είναι ο έπαινος ή η καταδίκη της μιας ή της άλλης πλευράς, αλλά η ανάδειξη όλων των απόψεων με αμεροληψία και αντικειμενικότητα. Η τελική κρίση, άλλωστε, ανήκει πάντα στους αναγνώστες της εφημερίδας.
* Ο Παναγιώτης Τσόλιας είναι δημοσιογράφος, υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Το εκκλησιαστικό εκπαιδευτικό έργο και η ανοχή στις νέες ιδέες το 18ο αιώνα
Η ορθόδοξη Εκκλησία, καθ’ όλη τη μακρόχρονη πορεία της, δεν ανέπτυξε ποτέ διωκτικούς μηχανισμούς, όπως η καθολική με την Ιερά Εξέταση. Ακόμα και στα χρόνια του Βυζαντίου ουδέποτε απέκτησε πολιτική δύναμη ανάλογη με αυτή της δυτικής Εκκλησίας. Μόνο μετά την Άλωση, με βάση τα προνόμια που παραχώρησε ο Μωάμεθ ο Πορθητής, ο Πατριάρχης κατέστη ο ανώτερος πνευματικός και πολιτικός (μετά το σουλτάνο) ηγέτης των υπόδουλων, ενώ η Εκκλησία ανέλαβε πλήρως τον έλεγχο της εκπαίδευσης – βασικής και ανώτερης.
Παρά το μέγεθος της ευθύνης, το Πατριαρχείο κατάφερε να ανταποκριθεί στα νέα του καθήκοντα: απέτρεψε σε μεγάλο βαθμό τον κίνδυνο του εξισλαμισμού και του εκλατινισμού των υποδούλων, αποτέλεσε συνεκτικό κρίκο όλων των ορθόδοξων υπηκόων της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ενώ παράλληλα διέθεσε όλες του τις δυνάμεις για την πνευματική άνοδο του ελληνισμού: λίγους μήνες μετά την Άλωση, ιδρύεται η Μεγάλη του Γένους Σχολή. Το 1593, με εντολή του Πατριάρχη Ιερεμία Β’ του Τρανού, ιδρύονται ελληνικά σχολεία σε όλη την οθωμανική αυτοκρατορία, με δαπάνες των κατά τόπους μητροπόλεων. Μερικές δεκαετίες αργότερα, ο Κύριλλος Λούκαρις αναθέτει τη διεύθυνση της Πατριαρχικής Ακαδημίας στο νεοαριστοτελιστή φιλόσοφο Θεόφιλο Κορυδαλλέα, εγκαινιάζοντας έτσι το ρεύμα του «θρησκευτικού ουμανισμού». Πρόκειται για ένα μεγάλο άνοιγμα της ελληνικής διανόησης προς την πεφωτισμένη πλέον Δύση. Την εποχή αυτή η Εκκλησία πρωτοστατεί στην πνευματική πρόοδο, χορηγώντας υποτροφίες σε πλειάδα κληρικών-λογίων, για να σπουδάσουν σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και να μεταφέρουν το πνεύμα της εξέλιξης στον ελληνικό χώρο. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι οι πρώτοι κομιστές των διαφωτιστικών ιδεών υπήρξαν μεγάλοι εκκλησιαστικοί λόγιοι όπως ο Ευγένιος Βούλγαρις, ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ κ.ά., οι οποίοι στράφηκαν προς τη Δύση με την ελπίδα της απελευθέρωσης από τον οθωμανικό ζυγό, θέτοντας την πνευματική αναγέννηση του ελληνισμού ως βάση της εθνικοαπελευθερωτικής κίνησης.
Αν και οι εκκλησιαστικοί λόγιοι έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για τη νεότερη φιλοσοφία και επιστήμη, η Εκκλησία δεν επέδειξε ουδεμία ανοχή σε όποια θεωρία θα μπορούσε να θίξει το ορθόδοξο δόγμα ή την παράδοση. Την αυστηρή αυτή προσήλωση στη θεοκεντρική εκπαίδευση ενίσχυσε και ένα ακόμα γεγονός: από τις αρχές του 18ου αιώνα πολλοί έμποροι χρηματοδότησαν την ίδρυση εκπαιδευτηρίων νεωτερικής παιδείας, που προσέφεραν στα μέλη της ανερχόμενης αστικής τάξης τα εφόδια για να ικανοποιήσουν τις οικονομικές και πολιτικές τους βλέψεις. Μέσα από αυτό το πρίσμα η Εκκλησία ένιωθε να απειλείται όχι μόνο η πρωτοκαθεδρία της στην εκπαίδευση, αλλά και η παντοδυναμία της στον πολιτικό στίβο. Ως εκ τούτου, προχωρούσε σε ελέγχους των προγραμμάτων σπουδών όποτε υπήρχε καταγγελία για διδασκαλία απόψεων που δεν συμβάδιζαν με το επίσημο δόγμα. Εξάλλου, αυτό ήταν ένα εύκολο εγχείρημα για την Εκκλησία, αφού οι περισσότεροι διδάσκοντες ήταν κληρικοί.
Ο αφορισμός του Μεθόδιου Ανθρακίτη
Η πρώτη περίπτωση εκκλησιαστικής καταδίκης νεοέλληνα διανοητή για τη διδασκαλία προοδευτικών ιδεών πραγματοποιήθηκε στις αρχές του 18ου αιώνα με τον αφορισμό του Μεθόδιου Ανθρακίτη.
Με ευρύτατη μόρφωση και σπουδές στην Ιταλία, ο Ανθρακίτης από τα πρώτα του νεανικά έργα αναδείχτηκε σε πρωτεργάτη της αποδέσμευσης του ανθρώπινου στοχασμού από τις μεσαιωνικές αγκυλώσεις, ενώ παράλληλα άσκησε έντονη κριτική στις ατασθαλίες διεφθαρμένων κληρικών, αναζητώντας την πραγματική ουσία του χριστιανισμού έξω από τους θρησκευτικούς τύπους και τις τελετουργίες. Ιδιαίτερα επικριτικός ήταν απέναντι στα εκκλησιαστικά επιτίμια όταν αυτά χρησιμοποιούνταν για τον εκφοβισμό του αμαθούς πλήθους. Ο προοδευτικός στοχασμός του Ανθρακίτη έγινε φανερός και από την προτίμησή του να διδάσκει στη Σχολή της Καστοριάς και των Ιωαννίνων μαζί με τη φιλοσοφία και νεότερα μαθηματικά, κάτι που σύντομα προκάλεσε την οργή των συντηρητικών. Ο μαθητής του Ιερόθεος Ιβηρίτης τον κατηγόρησε στον επίσκοπο Βεροίας ότι διδάσκει «ασεβώς» στη Σχολή Κυρίτζη της Καστοριάς. Ο μαθητής του Ιεροθέου, Ιωάννης Ιωάννου, επέκρινε τις απόψεις του Ανθρακίτη και των μαθητών του ως αιρετικές, καθότι η διδασκαλία των μαθηματικών αποτελούσε για τους συντηρητικούς τεκμήριο αδιαφορίας προς τη θρησκεία. Ο Μακάριος Πάτμιος κατήγγειλε ότι «ο κύρ Μεθόδιος τρίγωνα και τετράγωνα διδάσκει τους μαθητάς του και την άλλην πολυάσχολον ματαιοπονίαν (καθώς λέγει ο Μέγας Βασίλειος) της μαθηματικής…».
Ο Ανθρακίτης δεν έδωσε έκταση στο θέμα και αρκέστηκε να απαντήσει με μια επιστολή στον Νεόφυτο Άρτης, με την οποία κατήγγειλε υπερβάσεις του κλήρου και κατηγορούσε τους σκληροπυρηνικούς μοναχούς του Αγίου Όρους ότι θέτουν εμπόδια στην εξάπλωση της παιδείας που με τόσο κόπο και χρήμα συντηρούν οι Έλληνες. Θεωρούσε μάλιστα αναφαίρετο δικαίωμά του να διδάσκει θεωρίες διάφορων φιλοσόφων χωρίς να κατηγορείται για αθεΐα, αφού τα όσα δίδασκε δεν εκπροσωπούσαν τις δικές του απόψεις.
Τα «βλάσφημα» Τετράδια
Ο Ιερόθεος, αφού αποπέμφθηκε από τους προκρίτους της Καστοριάς, συγκέντρωσε τα «Τετράδια» του Ανθρακίτη –δηλαδή τις πρόχειρες σημειώσεις των παραδόσεών του– και τα παρέδωσε στην Ιερά Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, η οποία και τον κάλεσε να απολογηθεί. Ο Μεθόδιος, μη δίνοντας και πάλι σημασία, αρκέστηκε σε μια ομολογία πίστεως στην τοπική Σύνοδο της Καστοριάς και αργότερα έφυγε για τα Ιωάννινα. Εκεί, αναλαμβάνοντας τη διεύθυνση της Σχολής Γκιούμα, επανέλαβε την ομολογία του στην τοπική Σύνοδο. Παράλληλα, έντεκα πρόκριτοι της πόλης με επιστολή τους (15 Αυγούστου 1723) ζητούσαν την ανάκληση της πρόσκλησης του Ανθρακίτη στην Κωνσταντινούπολη, λόγω πενίας και γήρατος, ενώ διαβεβαίωναν το Πατριαρχείο για την ομολογημένη προσήλωσή του στην ορθοδοξία. Παρ’ όλα αυτά, στις 23 Αυγούστου 1723 η Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου καθήρεσε τον Ανθρακίτη από το ιερατικό και το διδασκαλικό του αξίωμα. Η βασική κατηγορία που του προσήφθη είναι ότι ακολούθησε ένα μη ορθόδοξο τρόπο διδασκαλίας, περιφρονώντας τα εκκλησιαστικά συγγράμματα και την αριστοτελική φιλοσοφία, τη μόνη αποδεκτή από την Εκκλησία.
«Καταδικάζομαι πως φιλοσοφώ…»
Υπό αυτές τις συνθήκες, ο γηραιός και ασθενής Ανθρακίτης αναγκάστηκε να ταξιδέψει στην Κωνσταντινούπολη το Νοέμβριο του ίδιου έτους για να παραστεί στην αναψηλάφηση της υπόθεσής του. Από εκεί έστειλε την περίφημη επιστολή του προς τους άρχοντες των Ιωαννίνων, με την οποία ισχυριζόταν ότι η Εκκλησία δεν πολεμούσε πλέον τις θρησκευτικές αιρέσεις, αλλά τη νεότερη φιλοσοφία. «Καταδικάζομαι λοιπόν υπό της Συνόδου όχι ως κακός Χριστιανός… αλλά πως φιλοσοφώ διαφόρως προς τους αριστοτελικούς». Σύμφωνα με τον ίδιο, η απόφαση των συντηρητικών ιερωμένων να τον καταρρακώσουν ήταν προειλημμένη και αποτελούσε μέρος του ευρύτερου σχεδίου τους να κλείσουν κάθε σχολή νεότερης παιδείας. Ο κλήρος κατέφευγε σε αναχρονιστικές μεθόδους και με τη βοήθεια του εξαχρειωμένου όχλου μεθόδευε την επιστροφή στο μεσαιωνικό σκοταδισμό.
«… Όλα τα σχολεία τα αφανίζουν (…) Δεν είναι εντροπή τους να ακούγεται πως έκαυσαν λογικήν, φυσικήν, Ευκλείδην, και αριθμητικήν, βιβλία που τα διαβάζει όλος ο κόσμος; Από τούτο φαίνεται πως δεν κινήθηκαν δια ζήλον πίστεως, αλλά από τινα πάθη, δια να κάνουν χάριν ενός και άλλου». Στον αντίποδα αυτής της συμπεριφοράς βρίσκονται οι φιλοπρόοδοι προεστοί, οι οποίοι μεριμνούν για την αναμόρφωση της παιδείας, εξετάζοντας την ευσέβεια των διδασκόντων και όχι το πρόγραμμα σπουδών που εκπονούν.
Παρά τη σθεναρή του αντίσταση, ο Ανθρακίτης δήλωσε μετάνοια και αναγκάστηκε να αποκηρύξει δημοσίως τη διδασκαλία του και να παραδώσει ο ίδιος στην πυρά τις σημειώσεις του. Τελικά η Σύνοδος, με απόφαση της 1ης Ιουνίου 1725, τον αποκατέστησε και στα δύο του αξιώματα υπό τον όρο να παραμείνει πιστός στις εντολές της. Η ισχύς του αφορισμού τον οδήγησε στο να μην παραβεί τον όρκο του για το υπόλοιπο της ζωής του. Ακόμα και λίγο πριν πεθάνει, σε προσωπική του επιστολή με την οποία δίνει άφεση στους διώκτες του, δηλώνει την προσήλωσή του στις αποφάσεις της Συνόδου. Δεν ξέρουμε αν αυτή η στάση απηχούσε όντως τη βαθύτατη πεποίθηση του Ανθρακίτη, δυστυχώς η δίωξή του ήταν η αιτία να χαθούν ολοσχερώς τα φιλοσοφικά του έργα που θα μπορούσαν εξάλλου να μας διαφωτίσουν για το περιεχόμενο του προγράμματος διδασκαλίας που είχε εκπονήσει.
Η διδασκαλία και η καταδίκη του Χριστόδουλου Παμπλέκη
«Ακολουθία ετεροφθάλμου και αντιχρίστου Χριστοδούλου»
Η φιλοπρόοδη κατεύθυνση που ακολούθησε η Εκκλησία το 16ο και το 17ο αιώνα άρχισε να μεταβάλλεται άρδην από τα μέσα του 18ου αιώνα, όταν οι οπαδοί του Διαφωτισμού επετέθησαν εναντίον του πολιτικού απολυταρχισμού, εντάσσοντας σε αυτόν και τις δομές της επίσημης Εκκλησίας. Με την έκρηξη της Γαλλικής Επανάστασης και ιδίως μετά τη βασιλοκτονία το 1793, το Πατριαρχείο –κατόπιν ασφαλώς και υποδείξεων της Υψηλής Πύλης η οποία προέβη σε ανάλογες κινήσεις– καταδίκασε απερίφραστα κάθε νεωτερική ιδέα και προχώρησε σε μια άνευ προηγουμένου συντηρητική αναδίπλωση. Το «νυν θρυλούμενον σύστημα της ελευθερίας» δεν αποτελούσε πλέον μόνο κίνδυνο για τη θρησκευτική πίστη των ορθοδόξων, αλλά απειλούσε ανοιχτά και την κοσμική εξουσία του Πατριαρχείου με την ανατροπή των μέχρι τότε απολυταρχικών καθεστώτων. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και ο αφορισμός του μεγάλου Έλληνα φιλοσόφου Χριστόδουλου Παμπλέκη.
Ο Παμπλέκης καταγόταν από το ορεινό χωριό Μπαμπίνι στο Ξηρόμερο Ακαρνανίας και έμεινε ορφανός από γονείς σε μικρή ηλικία. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στην πατρίδα του κι εν συνεχεία μετέβη στο Άγιο Όρος. Εκεί παρακολούθησε τις παραδόσεις του Ευγένιου Βούλγαρη, ο οποίος διηύθυνε τότε την Αθωνιάδα Σχολή, και διακρίθηκε για τις επιδόσεις του στα μαθηματικά. Κατόπιν, εκλήθη ως διδάσκαλος από τους Έλληνες της Βιέννης και της Λειψίας, όπου, παράλληλα, συνέχισε τις σπουδές του μελετώντας φιλοσοφία, θεολογία και παρακολουθώντας μαθήματα θετικών επιστημών.
Το πρώτο του έργο, «Η αληθής πολιτική», κυκλοφόρησε ανυπόγραφα το 1781 στη Βενετία. Κατά τη διαμονή του στη Βιέννη δημοσίευσε –για πρώτη φορά επώνυμα– το 1786 το έργο του «Περί Φιλοσόφου, φιλοσοφίας, φυσικών, μεταφυσικών, πνευματικών και θείων αρχών». Σε αυτή την πραγματεία παρουσιάζει τις πιο προωθημένες φιλοσοφικές θέσεις Δυτικών διανοητών μαζί με τις ιδέες των Γάλλων εγκυκλοπαιδιστών. Μέμφεται την αρχαιολατρεία, ενώ αποδέχεται τις αρχές της πειραματικής επιστήμης. Ακολουθώντας τα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα, εκδηλώνει το θαυμασμό του για την πρόοδο των φυσικών επιστημών και εκφράζει την πεποίθηση ότι η εφαρμογή των μεθόδων τους στη φιλοσοφία θα μπορούσε να δώσει λύση στο θέμα της αξιοπιστίας του ανθρώπινου στοχασμού. Ειδικότερα για το θέμα της θρησκείας, ο Παμπλέκης διακρίνει το φιλοσοφικό στοχασμό από τη θρησκευτική πίστη και ταυτίζει το αίτημα για πνευματική ελευθερία με την καταπολέμηση της δεισιδαιμονίας, ακόμα κι αν χρειαστεί να έρθει σε ρήξη με το δόγμα.
Ωστόσο, η κυρίως κριτική του επικεντρώθηκε στην απαξίωση της χρησιμότητας της επίσημης θρησκείας και των λειτουργών της. Αποδεχόταν μόνο τη φυσική θρησκεία, αυτή που έδωσε απευθείας ο θεός στον άνθρωπο, χωρίς τη διαμεσολάβηση πνευματικών μεσαζόντων. Ο κλήρος και οι ηγεμόνες απέκλεισαν τους υπηκόους τους από τη γνώση προκειμένου να καταφέρουν να ελέγξουν τη συνείδησή τους και να τους κρατούν υποταγμένους.
Το 1793 κυκλοφόρησε μια υβριστική σάτιρα εναντίον του Παμπλέκη, με τον τίτλο «Ακολουθία ετεροφθάλμου και αντιχρίστου Χριστοδούλου του εξ Ακαρνανίας», που ανήκε πιθανότατα στον επίσκοπο Πλαταμώνος Διονύσιο ή στον ανιψιό του Διονυσίου, Δημήτριο Γοβδελά. Στο μεγαλύτερο μέρος της, η σάτιρα αυτή αποτελεί ένα λιβελογράφημα που βρίθει προσωπικών ύβρεων, χωρίς όμως να απαντά συστηματικά στις θέσεις του Παμπλέκη. Ο συγγραφέας καταδικάζει συλλήβδην τους εκπροσώπους και τα ρεύματα του Διαφωτισμού ως εχθρούς της Εκκλησίας και της πίστης, αλλά και ως επικίνδυνους πολιτικούς ανατροπείς.
Την απάντηση του Παμπλέκη σε αυτό το κείμενο δημοσίευσαν ανώνυμα οι μαθητές του λίγες μέρες μετά το θάνατό του στις 15/16 Αυγούστου 1793, στο φυλλάδιο «Περί Θεοκρατίας». Πρόκειται για ένα βιαιότατο αντικληρικό κείμενο, που σε γενικές γραμμές επαναλαμβάνει με πιο έντονο τρόπο τις θέσεις που ανέπτυξε ο Παμπλέκης στο «Περί φιλοσόφου». Ο Παμπλέκης δεν είχε μόνο σκοπό να αναπτύξει απλώς μια πολεμική κατά της Εκκλησίας, αλλά αυτό που πραγματικά τον ενδιέφερε ήταν το να αναδείξει την πολιτική πτυχή του θρησκευτικού φαινομένου και τη χρηστικότητα της πίστης για την εξουσία. Εξάλλου ο ίδιος δεν θεωρούσε το χριστιανισμό μια θεόθεν δοσμένη θρησκεία, αλλά ένα ιδεολόγημα που προήλθε ιστορικά από τη σύμμειξη του ιουδαϊκού μεσσιανισμού και της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας, με σκοπό την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του ιερατείου. Με κατηγορηματικό τρόπο ο Παμπλέκης τονίζει ότι δεν είναι άθεος, αλλά αναζητά την αλήθεια την οποία επιμελώς απέκρυψε ο κλήρος. Απορρίπτει την εξ αποκαλύψεως αλήθεια και ανάγει τον ορθό λόγο σε κριτήριο για την επαλήθευση του δόγματος.
«Ιεροί, φυσικοί και θείοι νόμοι»
Τα σημεία που διαφοροποιούν το ανθρώπινο γένος από την άλογη φύση είναι οι «όντως ιεροί, φυσικοί και θείοι νόμοι», οι οποίοι χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, τους «ηθικούς και πολιτικούς», που ρυθμίζουν την πολιτεία και τους «σοφούς και επιστημονικούς» που διέπουν στην πνευματική εργασία. Η τήρηση των δύο νόμων επαφίεται μόνο σε δύο μερίδες ανθρώπων, δηλαδή στους πολιτικούς άρχοντες και τους πνευματικούς ταγούς. Είναι επομένως κατά τον Παμπλέκη περιττή η ύπαρξη του ιερατείου, του «τρίτου είδους», όπως το αποκαλεί χωρίς να το κατονομάζει άμεσα, αφού αυτό, καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας, διεκδίκησε την απόλυτη κοσμική εξουσία και κατέπνιξε κάθε προσπάθεια γενικής πνευματικής προόδου, προκειμένου να διασφαλίσει την αέναη και αδιατάρακτη ισχύ του.
Για τον Παμπλέκη, η αρετή είναι μια καθαρά πολιτική στάση, που οδηγεί στην κατασίγαση των παθών και την ευδαιμονία και την οποία ο πολίτης κατακτά με την παιδεία και όχι με το θρησκευτικό μυστικισμό. Ο αναχωρητισμός και ο μοναχισμός κρίνονται ως απαράδεκτα δείγματα αντικοινωνικής συμπεριφοράς, ενώ η αγαμία μοναχών και κληρικών αποτελεί κατάφωρη παραβίαση της ανθρώπινης φύσης. Οι άγιοι υπήρξαν ως επί το πλείστον απαίδευτοι και απετέλεσαν πρότυπο που εξυπηρέτησε τους πολιτικούς σκοπούς του ιερατείου προκειμένου να μείνει ο λαός αμαθής και να μην αμφισβητεί την εξουσία του. Εξαιτίας αυτής της αμάθειας, παρατηρήθηκαν σε όλες τις εποχές τα φαινόμενα διαφθοράς του κλήρου (φιλαργυρία, λαγνεία, δεσποτεία, απάτη, δεισιδαιμονία κ.τ.λ.).
Οργή για το «Περί Θεοκρατίας»
Το «Περί Θεοκρατίας» προκάλεσε την οργή της Ανατολικής Εκκλησίας και οδήγησε στο μετά θάνατον αφορισμό του Παμπλέκη από τον Πατριάρχη Νεόφυτο τον Ζ΄ στις 12 Νοεμβρίου 1793, με την έκδοση «Φρικτού Συνοδικού». Το κείμενο του αφορισμού, που κυκλοφόρησε σε έντυπη μορφή το 1800 με την επιμέλεια του Δ. Γοβδελά, αναθεμάτιζε τον ήδη θανόντα συγγραφέα του επίμαχου βιβλιαρίου, τους πιθανούς αναγνώστες του, καθώς και τον ιερέα που έψαλε τη νεκρώσιμη ακολουθία του Παμπλέκη. Το Συνοδικό έχει μια ιδιαίτερη αξία, καθώς αποτελεί το πρώτο επίσημο εκκλησιαστικό κείμενο μετά τη Γαλλική Επανάσταση, με το οποίο καταδικάζεται συλλήβδην η φιλοσοφία του διαφωτισμού ως μη συνάδουσα προς τη χριστιανική πίστη και την πολιτική ορθότητα.
Παρά την επίσημη καταδίκη του έργου του, ο Παμπλέκης είχε εκτιμηθεί από σημαντικές προσωπικότητες της εποχής του, όπως μαρτυρούν οι αναφορές στο πρόσωπό του, μεταξύ άλλων και από τον Πατριάρχη Καλλίνικο Γ΄ (1791) και το λόρδο Βύρωνα, ο οποίος τον κατατάσσει ανάμεσα στους λαμπρότερους και πιο αναγνωρίσιμους λογίους της εποχής. Αν και για χρόνια το όνομά του έμεινε στην αφάνεια, η νεότερη έρευνα τον έχει αναδείξει ως έναν από τους πιο σημαντικούς διαμορφωτές του νεοελληνικού στοχασμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΡΟΣΟΧΗ: Οι απόψεις των αναρτήσεων δεν ταυτίζονται υποχρεωτικά με τις δικές μας.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.