Ο Σωκράτης της πλατωνικής «Πολιτείας, 621. a.4 – b.1», στο 10ο βιβλίο, εκεί που οι ψυχές πάνε στο πεδίο Λήθης μας λέγει ότι: «Όταν πια έφτασε το βράδυ, κατασκήνωσαν όλοι τους κοντά στον Αμέλητα ποταμό, που το ύδωρ του δεν μπορούσε να το κρατήσει κανένα αγγείο. Κάθε ψυχή λοιπόν ήταν αναγκασμένη να πιεί μια ορισμένη ποσότητα από το ύδωρ αυτό, αλλά όσοι δεν μπορούσαν να κρατηθούν, εξ αιτίας της αφροσύνης τους, έπιναν περισσότερο από όσο έπρεπε. Ομοίως όποιος έπινε περισσότερο λησμονούσε τα πάντα – σκηνᾶσθαι οὖν σφᾶς ἤδη ἑσπέρας γιγνομένης παρὰ τὸν Ἀμέλητα ποταμόν, οὗ τὸ ὕδωρ ἀγγεῖον οὐδὲν στέγειν. μέτρον μὲν οὖν τι τοῦ ὕδατος πᾶσιν ἀναγκαῖον εἶναι πιεῖν, τοὺς δὲ φρονήσει μὴ σῳζομένους πλέον πίνειν τοῦ μέτρου· τὸν δὲ ἀεὶ πιόντα πάντων ἐπιλανθάνεσθαι».
Ας δούμε όμως τι είναι όλα αυτά…
Όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Εις τας Πολιτείας Πλάτωνος υπόμνημα, βιβλίο Β’ (συνέχεια, 2.184 -368), 347.21 – 350.26», ο μύθος λαμβάνει την έννοια της «ἑσπέρας» ως συγγενική προς την πλήρη πτώση της ψυχής. Πραγματικά, γύρω του υπάρχει πραγματικά σκοτάδι από τη ροπή προς την ύλη και στέρηση του θεϊκού φωτός. Όπως λέει λοιπόν και το ποίημα ότι, όταν ο Ήφαιστος γκρεμίστηκε από τον Όλυμπο γύριζε ολημερίς και «ἅμα ἠελίῳ καταδύντι» έπεσε στην Λήμνο, που είναι ο έσχατος βυθός της ύλης στον οποίο πραγματικά λιμνάζουν τα υλικά πάθη, έτσι και ο παρών μύθος, αποκαλύπτοντας τη ροή των ψυχών εκ των άνω από τη Λάχεση προς τον πυθμένα του Κόσμου, με την έννοια ότι από την πιο φωτεινή περιοχή καταλήγει στην αντίθετη της, λέει ότι μόλις έφτασε το βράδυ η ψυχή κατασκήνωσε, με την έννοια ότι σπεύδει προς το σώμα τούτο που είναι πραγματικά «σκήνος», όπου η ζωή περιβάλλεται από σκοτάδια. Ποιος λοιπόν είναι ο Αμέλητας ποταμός, που τα ύδατά του, λέει, δεν μπορεί να τα κρατήσει κανένα δοχείο ; Είναι ο «ἔνικμος ἀὴρ» (υγρός αήρ) που ρέει γύρω από την Γη, τον οποίο ο Πλάτων στον «Τίμαιο, 58.d» αποκάλεσε «ομίχλη» (αυτόν πραγματικά, καθώς είναι αήρ, δεν μπορεί να τον κρατήσει κανένα δοχείο, και μοιάζει με ποταμό σε αιώνια κίνηση λόγω της ασταμάτητης ροής του). Θα πούμε όμως ότι είναι και όλη η γύρω από τη Γη ρευστή και διαρκώς ρέουσα γένεση που δεν έχει κανένα τέλος. Και αυτό δηλώνει το ότι κανένα δοχείο δεν την συγκρατεί, με την έννοια ότι κανένα είδος δεν είναι ικανό να συγκρατήσει τη φοβερή εκροή της γένεσης του είδους αυτού. Διότι, όπως κάθε δοχείο μορφοποιεί και σχηματοποιεί το υγρό που περιέχει, έτσι κάνει και το είδος προκειμένου για όσα εισέρχονται στην περιοχή της γένεσης. Μάλιστα και ο Πλάτων στον «Τίμαιο, 43.a» συμφωνεί με τούτα, όταν λέει ότι οι ψυχές κλείνονται μέσα στο σώμα «σαν σε μεγάλο ποταμό», παρομοιάζοντας και αυτός με ποταμό τη διαρκή και ασταθή ροή των όντων που γεννιούνται εδώ.
Τι υπαινίσσεται όμως το ότι ο καθένας είναι υποχρεωμένος να πιεί μία συγκεκριμένη ποσότητα από το ύδωρ του Αμέλητα, ενώ εκείνος που δεν συγκρατείται από τη φρόνηση πίνει περισσότερο, και το ότι όλοι πίνουν, λίγο ή πολύ, ξεχνάνε όλα έχουν ζήσει πρωτύτερα ;
Παριστά ακριβώς το ότι η ψυχή, που βρίσκεται σε επαφή με τη γένεση και που αναζωπυρώνει ολοένα περισσότερο τις γεμάτες από το πάθος και φιλικές προς την γένεση ζωές, αποτυφλώνει τον εαυτό της και, στον βαθμό περισπασμό της από τα προσπίπτοντα τότε πάθη, απομακρύνεται από τη μνήμη των προηγούμενων. Διότι κάθε ενέργεια της ψυχής, αν μείνει αδρανής σε σχέση με τα αντικείμενα που της αντιστοιχούν (γνωστικά αν είναι γνωστικής τάξεως ή επιθυμητά αν είναι επιθυμητικής), απομακρύνεται εντελώς από αυτά και, αφού απομακρυνθεί, είναι αναπόφευκτο να εξαφανίσει και τις ψυχικές αποτυπώσεις της κίνησης που τις προσιδιάζει. Έτσι λοιπόν μας καταλαμβάνει λησμονιά άλλων τη μια και άλλων την άλλη πραγμάτων, όπου μπροστά μας παραμένουν εκείνα με τα οποία τυχαίνει να έχουμε μεγαλύτερη συνάφεια ενώ στη λήθη ξεπέφτουν αυτά που δεν διατηρούμε μπροστά μας εξαιτίας της έλλειψης άσκησης και της αδράνειας μας, δεδομένου ότι η άσκηση αναγκαστικά ανανεώνει μέσα μας συνεχώς τη μνήμη των όσων γνωρίζουμε. Και αν πάλι το «πνευματικό» όχημα των ψυχών, που γίνεται περισσότερο υγρό δια των «ἔνικμος ἀὴρ» (υγρός αήρ), προκαλούσε τη λήθη των αποτυπώσεων, δεν είναι διόλου παράδοξο η αναγκαία πόση να αποτελεί υποδήλωση της υποδοχής μέσα στο «πνεύμα» που συμβαίνει αναγκαστικά και δημιουργεί, κατά κάποιο τρόπο, ένα ολίσθημα των αποτυπώσεων που υπάρχουν σε αυτό, την οποία πόση είναι λογικό να επιτείνουν εκείνοι που δεν συγκρατούνται από τη φρόνηση λόγω της ταυτότητας των παθών τους με τα υλικά πράγματα, κάνοντας έτσι το «πνεύμα» βαρύτερο και προκαλώντας την επαφή με πολλά άλλα αίτια της λήθης που παρασύρουν τις ψυχές προς τα κάτω.
Αυτή είναι η φυσική ερμηνεία του ζητήματος. Αλλά και ο δαιμόνιος Αριστοτέλης αναφέρει αιτία για την οποία η ψυχή που έρχεται από τον εκεί ανώτερο Κόσμο προς τον εδώ, ξεχνάει τα θεάματα που έχει εκεί, ενώ, όταν απέρχεται από εδώ, θυμάται εκεί τα εδώ παθήματά της. Η άποψη αυτή πρέπει να γίνει δεκτή. Διότι και αυτός λέει ότι κατά τη μετάβαση από την υγεία στην αρρώστια μερικοί ξεχνάνε ακόμα και τα γράμματα που έχουν μάθει, ενώ στη μετάβαση από την νόσο στην υγεία κανείς ποτέ δεν παθαίνει κάτι τέτοιο. Γιατί τις ψυχές η άνευ σώματος ζωή, ως κατάσταση φυσική που είναι, μοιάζει με την υγεία, ενώ η εν σώματι, όντας κατάσταση παρά φύση, μοιάζει με την νόσο. Διότι οι ψυχές στον εκεί Κόσμο ζουν κατά φύση, ενώ στον εδώ παρά φύση. Είναι εύλογο επομένως οι ψυχές οι οποίες έρχονται από εκεί να ξεχνάνε τα εκεί πράγματα, ενώ οι ψυχές οι οποίες από εδώ πηγαίνουν προς τα εκεί να θυμούνται τα πράγματα του εδώ Κόσμου.[1]
Και τούτο όμως γίνεται σύμφωνα με την πρόνοια των θεών. Πραγματικά, ποια ψυχή που θα θυμόταν τα εκεί πράγματα θα ήθελε να φροντίζει για το σώμα και για τη γένεση, έχοντας δοκιμάσει τούτη την εντός του σώματος ζωή που είναι γεμάτη από κόπους και πόνους αφόρητους ;; Η Λήθη όμως της εκεί ζωής και της εκεί ευτυχίας μας ξεσηκώνει προς το να φροντίζουμε αυτά που είναι μπροστά στ μάτια μας, εξ ου και ανακαλύφθηκαν οι τέχνες που φαίνονται απαραίτητες για τη ζωή, όπως και οι επιστήμες γέμισαν όλο τον εδώ Κόσμο με νου και με θεούς, υπό την έννοια ότι και η γένεση των άλογη εκλογικεύουν και τον τόπο των κακών τον στολίζουν με την ποικιλομορφία των αγαθών. Μάλιστα και τον ποταμό τον ονόμασε Αμέλητα επειδή εξαιτίας της αμέλειας εμβάλει στις ψυχές τη μεγάλη αυτή λήθη, για την οποία παραμέλησαν τους εαυτούς τους και ενδύθηκαν το της γενέσεως σκότος. Έτσι, από όσες ψυχές έρχονται εδώ, αυτές που ο χαρακτήρας τους ταιριάζει περισσότερο με τους θεούς, δεδομένου ότι η λήθη τους είναι επιφανειακή, λόγω της διακοπής των ενεργειών, αναθυμούνται εύκολα τα εκεί πράγματα. Και αυτό που διακόπτει τις ενέργειες είναι από τη μια η φυσική κίνηση που συμβαίνει με την τροπή και από την άλλη η ασυμβίβαστη με τα εξωτερικά αισθητηριακά ερεθίσματα, όπως λέει ο Πλάτων στον «Τίμαιο, 43.b+». Και το αξιοθαύμαστο είναι ότι ανάμνηση υπάρχει περισσότερο των καθολικών παρά των επιμέρους πραγμάτων. Επί παραδείγματι, ότι πριν από τη γένεση ζούσαμε σε συγκεκριμένη ζωή σε συγκεκριμένο τόπο. Η αιτία έγκειται στο ότι η ανάμνηση των καθολικών πραγμάτων προϋποθέτει μόνο μια εμφορούμενη από λογική ψυχή με φυσική καταλληλότητα για την προβολή των Λόγων (λογικών αρχών) που περιέχει, ενώ η ανάμνηση των επιμέρους πραγμάτων μία συνδεδεμένη με την φαντασία ψυχή (αυτή πραγματικά, έχει τις αποτυπώσεις των αισθητών). Η τελευταία, σε άμεση επαφή καθώς είναι με το σώμα, κατακλύζεται από την υγρότητα του και γίνεται έτσι ευεπίφορη στη λήθη.
Συγγραφέας κειμένου : Κεφάλας Ευστάθιος
[1] Να θυμηθούμε εδώ τα λόγια του Σωκράτη στην «Απολογία Σωκράτους, 41.d.1» που λέγει στους δικαστές : “Αλλά τώρα πια είναι ώρα να φύγουμε, εγώ για να πεθάνω, κι εσείς για να ζήσετε. Ποιοί από εμάς πηγαίνουν σε καλύτερο πράγμα, είναι άγνωστο σε όλους πλην του θεού – ἀλλὰ γὰρ ἤδη ὥρα ἀπιέναι, ἐμοὶ μὲν ἀποθανουμένῳ, ὑμῖν δὲβιωσομένοις· ὁπότεροι δὲ ἡμῶν ἔρχονται ἐπὶ ἄμεινον πρᾶγμα, ἄδηλον παντὶ πλὴν ἢ τῷθεῷ“. Αλλά και τα λόγια που λέγει στους μαθητές όταν είχε ήδη αρχίσει να παγώνει το σώμα του λόγω του κώνειου : «Χρωστάμε Κρίτωνα, έναν αλέκτορα στον Ασκληπιό. Να τον δώσετε, μην το αμελήσετε – Ω Κρίτων, τῷ Ἀσκληπιῷ ὀφείλομεν ἀλεκτρυόνα• ἀλλὰἀπόδοτε καὶ μὴ ἀμελήσητε». Ήθελε να πει ο μεγάλος σοφός ότι ολάκερη η ζωή του ήταν μια νόσος και τώρα που έφευγε, εκείνο που έφευγε στην ουσία δεν ήτο η ζωή αλλά η νόσος. Και φυσικά σε ποιον άλλο χρωστούσε χάρη παρά στον γιατρό που τον γιάτρεψε. Στον Ασκληπιό, τον θεό της υγείας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΡΟΣΟΧΗ: Οι απόψεις των αναρτήσεων δεν ταυτίζονται υποχρεωτικά με τις δικές μας.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.