Από τον Οδυσσέα μέχρι το Δράκουλα, η συνάντηση με τους νεκρούς είναι ένα θέμα που συναρπάζει και προκαλεί φόβο.
Οι πλάκες των μνημείων σπάζουν, η γη ανοίγει και οι νεκροί βγαίνουν από τους τάφους τους σε κατάσταση ημιαποσύνθεσης, σκορπίζοντας τον τρόμο στους ζωντανούς. Αυτή είναι μια τυπική σκηνή σε κάποια από τις δεκάδες ταινίες που είναι αφιερωμένες στους «ζωντανούς νεκρούς», τα ζόμπι.
Αλλά οι σκηνοθέτες των πιο φρικιαστικών ταινιών τρόμου είναι απλώς οι συνεχιστές μιας μακράς παράδοσης, που εξαπλώθηκε στη δυτική λογοτεχνία έχοντας ρίζες στην αρχαιότητα.
Νεκρομαντείες
Αρχικά οι ζωντανοί επισκέπτονταν τους νεκρούς και όχι
οι νεκροί τους ζωντανούς. Το ταξίδι στον άλλο κόσμο είναι ένας λογοτεχνικός «κοινός τόπος», από τους πιο αρχαίους της ανθρωπότητας. Τον συναντάμε σε δεκάδες μύθους, παραμύθια και λαϊκούς θρύλους. Στη δυτική λογοτεχνία η πιο αρχαία μαρτυρία βρίσκεται στην Οδύσσεια του Ομήρου. Ακολουθώντας τις οδηγίες της μάγισσας Κίρκης, ο Οδυσσέας κατεβαίνει στον Άδη, το καταχθόνιο βασίλειο των νεκρών, όπου συναντά τον μάντη Τειρεσία, ο οποίος του προλέγει το μέλλον. Πρόκειται για ένα συμβολικό ταξίδι, όπου οι νεκροί βρίσκονται καλά κλεισμένοι στον κόσμο τους. Ο Οδυσσέας δεν πηγαίνει σωματικά στο υπερπέραν, αλλά επικαλείται τους νεκρούς σε μια περίπλοκη τελετουργία νεκρομαντείας. Η νεκρομαντεία είναι η τέχνη των ερωτήσεων προς τους νεκρούς για να προβλέψουν το μέλλον. Αυτή την τέχνη ασκούσαν οι Βαβυλώνιοι, οι Αιγύπτιοι, οι Εβραίοι –στα κρυφά, γιατί το απαγορεύει η Βίβλος–, οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι.
Στον άλλο κόσμο
Για τους αρχαίους η κάθοδος στον Άδη είναι η ανάμνηση αρχέγονων τελετουργιών. Προτού μετατραπεί σε επαναλαμβανόμενο λογοτεχνικό μοτίβο, το ταξίδι στο υπερπέραν ήταν μια μυθολογική διήγηση που συνόδευε διάφορες τελετουργίες μύησης. Η κάθοδος στον Άδη αποτυπώνει με συμβολικό τρόπο τη διαδικασία ολοκλήρωσης του ατόμου, η οποία ακόμα και σήμερα σε πολλούς λαούς προβλέπει μια περίοδο παραμονής σ’ έναν «άλλο» κόσμο: ένα δάσος, μια σπηλιά, ένα νησί. Σ’ αυτό τον άγριο τόπο ο νέος μαθαίνει τις τεχνικές του κυνηγιού και του πολέμου ή παίρνει γνώσεις για τη μουσική και τη μαντεία, που θα τον κάνουν έναν πραγματικό ενήλικα. Ο Άδης των αρχαίων Ελλήνων ήταν ο κατ’ εξοχήν «άλλος κόσμος»: το σκοτάδι αντί του φωτός, ο θάνατος αντί της ζωής, η στειρότητα αντί της γονιμότητας. Γι’ αυτό γίνεται το ιδανικό σκηνικό του μύθου της Περσεφόνης, της κόρης που ζει για έξι μήνες στον Άδη και για έξι μήνες επιστρέφει στους ζωντανούς κοντά στη μητέρα της, τη Δήμητρα, θεά της γονιμότητας.
Ζωντανοί στους τάφους
Για χιλιετίες οι άνθρωποι πίστευαν ότι οι νεκροί εξακολουθούν να ζουν μέσα στους τάφους τους. Από πότε όμως οι νεκροί άρχισαν να κυκλοφορούν ανάμεσα στους ζωντανούς; Ένας από τους πιο αρχαίους μύθους αυτού του είδους είναι η ιστορία του μικρού Γλαύκου. Ο Γλαύκος, γιος του βασιλιά της Κρήτης Μίνωα, παίζοντας στις αποθήκες του παλατιού έπεσε σ’ ένα πιθάρι γεμάτο μέλι και πνίγηκε. Ο Πολύιδος, μάντης και δάσκαλος του Γλαύκου, είδε μια κουκουβάγια (γλαύκα) να διώχνει τις μέλισσες από το πιθάρι. Βρήκε το σώμα του παιδιού και αφού κλείστηκε μαζί με το πτώμα σε μια σπηλιά, με τη βοήθεια ενός μαγικού βοτάνου επανέφερε τον Γλαύκο στη ζωή.
Τιμωρία
Μεγάλο μέρος της γοητείας αυτών των πένθιμων ιστοριών προέρχεται από το γεγονός ότι ο θάνατος είναι ένα θέμα ταμπού. Αυτό αποδεικνύει ο μύθος του Ορφέα και της Ευρυδίκης. Ο Ορφέας κατεβαίνει στον Άδη για να ξαναφέρει στη ζωή τη γυναίκα του, ύστερα από μια συμφωνία που έκανε με το θεό του Άδη, με τον όρο να μην γυρίσει το κεφάλι του να την κοιτάξει. Αυτός όμως παραβιάζει τη συμφωνία και γυρίζει το κεφάλι του, έτσι η γυναίκα του παραμένει για πάντα στον Άδη. Ο Ορφέας αποτυγχάνει, διότι για τους αρχαίους δεν ήταν σωστό να ξαναφέρνουν στη ζωή τους νεκρούς. Ο άνθρωπος έπρεπε να μάθει να δέχεται το θάνατο. Άλλωστε, σύμφωνα με την Αγία Γραφή οι νεκροί πρέπει να μείνουν στη θέση τους μέχρι την ημέρα της Κρίσης, όταν οι νεκροί θα αναστηθούν. Με μόνο δύο εξαιρέσεις που αναφέρουν τα Ευαγγέλια: τον Λάζαρο και τον Ιησού.
Σύμφωνα με τον πατέρα της ψυχανάλυσης Σίγκμουντ Φρόιντ, το ταμπού του θανάτου έχει τις ρίζες του στα αισθήματα ενοχής που μας κατέχουν. Φοβόμαστε δηλαδή ότι αν επιστρέψει ο νεκρός κοντά μας, θα μας τιμωρήσει για τα πιθανά κακά αισθήματα που νιώθουμε απέναντί του. Γιατί πάντα νιώθουμε θυμό όταν κάποιος μας εγκαταλείπει...
Μακάβριο δείπνο
Οι ζωντανοί νεκροί των αρχαίων χρόνων αντικαταστάθηκαν στη σημερινή εποχή από τα φαντάσματα. Το θέμα με τον νεκρό, κατά προτίμηση δολοφονημένο, που δεν μπορεί να βρει ανάπαυση και επιστρέφει για να τρομοκρατήσει τους ζωντανούς έγινε κλασικό μετά το 1606. Εκείνη τη χρονιά ανέβηκε για πρώτη φορά στη σκηνή η τραγωδία Μάκβεθ του Άγγλου δραματουργού Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Σ’ ένα σημείο του δράματος, το ματωμένο πτώμα του Μπάνκο εμφανίζεται στο μέσον ενός συμποσίου με τη μορφή φαντάσματος. Η αποστολή του είναι να προαναγγείλει συμφορά και να καταγγείλει δημόσια τον Μάκβεθ για το έγκλημα που διέπραξε μαζί με τη λαίδη Μάκβεθ: τη δολοφονία του καλού βασιλιά Ντάνκαν και του ίδιου του Μπάνκο, που ήταν εμπόδια στο δρόμο προς το θρόνο.
Ποτέ το... Σάββατο
Σύμφωνα όμως με πολλούς μελετητές ο πρόγονος των σύγχρονων ζωντανών νεκρών είναι το Γκόλεμ. Αυτό το θρυλικό τέρας της εβραϊκής παράδοσης διαδόθηκε στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία κατά το 18ο αιώνα. Ο θρύλος γεννήθηκε στην Πράγα γύρω στο 1580, όταν οι Εβραίοι της πόλης κατηγορήθηκαν ότι δολοφόνησαν για τελετουργικούς σκοπούς έναν μικρό χριστιανό. Σύμφωνα με την παράδοση, για να αθωωθούν οι ομόθρησκοί του, ο ραβίνος Γιεχούντα Λεβ έπλασε ένα άγαλμα από άργιλο και το ζωντάνεψε με μυστηριώδη καβαλιστικά ξόρκια. Το Γκόλεμ μπορούσε να επικοινωνήσει με τους νεκρούς και ανακάλυψε τους πραγματικούς παιδοκτόνους. Ο ραβίνος όμως είχε ξεχάσει να «απενεργοποιήσει» τα μαγικά ξόρκια την ημέρα της αργίας (το Σάββατο). Έτσι το Γκόλεμ ξέφυγε από τον έλεγχο του δημιουργού του σπέρνοντας τον τρόμο. Δίδαγμα: όποιος διαταράσσει την ισορροπία μεταξύ ζωής και θανάτου πληρώνει τις συνέπειες.
Ανασκολοπισμός
Από το Γκόλεμ θα φθάσουμε στο δημιούργημα του δόκτορα Φρανκενστάιν, του γιατρού που πρωταγωνιστεί στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Μαίρη Σέλεϊ (1817). Εδώ, χάρη στην τεχνολογία, που παίρνει τη θέση της μαγείας, ένα πτώμα μεταμορφώνεται σε ένα είδος ρομπότ. Το αποτέλεσμα; Η ύλη ζωντανεύει παραβιάζοντας τους αιώνιους νόμους της ζωής και του θανάτου.
Μεταξύ ζωής και θανάτου κινείται όμως και ο Δράκουλας, ο πρόγονος των ζόμπι, που δημιουργήθηκε το 1897 από τον Άγγλο μυθιστοριογράφο Μπραμ Στόουκερ. Ο Στόουκερ εμπνεύστηκε από την ιστορική φιγούρα του κόμη της Τρανσυλβανίας Βλαντ Τέπες Ντρακουλέα, ο οποίος όμως δεν ήταν βαμπίρ, αλλά περιοριζόταν στον ανασκολοπισμό των Τούρκων κατακτητών της περιοχής. Το πέρασμα των ιστοριών τρόμου στο σινεμά έγινε πολύ σύντομα. Η ανακάλυψη του τάφου του Τουταγχαμών το 1922 στην Αίγυπτο –με τους θρύλους σχετικά με την κατάρα των Φαραώ– ξανάφερε στη μόδα τις ζωντανές μούμιες, μόδα που κορυφώθηκε δέκα χρόνια αργότερα με την ταινία Η μούμια, όπου πρωταγωνιστούσε ο Μπόρις Καρλόφ. Από το θρύλο του Τουταγχαμών μέχρι τα πιο πρόσφατα ριμέικ της Μούμιας, το μήνυμα είναι πάντα το ίδιο: όποιος ξυπνά τους νεκρούς πεθαίνει.
Το 1922, ενώ στην Αίγυπτο αφυπνιζόταν ο Τουταγχαμών, ο Γερμανός σκηνοθέτης Μουρνάου γύριζε το Νοσφεράτου, το πρώτο βουβό ασπρόμαυρο φιλμ βαμπίρ. Από αυτό εμπνεύστηκε το 1968 ο Αμερικανός Τζορτζ Α. Ρομέρο για την ταινία Η νύχτα των ζωντανών νεκρών. Ήταν το πρώτο από τρία «b-movies» τρόμου που δημιούργησαν μόδα. Η κουλτούρα της μάζας, εξηγούν πολλοί μελετητές, πήρε σήμερα τη θέση των αρχαίων μυθολογικών διηγήσεων. Έτσι τα ζόμπι γίνονται το σημερινό σύμβολο του ταμπού των νεκρών. Και οι ζωντανοί νεκροί δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι σύγχρονοι κληρονόμοι του Γκόλεμ, του Φρανκεστάιν και του Δράκουλα.
Οι Έλληνες βρικόλακες
Στην ελληνική παράδοση τα φαντάσματα έχουν αρχαία καταγωγή: ο Αισχύλος παρουσιάζει το «είδωλον» της Κλυταιμνήστρας στις Ευμενίδες και του Δαρείου στους Πέρσες. Τα φαντάσματα είναι κυρίως οι ψυχές των θανατωμένων ή κολασμένων που συχνάζουν στους τόπους όπου έζησαν ή τάφηκαν. Αντίθετα οι βρικόλακες είναι ζωντανοί νεκροί που βγαίνουν από τους τάφους τους για να βλάψουν τους ζωντανούς, πολλές φορές κατά ολέθριο τρόπο. Χαρακτηριστικό στην νεοελληνική λογοτεχνία είναι το ποίημα Θανάσης Βάγιας (Ο Βρικόλακας) του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Ο Νικόλαος Πολίτης, πατέρας της λαογραφίας στην Ελλάδα, αναφέρει 45 παραδόσεις για βρικόλακες, με τις περισσότερες να προέρχονται από διάφορα νησιά. Βρικόλακες γίνονταν όσοι είχαν κάνει πολλές αμαρτίες στη ζωή τους. Η εμφάνισή τους είναι συνήθως αποκρουστική: παρουσιάζονται παραμορφωμένοι, μισολειωμένοι, αιμόφυρτοι. Την έκταση του τρόμου που προκαλούσε η ιδέα του βρικόλακα δίνουν οι περιγραφές ομαδικού πανικού σε ένα χωριό της Άνδρου, περιστατικό που αναφέρθηκε σε τοπική εφημερίδα στα τέλη του 19ου αιώνα.
Οι τρόποι απαλλαγής από τους βρικόλακες ήταν πολλοί: για παράδειγμα ο αγιασμός στον τάφο, ο ανασκολοπισμός ή το κάψιμο του πτώματος.
Από το kykeon
http://www.kalyterotera.gr/2013/01/blog-post_5395.html
Οι πλάκες των μνημείων σπάζουν, η γη ανοίγει και οι νεκροί βγαίνουν από τους τάφους τους σε κατάσταση ημιαποσύνθεσης, σκορπίζοντας τον τρόμο στους ζωντανούς. Αυτή είναι μια τυπική σκηνή σε κάποια από τις δεκάδες ταινίες που είναι αφιερωμένες στους «ζωντανούς νεκρούς», τα ζόμπι.
Αλλά οι σκηνοθέτες των πιο φρικιαστικών ταινιών τρόμου είναι απλώς οι συνεχιστές μιας μακράς παράδοσης, που εξαπλώθηκε στη δυτική λογοτεχνία έχοντας ρίζες στην αρχαιότητα.
Νεκρομαντείες
Αρχικά οι ζωντανοί επισκέπτονταν τους νεκρούς και όχι
οι νεκροί τους ζωντανούς. Το ταξίδι στον άλλο κόσμο είναι ένας λογοτεχνικός «κοινός τόπος», από τους πιο αρχαίους της ανθρωπότητας. Τον συναντάμε σε δεκάδες μύθους, παραμύθια και λαϊκούς θρύλους. Στη δυτική λογοτεχνία η πιο αρχαία μαρτυρία βρίσκεται στην Οδύσσεια του Ομήρου. Ακολουθώντας τις οδηγίες της μάγισσας Κίρκης, ο Οδυσσέας κατεβαίνει στον Άδη, το καταχθόνιο βασίλειο των νεκρών, όπου συναντά τον μάντη Τειρεσία, ο οποίος του προλέγει το μέλλον. Πρόκειται για ένα συμβολικό ταξίδι, όπου οι νεκροί βρίσκονται καλά κλεισμένοι στον κόσμο τους. Ο Οδυσσέας δεν πηγαίνει σωματικά στο υπερπέραν, αλλά επικαλείται τους νεκρούς σε μια περίπλοκη τελετουργία νεκρομαντείας. Η νεκρομαντεία είναι η τέχνη των ερωτήσεων προς τους νεκρούς για να προβλέψουν το μέλλον. Αυτή την τέχνη ασκούσαν οι Βαβυλώνιοι, οι Αιγύπτιοι, οι Εβραίοι –στα κρυφά, γιατί το απαγορεύει η Βίβλος–, οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι.
Στον άλλο κόσμο
Για τους αρχαίους η κάθοδος στον Άδη είναι η ανάμνηση αρχέγονων τελετουργιών. Προτού μετατραπεί σε επαναλαμβανόμενο λογοτεχνικό μοτίβο, το ταξίδι στο υπερπέραν ήταν μια μυθολογική διήγηση που συνόδευε διάφορες τελετουργίες μύησης. Η κάθοδος στον Άδη αποτυπώνει με συμβολικό τρόπο τη διαδικασία ολοκλήρωσης του ατόμου, η οποία ακόμα και σήμερα σε πολλούς λαούς προβλέπει μια περίοδο παραμονής σ’ έναν «άλλο» κόσμο: ένα δάσος, μια σπηλιά, ένα νησί. Σ’ αυτό τον άγριο τόπο ο νέος μαθαίνει τις τεχνικές του κυνηγιού και του πολέμου ή παίρνει γνώσεις για τη μουσική και τη μαντεία, που θα τον κάνουν έναν πραγματικό ενήλικα. Ο Άδης των αρχαίων Ελλήνων ήταν ο κατ’ εξοχήν «άλλος κόσμος»: το σκοτάδι αντί του φωτός, ο θάνατος αντί της ζωής, η στειρότητα αντί της γονιμότητας. Γι’ αυτό γίνεται το ιδανικό σκηνικό του μύθου της Περσεφόνης, της κόρης που ζει για έξι μήνες στον Άδη και για έξι μήνες επιστρέφει στους ζωντανούς κοντά στη μητέρα της, τη Δήμητρα, θεά της γονιμότητας.
Ζωντανοί στους τάφους
Για χιλιετίες οι άνθρωποι πίστευαν ότι οι νεκροί εξακολουθούν να ζουν μέσα στους τάφους τους. Από πότε όμως οι νεκροί άρχισαν να κυκλοφορούν ανάμεσα στους ζωντανούς; Ένας από τους πιο αρχαίους μύθους αυτού του είδους είναι η ιστορία του μικρού Γλαύκου. Ο Γλαύκος, γιος του βασιλιά της Κρήτης Μίνωα, παίζοντας στις αποθήκες του παλατιού έπεσε σ’ ένα πιθάρι γεμάτο μέλι και πνίγηκε. Ο Πολύιδος, μάντης και δάσκαλος του Γλαύκου, είδε μια κουκουβάγια (γλαύκα) να διώχνει τις μέλισσες από το πιθάρι. Βρήκε το σώμα του παιδιού και αφού κλείστηκε μαζί με το πτώμα σε μια σπηλιά, με τη βοήθεια ενός μαγικού βοτάνου επανέφερε τον Γλαύκο στη ζωή.
Τιμωρία
Μεγάλο μέρος της γοητείας αυτών των πένθιμων ιστοριών προέρχεται από το γεγονός ότι ο θάνατος είναι ένα θέμα ταμπού. Αυτό αποδεικνύει ο μύθος του Ορφέα και της Ευρυδίκης. Ο Ορφέας κατεβαίνει στον Άδη για να ξαναφέρει στη ζωή τη γυναίκα του, ύστερα από μια συμφωνία που έκανε με το θεό του Άδη, με τον όρο να μην γυρίσει το κεφάλι του να την κοιτάξει. Αυτός όμως παραβιάζει τη συμφωνία και γυρίζει το κεφάλι του, έτσι η γυναίκα του παραμένει για πάντα στον Άδη. Ο Ορφέας αποτυγχάνει, διότι για τους αρχαίους δεν ήταν σωστό να ξαναφέρνουν στη ζωή τους νεκρούς. Ο άνθρωπος έπρεπε να μάθει να δέχεται το θάνατο. Άλλωστε, σύμφωνα με την Αγία Γραφή οι νεκροί πρέπει να μείνουν στη θέση τους μέχρι την ημέρα της Κρίσης, όταν οι νεκροί θα αναστηθούν. Με μόνο δύο εξαιρέσεις που αναφέρουν τα Ευαγγέλια: τον Λάζαρο και τον Ιησού.
Σύμφωνα με τον πατέρα της ψυχανάλυσης Σίγκμουντ Φρόιντ, το ταμπού του θανάτου έχει τις ρίζες του στα αισθήματα ενοχής που μας κατέχουν. Φοβόμαστε δηλαδή ότι αν επιστρέψει ο νεκρός κοντά μας, θα μας τιμωρήσει για τα πιθανά κακά αισθήματα που νιώθουμε απέναντί του. Γιατί πάντα νιώθουμε θυμό όταν κάποιος μας εγκαταλείπει...
Μακάβριο δείπνο
Οι ζωντανοί νεκροί των αρχαίων χρόνων αντικαταστάθηκαν στη σημερινή εποχή από τα φαντάσματα. Το θέμα με τον νεκρό, κατά προτίμηση δολοφονημένο, που δεν μπορεί να βρει ανάπαυση και επιστρέφει για να τρομοκρατήσει τους ζωντανούς έγινε κλασικό μετά το 1606. Εκείνη τη χρονιά ανέβηκε για πρώτη φορά στη σκηνή η τραγωδία Μάκβεθ του Άγγλου δραματουργού Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Σ’ ένα σημείο του δράματος, το ματωμένο πτώμα του Μπάνκο εμφανίζεται στο μέσον ενός συμποσίου με τη μορφή φαντάσματος. Η αποστολή του είναι να προαναγγείλει συμφορά και να καταγγείλει δημόσια τον Μάκβεθ για το έγκλημα που διέπραξε μαζί με τη λαίδη Μάκβεθ: τη δολοφονία του καλού βασιλιά Ντάνκαν και του ίδιου του Μπάνκο, που ήταν εμπόδια στο δρόμο προς το θρόνο.
Ποτέ το... Σάββατο
Σύμφωνα όμως με πολλούς μελετητές ο πρόγονος των σύγχρονων ζωντανών νεκρών είναι το Γκόλεμ. Αυτό το θρυλικό τέρας της εβραϊκής παράδοσης διαδόθηκε στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία κατά το 18ο αιώνα. Ο θρύλος γεννήθηκε στην Πράγα γύρω στο 1580, όταν οι Εβραίοι της πόλης κατηγορήθηκαν ότι δολοφόνησαν για τελετουργικούς σκοπούς έναν μικρό χριστιανό. Σύμφωνα με την παράδοση, για να αθωωθούν οι ομόθρησκοί του, ο ραβίνος Γιεχούντα Λεβ έπλασε ένα άγαλμα από άργιλο και το ζωντάνεψε με μυστηριώδη καβαλιστικά ξόρκια. Το Γκόλεμ μπορούσε να επικοινωνήσει με τους νεκρούς και ανακάλυψε τους πραγματικούς παιδοκτόνους. Ο ραβίνος όμως είχε ξεχάσει να «απενεργοποιήσει» τα μαγικά ξόρκια την ημέρα της αργίας (το Σάββατο). Έτσι το Γκόλεμ ξέφυγε από τον έλεγχο του δημιουργού του σπέρνοντας τον τρόμο. Δίδαγμα: όποιος διαταράσσει την ισορροπία μεταξύ ζωής και θανάτου πληρώνει τις συνέπειες.
Ανασκολοπισμός
Από το Γκόλεμ θα φθάσουμε στο δημιούργημα του δόκτορα Φρανκενστάιν, του γιατρού που πρωταγωνιστεί στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Μαίρη Σέλεϊ (1817). Εδώ, χάρη στην τεχνολογία, που παίρνει τη θέση της μαγείας, ένα πτώμα μεταμορφώνεται σε ένα είδος ρομπότ. Το αποτέλεσμα; Η ύλη ζωντανεύει παραβιάζοντας τους αιώνιους νόμους της ζωής και του θανάτου.
Μεταξύ ζωής και θανάτου κινείται όμως και ο Δράκουλας, ο πρόγονος των ζόμπι, που δημιουργήθηκε το 1897 από τον Άγγλο μυθιστοριογράφο Μπραμ Στόουκερ. Ο Στόουκερ εμπνεύστηκε από την ιστορική φιγούρα του κόμη της Τρανσυλβανίας Βλαντ Τέπες Ντρακουλέα, ο οποίος όμως δεν ήταν βαμπίρ, αλλά περιοριζόταν στον ανασκολοπισμό των Τούρκων κατακτητών της περιοχής. Το πέρασμα των ιστοριών τρόμου στο σινεμά έγινε πολύ σύντομα. Η ανακάλυψη του τάφου του Τουταγχαμών το 1922 στην Αίγυπτο –με τους θρύλους σχετικά με την κατάρα των Φαραώ– ξανάφερε στη μόδα τις ζωντανές μούμιες, μόδα που κορυφώθηκε δέκα χρόνια αργότερα με την ταινία Η μούμια, όπου πρωταγωνιστούσε ο Μπόρις Καρλόφ. Από το θρύλο του Τουταγχαμών μέχρι τα πιο πρόσφατα ριμέικ της Μούμιας, το μήνυμα είναι πάντα το ίδιο: όποιος ξυπνά τους νεκρούς πεθαίνει.
Το 1922, ενώ στην Αίγυπτο αφυπνιζόταν ο Τουταγχαμών, ο Γερμανός σκηνοθέτης Μουρνάου γύριζε το Νοσφεράτου, το πρώτο βουβό ασπρόμαυρο φιλμ βαμπίρ. Από αυτό εμπνεύστηκε το 1968 ο Αμερικανός Τζορτζ Α. Ρομέρο για την ταινία Η νύχτα των ζωντανών νεκρών. Ήταν το πρώτο από τρία «b-movies» τρόμου που δημιούργησαν μόδα. Η κουλτούρα της μάζας, εξηγούν πολλοί μελετητές, πήρε σήμερα τη θέση των αρχαίων μυθολογικών διηγήσεων. Έτσι τα ζόμπι γίνονται το σημερινό σύμβολο του ταμπού των νεκρών. Και οι ζωντανοί νεκροί δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι σύγχρονοι κληρονόμοι του Γκόλεμ, του Φρανκεστάιν και του Δράκουλα.
Οι Έλληνες βρικόλακες
Στην ελληνική παράδοση τα φαντάσματα έχουν αρχαία καταγωγή: ο Αισχύλος παρουσιάζει το «είδωλον» της Κλυταιμνήστρας στις Ευμενίδες και του Δαρείου στους Πέρσες. Τα φαντάσματα είναι κυρίως οι ψυχές των θανατωμένων ή κολασμένων που συχνάζουν στους τόπους όπου έζησαν ή τάφηκαν. Αντίθετα οι βρικόλακες είναι ζωντανοί νεκροί που βγαίνουν από τους τάφους τους για να βλάψουν τους ζωντανούς, πολλές φορές κατά ολέθριο τρόπο. Χαρακτηριστικό στην νεοελληνική λογοτεχνία είναι το ποίημα Θανάσης Βάγιας (Ο Βρικόλακας) του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Ο Νικόλαος Πολίτης, πατέρας της λαογραφίας στην Ελλάδα, αναφέρει 45 παραδόσεις για βρικόλακες, με τις περισσότερες να προέρχονται από διάφορα νησιά. Βρικόλακες γίνονταν όσοι είχαν κάνει πολλές αμαρτίες στη ζωή τους. Η εμφάνισή τους είναι συνήθως αποκρουστική: παρουσιάζονται παραμορφωμένοι, μισολειωμένοι, αιμόφυρτοι. Την έκταση του τρόμου που προκαλούσε η ιδέα του βρικόλακα δίνουν οι περιγραφές ομαδικού πανικού σε ένα χωριό της Άνδρου, περιστατικό που αναφέρθηκε σε τοπική εφημερίδα στα τέλη του 19ου αιώνα.
Οι τρόποι απαλλαγής από τους βρικόλακες ήταν πολλοί: για παράδειγμα ο αγιασμός στον τάφο, ο ανασκολοπισμός ή το κάψιμο του πτώματος.
Από το kykeon
http://www.kalyterotera.gr/2013/01/blog-post_5395.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΡΟΣΟΧΗ: Οι απόψεις των αναρτήσεων δεν ταυτίζονται υποχρεωτικά με τις δικές μας.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.