Η Πελοπόννησος έχει χαρακτηριστεί από πολλούς ως Άγιον Όρος εξαιτίας των πολλών μοναστηριών και των αρχαίων εκκλησιών που διαθέτει. Στις επόμενες σελίδες επιλέξαμε να σας παρουσιάσουμε τις σπουδαιότερες μονές της Πελοποννήσου με γνώμονα θρησκευτικό, ιστορικό αλλά και γεωγραφικό. Ξεκινήσαμε την περιήγησή μας από το Μέγαλο Σπήλαιο (στο νομό Αχαΐας), το παλαιότερο μοναστήρι της Ελλάδος, και συνεχίσαμε με το ιστορικό μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, εκεί όπου υψώθηκε το Λάβαρο της επανάστασης από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό σύμφωνα με την παράδοση. Επόμενος σταθμός μας η Παλαιά Μονή Φιλοσόφου, το αρχαιότερο και ιστορικότερο μοναστήρι της Αρκαδίας και από τα παλαιότερα βυζαντινά μνημεία της Ελλάδας. Τέλος, περιπλανηθήκαμε στην καστροπολιτεία του Μυστρά, δηλαδή τη μεγαλύτερη σωζόμενη βυζαντινή πολιτεία στον ελλαδικό χώρο.
Στο χάρτη παρατίθενται οι κυριότερες μονές ανά νομό.
Ένα από τα πιο εντυπωσιακά προσκυνήματα της ορθοδοξίας στην Πελοπόννησο είναι η Ιερά Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου. Προκαλεί δέος καθώς βρίσκεται στη σκιά απόκρημνου βράχου σε υψόμετρο 940 μ.
Πήρε το όνομά της από το σπήλαιο όπου βρέθηκε η εικόνα της Παναγίας στο βραχώδες συγκρότημα του Χελμού, επάνω στο οποίο είναι χτισμένη η οκταώροφη μονή καθηλώνοντας ακόμα και τον πιο αδιάφορο επισκέπτη. Το καθολικό της μονής, σκαμμένο στο βράχο, βρίσκεται στον τρίτο όροφο. Είναι ναός σταυροειδής μετά τρούλου και ακολουθεί το αρχιτεκτονικό σύστημα του 11ου αιώνα. Οι τοιχογραφίες που κοσμούν το εσωτερικό του χρονολογούνται από το 1653 και φιλοτεχνήθηκαν από τον ιερέα Μανουήλ Ανδρόνο. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το ξυλόγλυπτο τέμπλο που φτιάχτηκε το 18ο αιώνα από έναν Χιώτη ξυλογλύπτη καθώς και τα μαρμαροθετήματα στο δάπεδο. Αριστερά του Καθολικού υπάρχει πέρασμα που οδηγεί σε άλλο επίπεδο όπου είναι κτισμένο το παρεκκλήσι της Οσίας Ευφροσύνης. Κοντά σε αυτό είναι κτισμένοι τρεις συνεχόμενοι ναΐσκοι: της Αγίας Αικατερίνης, του Οσίου Λουκά του Στειριώτου και των Αγίων Ταξιαρχών. Πάνω από το μοναστήρι στην κορυφή του βράχου, όπου είχαν κτιστεί δύο πύργοι για την άμυνά του, υπάρχουν τα παρεκκλήσια της Ανάληψης και του Απ. Λουκά.
Η μονή του Μεγάλου Σπηλαίου σήμερα έχει πάνω από 80 κελιά χωρισμένα σε ορόφους.
Η ιστορία της μονής
Κατά το Κτητορικό της μονής, η ιστορία και η ζωή του Μεγάλου Σπηλαίου ξεκινούν με την ανεύρεση της εικόνας της Παναγίας. Δύο αδέρφια από τη Θεσσαλονίκη, ο Συμεών και Θεόδωρος, διακρινόμενοι για τη μόρφωσή τους και την ευσέβειά τους, αφού ασκήθηκαν στα όρη Όλυμπος, Όσσα και Πήλιο, πήγαν στο Άγιο Όρος και από εκεί στους Άγιους Τόπους. Στα Ιεροσόλυμα χειροτονήθηκαν ιερείς από τον επίσκοπο Μάξιμο. Εκεί, ο καθένας χωριστά, είδαν το ίδιο όραμα, που τους προέτρεπε να πάνε στην Αχαΐα προκειμένου να βρουν την ανάγλυφη εικόνα της Παναγίας την οποία είχε φιλοτεχνήσει –σύμφωνα με την παράδοση- ο ευαγγελιστής Λουκάς. Ύστερα από πολλές περιπλανήσεις συνάντησαν στην περιοχή της Ζαχλωρούς τη βοσκοπούλα Ευφροσύνη το 362 μ.Χ., που τους οδήγησε στην αναζητούμενη εικόνα μέσα στο σπήλαιο. Εκεί οι δύο κτήτορες, με τη συνδρομή των πιστών, κατασκεύασαν τον πρώτο μικρό ναό και μερικά κελιά. Σιγά σιγά η μονή γνώρισε ακμή ενώ την ίδια εποχή άνθησε και ο μοναχισμός. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, επειδή ήταν κέντρο αντίστασης κατά των κατακτητών, δέχτηκε πολλές επιθέσεις αλλά ποτέ δεν κατακτήθηκε. Μόνο κατά τη γερμανική κατοχή -Δεκέμβριος 1943- η μονή λεηλατήθηκε, οι μοναχοί πλήρωσαν τη θηριωδία των ναζί και τα κελιά που είχαν σωθεί από την πυρκαγιά του 1934 πυρπολήθηκαν.
Θησαυροί – ιερά κειμήλια
Η εικόνα της Παναγίας της Μεγαλοσπηλιώτισσας προσελκύει κάθε χρόνο πλήθος προσκυνητών. Είναι έργο του Απόστολου Λουκά, ανάγλυφη, πάχους τριών πόντων, πλασμένη από κερί, μαστίχα και άλλες ύλες. Η εικόνα έπαθε σοβαρές βλάβες από τις πολλές πυρκαγιές. Σ’ αυτήν απεικονίζεται η Παναγία καθισμένη, με το κεφάλι να γέρνει ελαφρά προς τα δεξιά. Με το χέρι της κρατά τον Χριστό που είναι καθισμένος στα γόνατά της. Δύο φωτοστέφανα περιβάλλουν το κεφάλι της.
Στο μουσείο της μονής ο επισκέπτης μπορεί να δει πολλά ιερά και εθνικά κειμήλια: εθνικές στολές, σιγίλια, χειρόγραφα με εξαιρετικές μικρογραφίες, πολύτιμους χρυσούς σταυρούς με Τίμιο Ξύλο, άμφια, χαλκογραφίες, προσωπογραφίες. Σε ειδικό παρεκκλήσι υπάρχουν πολλές εικόνες, λειψανοθήκες με οστά πολλών Αγίων και τις κάρες των ιδρυτών της Μονής.
Πρόσβαση
Η πρόσβαση είναι εύκολη. Ο επισκέπτης ακολουθεί την εθνική οδό Αθηνών-Πατρών, στρίβει στον κόμβο της Πούντας και ακολουθεί το δρόμο προς Καλάβρυτα. Έπειτα από 26 χλμ. φτάνει στην Ιερά Μονή. Επίσης, από το Διακοφτό με τον οδοντωτό σιδηρόδρομο φτάνει στα Καλάβρυτα. Από εκεί χρειάζονται 15΄ με αυτοκίνητο για να φτάσει στη μονή.
Η Αγία Λαύρα του μεγάλου ξεσηκωμού
Το ιστορικό μοναστήρι της Αγίας Λαύρας βρίσκεται 5 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της πόλης των Καλαβρύτων. Σύμφωνα με την παράδοση και τα στοιχεία που υπάρχουν, ιδρύθηκε από τον ασκητή Ευγένιο προερχόμενο από το Άγιο Όρος. Άρχισε να οικοδομείται το 961 στη θέση Παλαιομονάστηρο (δυτικά της σημερινής μονής). Η μονή τα επόμενα χρόνια γνώρισε μεγάλη άνθηση, τόσο σε οικονομική υποδομή όσο και από έμψυχο δυναμικό.
Το 1585 πυρπολήθηκε από τους Τούρκους και καταστράφηκε ολοσχερώς. Το 1600 οικοδομείται και πάλι. Στις 19 Μαρτίου 1689 αρχίζει η ανέγερση του νέου κτιρίου. Πρόκειται για λιθόκτιστο τρίκογχο κτίσμα αγιορείτικου τύπου, βυζαντινού ρυθμού. Από τότε η Μονή της Αγίας Λαύρας έως το 1943 υπέστη πολλές πυρκαγιές και λεηλασίες. Στις 14 Μαΐου του 1826 ο Ιμπραήμ διέταξε την πυρπόλησή της. Το 1828 άρχισε πάλι η οικοδόμηση της μονής μέχρι το 1844 που καταστράφηκε από ισχυρό σεισμό. Το 1850 αρχίζει νέα προσπάθεια. Το καθολικό της έγινε με ρυθμό βασιλικής με τρούλο και γύρω γύρω πολλά κελιά.
Το 1821 αποτέλεσε κατά την παράδοση κέντρο της Εθνεγερσίας κατά των Τούρκων με την ύψωση του Λαβάρου και την ορκωμοσία των αγωνιστών από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό. Νέες διώξεις, εκτελέσεις και λεηλασίες γνώρισε το μοναστήρι το Δεκέμβριο του 1943. Η μονή, με προσφορές πιστών, και την ενίσχυση του κράτους ανοικοδομήθηκε εξολοκλήρου το 1950.
Κειμήλια
Ο πολυτιμότερος θησαυρός της μονής είναι το Λάβαρο της ορκωμοσίας των αγωνιστών του 1821. Ο Επιτάφιος του 1754 κεντημένος στη Σμύρνη, η εικόνα του Αγίου Γεωργίου κεντημένη στην Κωνσταντινούπολη από την Κωκώνα του Ρολογά, Ευαγγέλιο δωρισμένο από την αυτοκράτειρα της Ρωσίας Αικατερίνη Β’ τη Μεγάλη, τα χρυσοκέντητα άμφια του Παλαιών Πατρών Γερμανού, εγκόλπια, ξυλόγλυπτοι σταυροί κ.ά. Επίσης ξεχωρίζουν οι κάρες του Αγίου Αλεξίου, του Αγίου Φιλάρετου του Ελεήμονος, του Αγίου Παντελεήμονος, της Αγίας Παρασκευής και των Αγίων Αναργύρων. Πολύ σημαντικός θησαυρός της μονής είναι τα 3.000 έντυπα της βιβλιοθήκης της. Το παλαιότερο χρονολογείται από το 1502.
Η ιστορική Μονή Φιλοσόφου
Είναι χτισμένη στην κόψη του γκρεμού πάνω από το φαράγγι του Λουσίου, νότια της Δημητσάνας. Είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου.
Η παλιά Μονή είναι η πιο ιστορική και η πιο παλιά της Αρκαδίας. Σύμφωνα με την παράδοση, ιδρύθηκε το 963 από τον Ιωάννη Λαμπαρδόπουλο. Βρίσκεται στο κοίλωμα ενός απότομου και ψηλού βράχου. Σήμερα σώζεται το Καθολικό, πραγματικό αριστούργημα αρχιτεκτονικής. Από τις τοιχογραφίες σώζονται μόνο σπαράγματα. Στον εξωτερικό χώρο έχουν απομείνει ερείπια κελιών, το εξωτερικό προστατευτικό τείχος και ερείπια δύο μικρών πύργων πάνω από τη μονή, στο βράχο. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ήταν Κρυφό Σχολειό. Ιδιαίτερη άνθηση γνώρισε το 17ο αιώνα οπότε χτίστηκε και η νέα μονή χωρίς να εγκαταλειφθεί η παλιά, σε απόσταση 400 μέτρων. Το καθολικό της χτίστηκε το 1661 με πρωτοβουλία των πατέρων της παλιάς μονής και πρωτομάστορα τον Γιώργο Αρβανίτη. Είναι ένα τετράγωνο οικοδόμημα με οκτάπλευρο τρούλο. Στο εσωτερικό της υπάρχουν πολλές τοιχογραφίες. Το τέμπλο είναι ξυλόγλυπτο και φέρει εικόνες κρητικής τεχνοτροπίας που αποδίδονται στο ζωγράφο Βίκτωρα (1663). Ο ναός αγιογραφήθηκε με δαπάνη του «Μαυραηδή-πασά Φαρμάκη» από τη Στεμνίτσα, απεικόνιση του οποίου υπάρχει στη δυτική πλευρά του ναού. Μεταξύ των τοιχογραφιών ξεχωρίζουν οι μορφές των Αγίων Πέτρου και Παύλου. Το εξωτερικό του ναού κοσμούν οδοντωτές ταινίες, εντοιχισμένα ανάγλυφα και πήλινα πιάτα από τη Μικρά Ασία. Στο προαύλιο, σε διάφορα επίπεδα, βρίσκονται τα κελιά και το οστεοφυλάκιο.
Από το 17ο αιώνα λειτουργούσε στη νέα μονή η «Σχολή της Δημητσάνας», σχολή Γορτύνιων κληρικών από τις πλέον σημαντικές ιερατικές σχολές στην Τουρκοκρατία.
Η νέα μονή συνδέεται με την παλιά με συντηρημένο μονοπάτι που καταλήγει στη συνέχεια στη Μονή Τιμίου Προδρόμου. Οδική πρόσβαση υπάρχει από το χωριό Μάρκος κοντά στη Ζάτουνα, από τη Δημητσάνα μέσω Παλαιοχωρίου και από το Ελληνικό.
Η βυζαντινή καστροπολιτεία του Μυστρά
Στις βόρειες πλευρές του Ταϋγέτου, σε απόσταση έξι χιλιόμετρων από τη Σπάρτη, βρίσκεται σήμερα ερειπωμένη η βυζαντινή πολιτεία του Μυστρά. Στα μέσα του 13ου αιώνα οι Φράγκοι έχουν κατακτήσει την Πελοπόννησο. Ο Βιλλεαρδουίνος ο Β’ το 1249 χτίζει το κάστρο στην ανατολική πλευρά του Ταϋγέτου που ονομαζόταν Μυζηθράς. Το 1259 ο Βιλλεαρδουίνος αιχμαλωτίζεται από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο και εξαγοράζει την ελευθερία του προσφέροντας τα κάστρα του Μυστρά, του Γερακίου, της Μονεμβασιάς και της Μάνης. Το 1262 ο Μυστράς γίνεται έδρα με τίτλο Κεφαλή και με θητεία, για τον εκάστοτε στρατηγό, ενός έτους. Σημαντικός σταθμός στην εξέλιξη του Μυστρά είναι το 1308 όποτε καταργείται ο τίτλος του στρατηγού. Στα μέσα του 14ου αιώνα ο διοικητής γίνεται ισόβιος και λαμβάνει τον τίτλο του Δεσπότη. Έτσι δημιουργείται το «Δεσποτάτο του Μορέως» το οποίο μέχρι το 1460 θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο. Με τον Δεσπότη Θεόδωρο Α΄ Παλαιολόγο η εξουσία πέρασε στους Παλαιολόγους των οποίων ο ρόλος ήταν ξεχωριστός στον Μυστρά σε πολιτιστικά ζητήματα. Η μικρή πολιτεία συγκεντρώνει την παιδεία και την πνευματική ζωή, γίνεται πόλος έλξης καλλιτεχνών, επιστημόνων και φιλοσόφων. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας τα πράγματα αλλάζουν για τον Μυστρά, κατά καιρούς γίνεται έδρα του πασά. Στο 1770 απελευθερώνεται για λίγους μήνες για να δεχθεί άγρια επίθεση Αλβανών. Η νέα εποχή για τον Μυστρά αρχίζει το 19 αιώνα. Χτίζονται σε βυζαντινό ρυθμό το κάστρο, τα τείχη, τα παλάτια, τα αρχοντικά, οι δρόμοι και οι ναοί.
Σήμερα οι εκκλησίες που βρίσκονται στον αρχαιολογικό χώρο είναι: βυζαντινός ναός Αγίας Σοφίας, βυζαντινός ναός Θεοτόκου της Περιβλέπτου, Αγίων Θεοδώρων, βυζαντινός ναός Παναγιάς Οδηγήτρας, βυζαντινός ναός Ευαγγελίστριας, μητροπολιτικός ναός Αγίου Δημητρίου, μονή και εκκλησία Παναγιάς Παντάνασσας.
Το μουσείο με τα σημαντικά βυζαντινά εκθέματα έχει οργανωθεί και λειτουργεί βόρεια του μητροπολιτικού ναού του Αγίου Δημητρίου. Στη συλλογή περιλαμβάνονται γλυπτά, χειρόγραφα, είδη ένδυσης και υπόδησης καθώς και τα σημαντικότερα, λόγω σπανιότητας, κομμάτια μεταξωτού ενδύματος
Για να φτάσετε στο Μυστρά ακολουθήστε τη διαδρομή Αθήνα – Σπάρτη που είναι 225 χλμ. Μόλις μπείτε στη Σπάρτη υπάρχει πινακίδα προς Μυστρά (6 χλμ.) μέχρι την είσοδο του αρχαιολογικού χώρου.
Το Μέγα Σπήλαιο κατά το 19ο αιώνα
Ο Γάλλος περιηγητής François-Charles-Hughes-Laurent Pouqueville φτάνει για πρώτη φορά στο Μωριά το 1799-1800. Αιχμαλωτίζεται από τους Τούρκους στην Πύλο -ύστερα από αρκετούς μήνες παραμονής στην Τριπολιτσά- και μένει φυλακισμένος έως το 1802 στις φυλακές του Επταπυργίου. Εκείνη την περίοδο γράφει το πρώτο του χρονικό. Έπειτα από τέσσερα χρόνια επιστρέφει στην Ελλάδα με διπλωματική αποστολή όπου και παρέμεινε για περίπου δέκα χρόνια (1806-1816) ταξιδεύοντας σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Εκεί έγραψε το νέο οδοιπορικό, Voyage dans la Grece, που κυκλοφόρησε το 1820-1821 σε πέντε μεγάλους τόμους.
Για το ταξίδι του Pouqueville στο Μεγάλο Σπήλαιο ο Κυριάκος Σιμόπουλος γράφει στο βιβλίο του «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα 1810-1821», τόμος Γ2 (σελ. 392), εκδόσεις Στάχυ:
«Θα επισκεφτεί και το Μέγα Σπήλαιο. Στα υπόγεια του Μοναστηριού θαύμασε τα δύο μεγάλα κρασοβάρελα: “Δεν είδα πουθενά στην Ελλάδα τέτοια βαρέλια. Το περιεχόμενο του παλιότερου βαρελιού, της Αγγελικής, όπως το έλεγαν, ήταν 800 βενετικές βαρέλες, του δευτέρου, του Σταμάτη, πάνω από χίλιες. Και τα δύο κατασκευάστηκαν μέσα στο άντρο τους”. Οι καλόγεροι πληροφόρησαν τον περιηγητή πως οι δύο αυτοί “κολοσσιαίοι αμφορείς” γέμιζαν από τα κοντινά αμπέλια του μοναστηριού.
Έξω από το μοναστήρι υπήρχε ξενώνας που υποδεχόταν τους Τούρκους και τους Εβραίους. Τους πασάδες βέβαια και τους Τούρκους διοικητές τούς δέχονταν αναγκαστικά μέσα στο μοναστήρι. Στον ξενώνα εγκαθιστούσαν και τους προσκυνητές που έφταναν στο μοναστήρι μετά το ηλιοβασίλεμα. Μια καμπάνα που αντηχούσε στη γύρω περιοχή ειδοποιούσε μόλις έπεφτε ο ήλιος πως η πύλη έκλεισε.
Ζήτησε να επισκεφτεί τη βιβλιοθήκη. “Βρισκόταν στα κατάβαθα του υπογείου”, γράφει ο Pouqueville, «και θα μπορούσε να ονομασθή βιβλιόταφος. Αταξία απερίγραπτη. Βυζαντινοί συγγραφείς, πατέρες της εκκλησίας, αρχαίοι φιλόσοφοι, όλοι ανακατεμένοι. Και όταν ανασήκωνα έναν τόμο, με έτρωγε η σκόνη. Κατορθώσαμε τέλος να ξεχωρίσουμε ένα θαυμάσιο χειρόγραφο των Ευαγγελιστών σε περγαμηνή”».
Το 1801 φτάνει στην Ελλάδα ο Άγγλος αρχαιολόγος-περιηγητής William Gell. Στο χρονικό «Itinerary of the Morea being a description of the routes of that peninsula, London 1817» αναφέρεται στο Μεγάλο Σπήλαιο.
Για το ταξίδι του William Gell στο μοναστήρι ο Κυριάκος Σιμόπουλος γράφει στο βιβλίο του «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα 1800-1810», τόμος Γ1 (σελ. 126), εκδόσεις Στάχυ:
«Το πολυώροφο μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου με 400 καλόγερους φημιζόταν για το κρασί του. Ο ηγούμενος δεν επέτρεψε στους ξένους να δουν τη βιβλιοθήκη. Το πρώτο πάτωμα αποτελούσε μια μεγαλοπρεπή αποθήκη γεμάτη με πελώρια βαρέλια».
ΠΗΓΗ: paraskevi13.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΡΟΣΟΧΗ: Οι απόψεις των αναρτήσεων δεν ταυτίζονται υποχρεωτικά με τις δικές μας.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.