Η φυλετική θεωρία δεν είναι δημιούργημα του Φασισμού. Αντιστρόφως: Ο Φασισμός είναι δημιούργημα του φυλετικού μίσους και η πολιτικά οργανωμένη έκφρασή του. Συνακόλουθα, υπάρχει ένας γερμανικός, ιταλικός, ισπανικός, αγγλοσαξωνικός, ιουδαϊκός και αραβικός Φασισμός....
»Όταν ακούμε κάποιο φασίστα, οποιασδήποτε απόχρωσης, να βγάζει κήρυγμα για την ‘τιμή του έθνους’ αντί για την τιμή του ανθρώπου, για τη ‘σωτηρία της αγίας οικογένειας και της φυλής’ αντί της κοινωνίας και της εργαζόμενης ανθρωπότητας, όταν φουσκώνει και κορδώνεται κι έχει το ρύγχος του γεμάτο συνθήματα, τότε ας τον ρωτήσουμε δημοσία, ήρεμα και απλά: Τι κάνεις στην πράξη για να ταΐσεις το έθνος, χωρίς να δολοφονήσεις άλλα έθνη;
Η άγνοια της χαρακτηρικής δομής των μαζών καταλήγει συνεχώς σε άγονους προβληματισμούς και στείρες ερμηνείες. Οι κομμουνιστές απέδιδαν, π.χ. την κατάληψη της εξουσίας από τον Φασισμό στην παραπλανητική πολιτική της Σοσιαλδημοκρατίας. Η εξήγηση αυτή μας έφερε σ’ αδιέξοδο, επειδή ακριβώς κύριο γνώρισμα της Σοσιαλδημοκρατίας ήταν ότι καλλιεργούσε τις αυταπάτες. Άρα, η ερμηνεία τούτη δεν οδηγεί σε νέα πολιτική πράξη. Εξίσου άγονη είναι η άλλη εκείνη, που πρεσβεύει ότι η πολιτική αντίδραση «συσκότισε», «παραπλάνησε» και «υπνώτισε» τις μάζες με το πρόσωπο του Φασισμού. Αλλ’ αυτή ακριβώς είναι και θα είναι πάντοτε η λειτουργία του Φασισμού.
Κάτι τέτοιες ερμηνείες, άρα, δεν ανοίγουν κανέναν νέο δρόμο. Η πείρα μάς διδάσκει, ότι αυτού του είδους οι χιλιοειπομένες «αποκαλύψεις» δεν συγκινούν, ούτε πείθουν τις μάζες. Άρα, δεν αρκεί η κοινωνική και οικονομική έρευνα και οι ερμηνείες της. Δεν είναι λοιπόν λογικό να ρωτήσουμε: Τί ακριβώς συμβαίνει μέσα στις ίδιες τις μάζες, που τις έκανε να μην μπορούν και να μη θέλουν να καταλάβουν τη λειτουργία του Φασισμού; Η συνηθισμένη τυπική απόφανση: «Οι εργάτες οφείλουν να συνειδητοποιήσουν…», ή «Δεν καταλάβαμε ότι…», δεν εξυπηρετεί κανέναν και τίποτε. Γιατί, λοιπόν, δεν συνειδητοποιούν οι εργάτες, και γιατί δεν καταλάβαμε ότι εξίσου άγονη ήταν και η θέση του ζητήματος στη διένεξη της Δεξιάς και της Αριστεράς του εργατικού κινήματος.
Οι δεξιοί υποστήριζαν πως οι εργάτες δεν ήθελαν ν’ αγωνιστούν, οι αριστεροί ανταπαντούσαν πως αυτό ήτανε λάθος μεγάλο, οι εργάτες ήταν επαναστατικοί και ο ισχυρισμός της Δεξιάς σήμαινε απλώς την προδοσία της επαναστατικής ιδέας. Και οι δυο απόψεις, με το «είτε-είτε» τους, είναι μηχανιστικά απολιθωμένες. Σύμφωνο με την πραγματικότητα θα ήταν, να διαπιστώσεις, ότι ο μέσος εργάτης κρύβει μέσα του μιαν αντίφαση, κι επομένως δεν είναι ούτε μονόσημα επαναστάτης, ούτε μονόσημα συντηρητικός, αλλ’ απλώς ψυχικά διασπασμένος· η δομή του διαμορφώνεται από τη μια μεριά από την κοινωνική του κατάσταση, που γεννάει επαναστατικές ροπές, από την άλλη, όμως, επηρεάζεται από τη γενική, την «περιρρέουσα» ατμόσφαιρα της αυταρχικής κοινωνίας· έτσι δημιουργείται στην ψυχή του η αντίφαση.
Όποιος είχε ζήσει την επιστράτευση του 1914, ήξερε ότι ο εργατικός πληθυσμός είχε δείξει ποικίλες διαθέσεις. Υπήρχε βέβαια η συνειδητή άρνηση μιας μειοψηφίας. Αλλά γενικά, στις μεγάλες μάζες, έβλεπε κανείς μια παράξενη υποταγή στη μοίρα, μια μουντή απάθεια, ή έναν έξαλλο πολεμικό ενθουσιασμό, όχι μόνο στις μεσαίες τάξεις, μα ως μέσα βαθιά στους κόλπους της βιομηχανικής εργατιάς. Η μουντή απάθεια των μεν, και ο έξαλλος ενθουσιασμός των άλλων, ήταν αναμφισβήτητα βασικά στοιχεία της ομαδικής ψυχολογίας του πολέμου.
Αν οι κοινωνικές εξελίξεις αφήσουν περιθώρια στους αντιδραστικούς ιστορικούς να γράψουν τις απόψεις τους για τα περασμένα της Γερμανίας, θα μας παρουσιάσουν την επιτυχία του Χίτλερ στα 1928-1933 σαν τρανή απόδειξη, πως μόνο οι μεγάλοι άντρες κινούν την ιστορία, ενθουσιάζοντας τις μάζες με την «ιδέα τους». Η εθνικοσοσιαλιστική προπαγάνδα στηρίχτηκε πράγματι σ’ αυτή την «ιδεολογία του Φύρερ».
Οι προπαγανδιστές του Εθνικοσοσιαλισμού αγνοούσαν τελείως τον μηχανισμό της επιτυχίας τους -ούτε μπορούσαν να καταλάβουν το ιστορικό έδαφος του εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος. Ήταν λοιπόν επόμενο να γράφει ο εθνικοσοσιαλιστής Βίλχελμ Στάπελ στο σύγγραμμά του «Χριστιανισμός και εθνικοσοσιαλισμός»(Χανσεατικός εκδοτικός οίκος) τα εξής: «Επειδή ο Εθνικοσοσιαλισμός είναι πρωτόγονο κίνημα, γι’ αυτό δεν μπορεί να τον αντικρούσει κανείς μ’ επιχειρήματα. Τα επιχειρήματα θα επιδρούσαν μόνο, αν το κίνημα είχε μεγαλώσει μ’ επιχειρήματα».
Σύμφωνα μ’ αυτόν τον χαρακτηρισμό, οι ρήτορες στις εθνικοσοσιαλιστικές συγκεντρώσεις ξέρανε να χειρίζονται πολύ επιτήδεια τα αισθήματα των αγελαίων ατόμων και ν’ αποφεύγουν κάθε σοβαρή επιχειρηματολογία. Ο Χίτλερ τόνιζε σε διάφορα σημεία του βιβλίου του «Ο αγών μου», ότι η σωστή τακτική, από την άποψη της ομαδικής ψυχολογίας, ήταν ν’ αφήνει κανείς κατά μέρος την επιχειρηματολογία και να παρουσιάζει απροϋπόθετα στις μάζες τον «μεγάλο τελικό σκοπό».
Ποια ήταν η αληθινή όψη αυτού του τελικοί σκοπού μετά την κατάληψη της εξουσίας, μας το δείχνει ολοφάνερα ο ιταλικός Φασισμός· όπως άλλωστε και τα διατάγματα του Γκέρινγκ εναντίον των οικονομικών οργανώσεων της μεσαίας τάξης, η εγκατάλειψη της «δεύτερης επανάστασης», που περίμεναν οι οπαδοί, τ’ ανεκπλήρωτα σοσιαλιστικά μέτρα κ.τλ. φανέρωσαν πια την αντιδραστική λειτουργία του Φασισμού. Πόσο λίγο ήξερε κι ο ίδιος ο Χίτλερ τον μηχανισμό της επιτυχίας του, μας το δείχνει η ακόλουθη άποψή του:
Οπότε αναφύεται το άλλο ερώτημα: Σε ποιά ιστορική και κοινωνιολογική κατάσταση οφείλουν τη γένεσή τους αυτές οι ομαδικές δομές; Έτσι, το πρόβλημα της ομαδικής ψυχολογίας μεταφέρεται από τη μεταφυσική της «ηγετικής ιδέας» στην πραγματικότητα της κοινωνικής ζωής. Μόνο όταν η δομή μιας ηγετικής προσωπικότητας είναι ομόλογη με την ομαδική δομή ατόμων από πλατιά κοινωνικά στρώματα, τότε μπορεί ένας ηγέτης να κινήσει την ιστορία. Αν την κινεί παραμόνιμα ή απλώς παροδικά, εξαρτάται αποκλειστικά από τούτο: Αν το πρόγραμμά του είναι κοινωνικά προοδευτικό η αv αντιθέτως εμποδίζει την πρόοδο. Γι’ αυτό ήταν λάθος ν’ αποδίδεται η επιτυχία του Χίτλερ στη δημαγωγία των εθνικοσοσιαλιστών, στη «συσκότιση των μαζών», στην «παραπλάνησή τους», ή ακόμη στη θολή έννοια της «ναζιστικής ψύχωσης», όπως το έκαναν οι κομμουνιστές και άλλοι πολιτικοί αργότερα.
Ο Εθνικοσοσιαλισμός μεταχειρίστηκε απέναντι σε διαφορετικές ομάδες διαφορετικά μέσα, κι έδινε διαφορετικές υποσχέσεις, αναλόγως με την ομάδα που του χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή. Έτσι, την άνοιξη του 1933 λ.χ. άρχισε η προπαγάνδα να τονίζει τον επαναστατικό χαρακτήρα του ναζιστικού κινήματος, επειδή θέλανε να προσεταιρισθούν τους βιομηχανικούς εργάτες, και «γιόρταζαν» την Πρωτομαγιά, αφού προηγουμένως είχαν ικανοποιήσει στο Πότσνταμ τις απαιτήσεις της αριστοκρατίας. Αν έβγαζε κανείς το συμπέρασμα, πως η επιτυχία τους αυτή οφειλόταν απλώς στον πολιτικό τυχοδιωκτισμό, ερχόταν σε σύγκρουση με τις φιλελεύθερες ιδέες και ήταν σαν ν’ αρνιόταν ουσιαστικά τη δυνατότητα της κοινωνικής επανάστασης.
Ο Χίτλερ, όπως κάθε αντιδραστικό κίνημα, στηρίχτηκε στα διάφορα στρώματα της μικροαστικής τάξης. Ο Εθνικοσοσιαλισμός ξεσκέπασε όλες τις αντιφάσεις, που χαρακτηρίζουν την ομαδική ψυχολογία του μικροαστισμού.
Ο Χίτλερ αισθανόταν αρχικά συμπάθεια για τη Σοσιαλδημοκρατία, επειδή αγωνιζόταν για το καθολικό εκλογικό δικαίωμα με μυστικό ψηφοδέλτιο, πράγμα που μπορούσε να οδηγήσει στην εξασθένιση της μισητής «Αψβουργοκρατίας» στην Αυστρία. Όμως, δεν μπορούσε να υποφέρει τη σοσιαλδημοκρατική έμφαση στην πάλη των τάξεων, την άρνηση του έθνους, του κράτους και της εξουσίας του, του δικαιώματος ιδιοκτησίας των παραγωγικών μέσων, της θρησκείας και της ηθικής. Αυτό που τον έκανε να στραφεί τελικά εναντίον της Σοσιαλδημοκρατίας, ήταν ότι του ζήτησαν να μπει στην εργατική ένωση των οικοδόμων.
Αρνήθηκε και στήριξε την άρνησή του στην ιδέα, που είχε πρωτοσχηματίσει τότε για τον ρόλο της Σοσιαλδημοκρατίας. Ιδανικό του έγινε ο Μπίσμαρκ, επειδή είχε πετύχει την ένωση του γερμανικού έθνους και αγωνιστεί εναντίον της αυστριακής δυναστείας. Απ’ εδώ κι εμπρός, οι στόχοι του είναι εθνικιστικοί-αυτοκρατορικοί, και σκοπεύει να τους πραγματοποιήσει με άλλα προσφορότερα μέσα από εκείνα του «παλαιού» «αστικού» εθνικισμού. Την εκλογή των μέσων αυτών, την καθόρισε η αναγνώριση της δύναμης του οργανωμένου Μαρξισμού, η συνειδητοποίηση της σημασίας που έχουν οι μάζες για κάθε πολιτικό κίνημα. Ο Χίτλερ συνειδητοποίησε από νωρίς την ασυνέπεια της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής και την αδυναμία των παλιών αστικών κομμάτων, συμπεριλαμβανόμενου και του Γερμανικού Εθνικού.
Κατόπιν, διάφοροι κύκλοι άρχισαν να μιλάνε για την «ανταρσία της μεσαίας τάξης». Αν παρακολουθήσει κανείς τις συζητήσεις γύρω απ’ αυτό το θέμα, θα διαπιστώσει πως είχαν διαμορφωθεί τότε δυο κεντρικές απόψεις: Η μια υποστήριζε, πως ο Φασισμός δεν ήταν «τίποτε άλλο», παρά η πολιτοφυλακή του μεγαλοαστισμού· η άλλη, χωρίς να παραβλέπει αυτή την πλευρά, πρόβαλε κυρίως την «ανταρσία του μεσοαστισμού», πράγμα που στοίχισε στους εκπροσώπους της την κατηγορία ότι δεν υπολόγιζαν όσο έπρεπε τον αντιδραστικό ρόλο του Φασισμού.
Όσοι, είτε αρνούνται, είτε υποτιμούν τη λειτουργία της ομαδικής βάσης του Φασισμού, κολλάνε σαν μαγνητισμένοι στην ιδέα, ότι η μεσαία τάξη, επειδή δεν έχει στη διάθεσή της τα κύρια μέσα της παραγωγής, ούτε τα δουλεύει, δεν μπορεί να κινήσει επ’ άπειρον την ιστορία, κι είναι υποχρεωμένη να ταλαντεύεται διαρκώς ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργατική τάξη. Παραβλέπουν, ότι η μεσαία τάξη μπορεί πολύ καλά να κινήσει την ιστορία, αν όχι επ’ άπειρον, πάντως για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, όπως μας διδάσκει ο ιταλικός και ο γερμανικός Φασισμός.
Και δεν εννοούμε απλώς τη συντριβή των εργατικών οργανώσεων, τ’ αναρίθμητα θύματα, την εισβολή της βαρβαρότητας, αλλά προπάντων το γεγονός, ότι η μεσαία τάξη εμπόδισε την οικονομική κρίση να εξελιχθεί σε πολιτική ανατροπή της κοινωνίας, σε σοσιαλιστική επανάσταση. Είναι φανερό: Όσο πολυπληθέστερες είναι οι μεσαίες τάξεις ενός έθνους, τόσο πιο καίριος ο ρόλος τους σαν ενεργής κοινωνικής δύναμης. Από τα 1933 ως τα 1942, είδαμε το παράδοξο γεγονός, ότι ο εθνικιστικός Φασισμός κατόρθωσε να υπερφαλαγγίσει σαν διεθνικό κίνημα τον κοινωνικο-επαναστατικό διεθνισμό. Οι σοσιαλιστές και οι κομμουνιστές τρέφανε την ψευδαίσθηση, πως το επαναστατικό κίνημα προχωρούσε πιο πολύ από την αντίδραση, κι έτσι απεργάστηκαν μοναχοί τους την πολιτική αυτοκτονία τους, κι ας είχαν στο βάθος τις καλύτερες προθέσεις.
Η οικογένεια του μικροαστού κατατρέχεται συνεχώς από βιοποριστικές και άλλες υλικές έγνοιες. Η οικονομική επεκτατική ροπή της πολύτεκνης μικροαστικής οικογένειας αναπαράγει ταυτόχρονα και την αυτοκρατορική ιδεολογία: «Το έθνος χρειάζεται χώρο και τροφή». Γι’ αυτό και ο μικροαστός είναι εύκολα προσιτός στην αυτοκρατορική ιδεολογία· μπορεί να ταυτιστεί απολύτως με το προσωποποιημένο έθνος. Έτσι, ο οικογενειακός αυτοκρατορισμός αναπαράγει ιδεολογικά τον κρατικό αυτοκρατορισμό.
Ως κόμμα, που σαν τον ιταλικό Φασισμό, ξεκίνησε από τα συμφέροντα των μεγαλογαιοκτημόνων, οι εθνικοσοσιαλιστές έπρεπε να προσεταιριστούν τις μάζες, τους μικρούς και μεσαίους κτηματίες, για να δημιουργήσουν εκεί μια κοινωνική βάση. Επομένως, δεν μπορούσαν να τονίσουν στην προπαγάνδα τους τα συμφέροντα των μεγαλογαιοκτημόνων, αλλ’ έπρεπε να κολακεύσουν τη δομή του μικροαγρότη, που πλάθεται ακριβώς από τη σύμπτωση του οικονομικού και του οικογενειακού βίου.
Μέσα στην αγελαία δομή του μικροαστού, η προσήλωση στο έθνος συμπίπτει με την προσκόλληση στην οικογένεια. Η προσήλωση αυτή γίνεται πιο έντονη από μια διαδικασία, που δεν συντελείται μόνο σε παράλληλη γραμμή, αλλά μάλλον προέρχεται απ’ αυτήν. Ο εθνικός ηγέτης, είναι για την ομαδική ψυχολογία η ενσάρκωση του έθνους. Μόνο όταν ο ηγέτης ενσαρκώνει πράγματι το έθνος μέσα στο εθνικό αίσθημα των μαζών, γεννιέται και μια προσωπική σύνδεση μαζί του.
Μόνο εφ’ όσον ξέρει την τέχνη να ξυπνήσει μέσα στο αγελαίο άτομο την οικογενειακή συναισθηματική προσήλωση, μετουσιώνεται και ο ίδιος σε αυταρχική πατρική μορφή. Έτσι προσελκύει όλα τα συναισθήματα και τις θυμικές διαθέσεις, που γεννούσε άλλοτε στο παιδί ο αυστηρός αντιπροσωπευτικός (στη φαντασία του παιδιού) πατέρας. Σε συζητήσεις με οπαδούς του Εθνικοσοσιαλισμοϋ, όταν γινόταν λόγος για το ανεφάρμοστο του τόσο αντιφατικού προγράμματος του κόμματος, άκουγε κανείς συχνά την απάντηση: «Ο Χίτλερ τα ξέρει όλ’ αυτά καλύτερα απ’ τον καθένα», «Ο Χίτλερ θα τα καταφέρει οπωσδήποτε».
Εδώ, εκφράζεται καθαρά η παιδική ανάγκη καταφυγής στην προστασία του πατέρα. Στην κοινωνική πραγματικότητα, αυτό ακριβώς το ομαδικό αίσθημα καταφυγής κι εμπιστοσύνης δίνει κατ’ αρχάς τη δύναμη στον δικτάτορα «να κατορθώσει το παν». Αυτή η συναισθηματική έξη των μαζών εμποδίζει την κοινωνική αυτοκυβέρνηση, δηλαδή την έλλογη ανεξαρτησία και συνεργασία.
Η γνήσια δημοκρατία δεν μπορεί, μα ούτε και της επιτρέπεται να στηριχτεί στ’ αγελαία συναισθήματα.
Ακόμη πιο ουσιαστική όμως, είναι η ταύτιση του αγελαίου ατόμου με τον «ηγέτη». Όσο πιο αβέλτερο και άπραγο έχει καταντήσει το αγελαίο άτομο εξ αιτίας της ανατροφής του, τόσο πιο έντονα εκδηλώνεται η ταύτιση με τον ηγέτη, τόσο περισσότερο μεταμφιέζεται η παιδική ανάγκη καταφυγής στον γονιό και παίρνει τη μορφή του «αισθάνομαι ένα με τον ηγέτη».
Ο Φασισμός εισχωρεί στους εργατικούς κύκλους από δυο πλευρές: Από το λεγόμενο «κουρελοπρολεταριάτο» (τι αποκρουστική έκφραση!) με την άμεση χρηματική εξαγορά· και από την «εργατική αριστοκρατία», τόσο με την οικονομική διαφθορά, όσο και με την ιδεολογική επήρεια. Ο γερμανικός Φασισμός, με την αδίστακτη πολιτική του, υποσχόταν τα πάντα στους πάντες· έτσι, π.χ., ο δρ. Γιάρμερ έγραφε σ’ ένα άρθρο του με τίτλο «Κεφαλαιοκρατία» (Angriff, Σεπτέμβριος 1931) τα εξής:
Η «καθαρότητα της φυλής και του αίματος» είναι άρα το ευγενέστερο μέλημα ενός έθνους, που αξίζει την κάθε θυσία. Η θεωρία τούτη μετουσιώθηκε σε πράξη στη Γερμανία και στις κατεχόμενες χώρες και πήρε τη μορφή της ανελέητης καταδίωξης των Εβραίων.
Η φυλετική θεωρία ξεκινάει από την προϋπόθεση, ότι στη φύση ισχύει ο αδυσώπητος «σιδερένιος νόμος», κάθε ζώο να ζευγαρώνει αποκλειστικά με το οικείο είδος του. Μόνο εξαιρετικές περιστάσεις, όπως π.χ. μια αιχμαλωσία, μπορούν να σπάσουν τον νόμο αυτό και να οδηγήσουν σε φυλετική επιμειξία. Μα η φύση εκδικείται κι αντιστέκεται με κάθε μέσο, είτε καταδικάζοντας σε στειρότητα τα νόθα, είτε μειώνοντας τη γονιμότητα των κατοπινών απογόνων. Κάθε φορά, που διασταυρώνονται δυο ζώα διαφορετικής ποιότητας, οι απόγονοι θα είναι ένα διάμεσο ον. Η φύση όμως, επιδιώκει τη βιολογική βελτίωση της ζωής, γι’ αυτό η νοθογένεια είναι αντίθετη με τη βούληση της φύσης.
Η επιλογή του ανώτερου είδους, συντελείται επίσης μέσα στον αγώνα για το καθημερινό ψωμί, όπου τα πιο αδύναμα, δηλαδή τα φυλετικά κατώτερα πλάσματα, εξολοθρεύονται. Τούτο είναι σύμφωνο με τη «βούληση» της φύσης, γιατί θα σταματούσε κάθε πρόοδος και κάθε βελτίωση του ανθρώπινου γένους, αν το μέγα πλήθος των αδυνατότερων παραγκώνιζε τη φυλετικά ευγενέστερη μειονότητα. Η φύση, λοιπόν, υποβάλλει τους αδυνατότερους σε σκληρές βιοτικές δοκιμασίες, που περιορίζουν τον πολλαπλασιασμό τους -και τους υπόλοιπους, όμως, δεν τους αφήνει να πληθύνουν ανεξέλεγκτα, αλλ’ επιβάλλει και σ’ αυτούς μιαν ανελέητη επιλογή, σύμφωνη με το σθένος και την υγεία τους.
Ο νόμος αυτός εφαρμόζεται και στις εθνότητες. Η ιστορική εμπειρία διδάσκει, ότι όταν «ανακατευτούν τα αίματα» μιας άριας φυλής με «κατώτερες φυλές», συνακολουθεί πάντοτε η παρακμή της πολιτισμένης φυλής. Το αποτέλεσμα, λοιπόν, θα είναι να ξεπέσουν οι ευγενικοί και καλλιεργημένοι και να οπισθοδρομήσουν σωματικά και πνευματικά -οπότε θα άρχιζε μια βέβαιη προϊούσα «φθίση».
Οι Εβραίοι, αντιθέτως, είναι φυλή πολιτισμοφθόρα. Πρώτη προϋπόθεση για τη διαμόρφωση υψηλού πολιτισμού ήταν η ύπαρξη «κατώτερων ανθρώπων». Ο πρώτος ανθρώπινος πολιτισμός στηρίχτηκε στη χρησιμοποίηση των κατώτερων αυτών φυλών. Γιατί στην αρχή, ο νικημένος ζευόταν στο αλέτρι, και πολύ αργότερα το άλογο. Ο άριος κατακτητής είχε υποτάξει στις διαταγές του τις κατώτερες μάζες, κι είχε ρυθμίσει κατόπιν τις δραστηριότητές τους σύμφωνα με τη βούλησή του και για τους δικούς του σκοπούς.
Εδώ δεν πρόκειται ν’ αντικρούσουμε αντικειμενικά αυτή τη θεωρία, που δανείζεται μεν ένα επιχείρημα από την υπόθεση της φυσικής επιλογής των ειδών του Δαρβίνου, αλλ’ είναι σ’ ορισμένα της στοιχεία τόσο αντιδραστική, όσο επαναστατική υπήρξε η δαρβινική απόδειξη της καταγωγής των ειδών από κατώτερα ζωικά όντα. Εξάλλου, η θεωρία αυτή χρησιμεύει ως προκάλυμμα για την αυτοκρατορική λειτουργία της φασιστικής ιδεολογίας.
Γιατί, αν ο άριος είναι ο μοναδικός πολιτισμογόνος λαός, τότε μπορεί από θέλημα Θεού ν’ αξιώσει την κοσμοκρατορία. Και μια από τις κύριες αξιώσεις του Χίτλερ, ήταν πράγματι η διεύρυνση των συνόρων του γερμανικού Ράιχ, ιδίως «προς ανατολάς», δηλαδή πάνω σ’ εδάφη της Σοβιετικής Ένωσης. Η εξύμνηση του αυτοκρατορικού πολέμου ήταν επομένως μέσα στα πλαίσια της ιδεολογίας.
Οι εκπρόσωποι της φυλετικής θεωρίας, που είναι συνομήλικοι με τον αυτοκρατορισμό, θέλουν να φτιάξουν φυλετική ενότητα σε λαούς, όπου η επιμειξία, χάρη στην εξάπλωση της παγκόσμιας οικονομίας, είναι τόσο προχωρημένη, ώστε η καθαρότητα της φυλής να έχει σημασία μόνο σε κάτι απολιθωμένους εγκεφάλους. Δεν πρόκειται να πείσουμε μ’ επιχειρήματα κανέναν φασιστή, που σαν Νάρκισσος πιστεύει ακράδαντα στην αξιολογική υπεροχή της γερμανοσύνης του, για τον απλούστατο λόγο, ότι ο νους του δεν δουλεύει μ’ επιχειρήματα, αλλά με άλογα αισθήματα. Είναι μάταιο, να θέλουμε να του αποδείξουμε, ότι ο Νέγρος κι ο Ιταλός είναι εξίσου «από ράτσα», σαν τον Γερμανό. Ο φασιστής μας νιώθει «ανώτερος» -τελεία και παύλα!
Η πιο συχνή αφορμή για παρεξηγήσεις ως προς τη σχέση μιας ιδεολογίας με την ιστορική λειτουργία της προέρχεται από το γεγονός, ότι δεν ξεχωρίζουμε την αντικειμενική από την υποκειμενική της λειτουργία. Οι αντιλήψεις της δικτατορίας ξεπηδάν κατά πρώτον από την οικονομική βάση -αυτό πρέπει να το καταλάβουμε. Η φασιστική φυλετική θεωρία και γενικά η εθνικιστική ιδεολογία έχουν συγκεκριμένη σχέση με τους αυτοκρατορικούς στόχους μιας ηγετικής τάξης, που προσπαθεί να επιλύσει τις οικονομικές της δυσχέρειες.
Ο γερμανικός και ο γαλλικός εθνικισμός στον παγκόσμιο πόλεμο επικαλούνταν «κάθε φορά το μεγαλείο του έθνους», που πίσω του κρύβονταν οι οικονομικές επεκτατικές τάσεις του γερμανικού και του γαλλικού μεγάλου κεφαλαίου. Μα οι οικονομικοί αυτοί παράγοντες δεν αποτελούν την ουσία της αντίστοιχης ιδεολογίας, αλλά μόνο το κοινωνικό έδαφος, πάνω στο οποίο μπορούν να διαμορφωθούν αυτές οι ιδεολογίες, τις συνθήκες δηλαδή που είναι απαραίτητες για να δημιουργηθούν τέτοιες ιδεολογίες.
Περί Φασιστικού Κομμουνισμού
Στη Σοβιετική Ένωση, προ του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η λέξη «Φασισμός» δεν είναι υβριστική λέξη, όπως δεν είναι και η λέξη «καπιταλιστής». Αποτελεί μιαν έννοια που χαρακτηρίζει ένα εντελώς ορισμένο είδος διεύθυνσης και επηρεασμού των μαζών: Αυταρχικό, μονοκομματικό σύστημα, κατά συνέπεια ολοκληρωτικό, η εξουσία μπροστά απ’ τα αντικειμενικά συμφέροντα, πολιτική διαστρέβλωση γεγονότων κλπ. Σύμφωνα μ’ αυτά, υπάρχουν «φασίστες Εβραίοι» και «φασίστες δημοκράτες». Αν κανείς λοιπόν δημοσίευε τέτοιες διαπιστώσεις, η σοβιετική κυβέρνηση θα τους χρησιμοποιούσε σαν απόδειξη για την «αντεπαναστατική», «τροτσκιστική-φασιστική» φύση των διαπιστώσεων.
Η μάζα του σοβιετικού πληθυσμού εξακολουθούσε ν’ απολαμβάνει ακόμα, σε μεγάλο βαθμό, την ορμή της επανάστασης του 1917. Η κατανάλωση αύξανε, η ανεργία είχε σχεδόν εξαφανιστεί. Ο πληθυσμός απολάμβανε τη θέσπιση νέων πραγμάτων όπως η καθολική άθληση, το θέατρο, η λογοτεχνία κ.λπ. Εκείνοι που είχαν ζήσει τη γερμανική καταστροφή, ήξεραν ότι αυτές οι λεγόμενες πολιτιστικές απολαύσεις ενός πληθυσμού, δεν αποτελούν απόφανση για τον χαρακτήρα και την εξέλιξη μιας κοινωνίας. Δεν αποφαίνονταν τίποτα ούτε για τη σοβιετική κοινωνία.
Το να βλέπει κανείς κινηματογράφο, να πηγαίνει στο θέατρο, να διαβάζει βιβλία, να αθλείται, να πλένει τα δόντια του και να πηγαίνει σχολείο, είναι βέβαια πράγματα σημαντικά, δεν αποτελούν όμως τη διαφορά ανάμεσα σ’ ένα δικτατορικό κράτος και μια αληθινά δημοκρατική κοινωνία. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, «απολαμβάνεται η κουλτούρα». Υπήρξε μια απ’ τις τυπικές θεμελιώδεις πλάνες των σοσιαλιστών και των κομμουνιστών, το να χαρακτηρίζουν «σοσιαλιστικό» το χτίσιμο κατοικιών, το σχέδιο μιας αστικής συγκοινωνίας, ή την ανέγερση ενός σχολείου.
Οι κατοικίες, οι αστικές συγκοινωνίες και τα σχολεία, είναι συνάρτηση της τεχνικής ανάπτυξης της κοινωνίας· δεν αποφαίνονται όμως τίποτα για το αν οι άνθρωποί της είναι υποτελείς ή ελεύθεροι εργαζόμενοι, αν είναι λογικοί ή παράλογοι.
Δεδομένου λοιπόν, ότι οι σοβιετικοί παρουσίαζαν κάθε τεχνικό νεωτερισμό σαν μια «ειδικά κομμουνιστική» πράξη, ο σοβιετικός πληθυσμός είχε αποκτήσει την αίσθηση ότι κάτι τέτοιο δεν υπάρχει στις καπιταλιστικές χώρες. Κατά συνέπεια δεν ήταν δυνατόν ν’ αναμένεται ότι η εθνικιστική παραμόρφωση της σοβιετικής δημοκρατίας θα κατανοούνταν ή και θα συλλαμβάνονταν απ’ τον πληθυσμό.
Αποτελεί λοιπόν βασική αρχή της μαζικής ψυχολογίας, να μην εξαγγέλλει «βάσει αρχών, αντικειμενικές αλήθειες», αλλά πρώτα ν’ αναρωτιέται, πως αντιδρά η μέση μάζα του εργαζόμενου πληθυσμού σε μια αντικειμενική διαδικασία. Αυτή η τοποθέτηση, αυτομάτως βάζει έναν φραγμό στον κυκεώνα του πολιτικαντισμού. Αν δηλαδή κάποιος πιστεύει, πως έχει αναγνωρίσει μιαν αλήθεια, είναι υποχρεωμένος να περιμένει μέχρι που να εκδηλωθεί αντικειμενικά κι ανεξάρτητα απ’ αυτόν. Αν δεν το κάνει, τότε η αλήθεια του δεν υπήρξε ποτέ αλήθεια και παραμένει καλύτερα μια δυνατότητα σε δεύτερη μοίρα.
Μια αληθινά κοινωνική νέα τάξη πραγμάτων, δεν εξαντλείται στον παραμερισμό των δικτατορικών-αυταρχικών κοινωνικών θεσμών. Δεν εξαντλείται στην εγκαθίδρυση νέων θεσμών, γιατί αυτοί οι νέοι θεσμοί ξαναγίνονται, αναπόφευκτα, πάλι δικτατορικοί-αυταρχικοί, αν ταυτόχρονα δεν παραμεριστεί το χαρακτηρολογικό ρίζωμα του αυταρχικού απολυταρχισμού στις ανθρώπινες μάζες με τρόπο διαπαιδαγωγικό και κοινωνικό-υγιεινό.
Δεν υπάρχουν απ’ τη μια μεριά επαναστάτες άγγελοι κι απ’ την άλλη αντιδραστικοί διάβολοι. Δεν υπάρχουν απ’ τη μια μεριά άπληστοι καπιταλιστές κι απ’ την άλλη ανοιχτόχεροι εργάτες. Αν η κοινωνιολογία και η μαζική ψυχολογία θέλουν να λειτουργήσουν πρακτικά σαν αληθινές επιστήμες, τότε πρέπει ν’ αποδεσμευτούν ριζικά απ’ την πολιτική του «άσπρο η μαύρο».
Το οικόπεδο που εξασφαλίζει κανείς για να χτίσει πάνω του μια κατοικία, στην οποία θέλει μετά να ζήσει και να εργαστεί, δεν είναι παρά μόνο μια προϋπόθεση της ζωής και της εργασίας, αλλά με κανέναν τρόπο δεν είναι αυτή καθαυτή η ζωή και η εργασία. Το να θεωρεί κανείς την οικονομική διεργασία μιας κοινωνίας σαν την ουσία του βιοκοινωνικής διεργασίας της κοινωνίας των ανθρώπων, είναι το ίδιο σαν να εξισώνει το οικόπεδο και το σπίτι με την ανατροφή των παιδιών, την υγιεινή, την αποδοτικότητα, με τον χορό και τη μουσική.
Το βασικό ερώτημα της μαζικής ψυχολογίας μετά το 1917 ήταν: Ο πολιτισμός που θα ξεπηδούσε στη Ρωσία μέσα απ’ την κοινωνική ανατροπή του 1917, θ’ ανέπτυσσε μιαν ανθρώπινη κοινωνική πραγματικότητα που να διαφέρει θεμελιακά και ουσιαστικά απ’ τη γκρεμισμένη τσαρική-αυταρχική κοινωνική τάξη πραγμάτων;
Το νέο κοινωνικο-οικονομικό καθεστώς της ρωσικής κοινωνίας θ’ αναπαραχθεί, και πώς θ’ αναπαραχθεί, μέσα στη χαρακτηρολογική δομή των ανθρώπων; Οι καινούργιοι «σοβιετικοί άνθρωποι» θα ήταν φιλελεύθεροι, αντιαυταρχικοί, λογικοί και αυτοδιοικούμενοι, και θα μεταβίβαζαν αυτές τις ικανότητες στα παιδιά τους; Αυτή, η έτσι αναπτυγμένη ελευθερία στην ανθρώπινη δομή, θα ‘κανε περιττή και μάλιστα αδύνατη, κάθε είδους κοινωνική ηγεσία;
Η ύπαρξη ή η ανυπαρξία αυταρχικών δικτατορικών θεσμών στη Σοβιετική Ένωση έμελλε ν’ αποτελέσει το ακριβές μέτρο για το είδος της εξέλιξης του σοβιετικού ανθρώπου. Είναι ευνόητο, πως ολόκληρος ο κόσμος παρακολουθούσε με τεταμένη προσοχή, αλλού φοβισμένος, αλλού χαρούμενος, την εξέλιξη της Σοβιετικής Ένωσης. Ωστόσο, η τοποθέτηση προς τη Σοβιετική Ένωση, γενικά ήταν ελάχιστα λογική. Οι μεν υποστήριζαν το σοβιετικό σύστημα το ίδιο άκριτα, όπως και οι άλλοι που το καταπολεμούσαν. Υπήρχαν ομάδες διανοούμενων που υποστήριζαν την άποψη ότι «στη Σοβιετική Ένωση σίγουρα έχουν γίνει και μεγάλες πρόοδοι». Αυτό ηχούσε σαν να ‘λεγε ένας χιτλερικός ότι «υπάρχουν και αξιοπρεπείς Εβραίοι». Τέτοιες συναισθηματικές κρίσεις ήταν δίχως νόημα και άξια. Δεν οδηγούσαν πουθενά.
Στα σχολεία, οι πρώτες απόπειρες για την αυτοδιοίκηση απέτυχαν και παραχώρησαν πάλι τη θέση τους στην παλιά αυταρχική σχολική διάταξη, έστω και καλυμμένη με τυπικές μαθητικές οργανώσεις. Στον στρατό, στη θέση του αρχικού απλού δημοκρατικού συστήματος των κομισάριων, μπήκε μια αυστηρή ιεραρχική διάταξη. Ο «Στρατάρχης της Σοβιετικής Ένωσης» ήταν ένας, καταρχάς, ακατανόητος νεωτερισμός. Μετά φάνηκε πως ήταν επικίνδυνος. Αντηχούσε σαν «τσάρος» και «κάιζερ».
Η πολιτιστική επανάσταση στη Σοβιετική Ένωση απέτυχε· αλλά δεν ήταν μόνον αυτό.
Η οπισθοδρόμηση στην πολιτιστική διεργασία, έπνιξε μέσα σε λίγα χρόνια τον ενθουσιασμό και την ελπίδα ενός ολόκληρου κόσμου.
Μια κοινωνική οπισθοδρόμηση δεν οφείλεται πάντα στα λάθη μιας κοινωνικής ηγεσίας. Ωστόσο, αυτή η κοινωνική ηγεσία γίνεται η ίδια εγγυητής της οπισθοδρόμησης όταν:
α) θεωρεί την οπισθοδρόμηση σαν πρόοδο,
β) ανακηρύσσει τον εαυτό της σωτήρα του κόσμου, και
γ) εκτελεί εκείνους που τις θυμίζουν τις υποχρεώσεις της.
Τότε, αργά η γρήγορα, θα παραχωρήσει τη θέση της σε μιαν άλλη κοινωνική διεύθυνση, η οποία θα μείνει προσκολλημένη στις γενικώς ισχύουσες αρχές τις κοινωνικής προόδου.
Μεταξύ του 1918 και 1938, δηλαδή στα χρόνια των τεράστιων κοινωνικών ανακατατάξεων, οι σοσιαλιστές υπέστησαν βαρύτατες ήττες. Ακριβώς σε μιαν εποχή που θα ‘πρεπε ν’ αποδείξει την ωριμότητα και τον ορθολογισμό του σοσιαλιστικού απελευθερωτικού κινήματος, το εργατικό κίνημα διασπάστηκε κι έγινε γραφειοκρατικό, χάνοντας ολοένα και περισσότερο την ορμή για ελευθερία και αλήθεια, απ’ την οποία κάποτε ξεπήδησε.
Η Ρωσική Επανάσταση του 1917, ήταν ουσιαστικά πολιτικο-ιδεολογική κι όχι αληθινά κοινωνική επανάσταση. Χτίστηκε πάνω σε πολιτικές ιδέες που ξεπηδούσαν απ’ την πολιτική και τη γνώση της επιστήμης κι όχι απ’ την επιστήμη του ανθρώπου. Πρέπει να κατανοήσουμε επακριβώς την κοινωνιολογική θεωρία και το έργο του Λένιν για να καταλάβουμε σε ποιο σημείο υπήρχε το κενό, στο όποιο χύθηκε αργότερα η αυταρχική ολοκληρωτική τεχνική της ρωσικής ηγεσίας των μαζών.
Εδώ, πρέπει να τονιστεί με σαφήνεια ότι οι θεμελιωτές της Ρωσικής Επανάστασης δεν γνωρίζανε τη βιοπαθητική ουσία των ανθρώπινων μαζών. Κανένας λογικός άνθρωπος ωστόσο δεν περιμένει ότι η κοινωνική και ατομική ελευθερία υπάρχει ολόκληρη και έτοιμη στα συρτάρια των επαναστατών στοχαστών και πολιτικών. Κάθε καινούργια κοινωνική προσπάθεια οικοδομείται πάνω στα λάθη, πάνω στα κενά που άφησαν οι παλαιότεροι κοινωνιολόγοι και επαναστάτες ηγέτες.
Η θεωρία του Λένιν για τη «δικτατορία του προλεταριάτου» συγκέντρωνε μια σειρά από προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της αληθινής κοινωνικής δημοκρατίας, όχι όμως όλες. Ακολουθούσε τον σκοπό της αυτοκατευθυνόμενης ανθρώπινης κοινωνίας. Υποστήριζε την άποψη ότι ο σημερινός άνθρωπος δεν είναι ικανός να προχωρήσει στην κοινωνική επανάσταση δίχως μια ιεραρχικά οικοδομημένη οργάνωση, ούτε μπορεί να πραγματώσει τα τεράστια κοινωνικά καθήκοντά του δίχως αυταρχική πειθαρχία και υπακοή.
Η δικτατορία του προλεταριάτου, με τη λενινιστική έννοια, θα γινόταν η εξουσία που έπρεπε να συσταθεί για να καταργήσει κάθε είδους εξουσία. Αρχικά, διέφερε απ’ τη φασιστική ιδεολογία της δικτατορίας, απ’ το γεγονός ότι έβαζε στον εαυτό της το καθήκον να αυτοϋπονομευτεί, δηλαδή να αντικαταστήσει την αυταρχική διεύθυνση της κοινωνίας με την κοινωνική αυτοδιοίκηση.
Ο Στάλιν είχε «εξαπατήσει», είχε «προδώσει» τη λενινιστική επανάσταση, ή είχε «σφετεριστεί την εξουσία»; Ενώ το 8o κομματικό συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1919, είχε ιδρύσει τη σοβιετική δημοκρατία, το 7ο συνέδριο των σοβιέτ, τον Ιανουάριο του 1935, διακήρυξε την «Εισαγωγή της σοβιετικής δημοκρατίας».
Τί σημαίνει αυτή η ανοησία;
Για να αντιληφθούμε τη διαδικασία της «Εισαγωγής της σοβιετικής δημοκρατίας» το 1935, 16 χρόνια μετά την εισαγωγή της σοβιετικής δημοκρατίας, ας την κάνουμε πιο απλή μ’ ένα παράδειγμα.
Ένας φοιτητής της Εγκληματολογίας διαπιστώνει στη διάρκεια των σπουδών του ότι οι αντικοινωνικές ενέργειες των ανθρώπων δεν πρέπει ν’ αντιμετωπίζονται σαν εγκλήματα, αλλά σαν ασθένειες· επομένως, δεν πρέπει να κολάζονται αλλά να γιατρεύονται και να θεραπεύονται. Αφήνει λοιπόν τις σπουδές της Νομικής κι αρχίζει σπουδές Ιατρικής. Η δραστηριότητά του τώρα δεν είναι πια τυπική-ηθική αλλά εμπράγματη-πρακτική. Στη συνέχεια, διαβλέπει ότι στην ιατρική του δραστηριότητα θα πρέπει να εφαρμόσει καταρχήν και κάμποσα μη ιατρικά μέσα.
Θέλει λ.χ. να καταργήσει τον ζουρλομανδύα σαν θεραπευτική μέθοδο για τους διανοητικά ασθενείς και να τον αντικαταστήσει με προληπτική διαπαιδαγώγηση. Παρά την αντίθετη πρόθεσή του όμως, είναι υποχρεωμένος να χρησιμοποιεί ζουρλομανδύες· υπάρχουν πάρα πολλοί διανοητικά ασθενείς, δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα κι είναι υποχρεωμένος να συνεχίσει να χρησιμοποιεί παλιές κακές μεθόδους, πάντα όμως με την πρόθεση να τις αντικαταστήσει κάποτε με καλύτερες.
Μετά από πολλά χρόνια, το πρόβλημα τον έχει ξεπεράσει. Δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα· οι γνώσεις για τις διανοητικές ασθένειες είναι λιγοστές. Υπάρχουν πάρα πολλές· η εκπαίδευση τις χιλιαπλασιάζει καθημερινά. Ως γιατρός είναι υποχρεωμένος να προστατέψει την κοινωνία απ’ τις διανοητικές ασθένειες. Δεν μπορεί να πραγματοποιήσει τις καλές του προθέσεις· είναι υποχρεωμένος να επιστρέψει σε παλιές μεθόδους, που πριν από χρόνια τις καταδίκαζε σφοδρά κι ήθελε να τις αντικαταστήσει με καλύτερες. Χρησιμοποιεί ολοένα περισσότερους ζουρλομανδύες· τα παιδαγωγικά του σχέδια αποτυχαίνουν, δεν μπορεί να λειτουργήσει ως «θεράπων» γιατρός και κατά συνέπεια εφαρμόζει πάλι τα μέτρα της παλιάς νομοθεσίας. Η θεραπεία των εγκληματιών σαν ασθενών απέτυχε· είναι υποχρεωμένος να επιτρέψει πάλι τη φυλάκισή τους.
Αυτός όμως, δεν παραδέχεται την αποτυχία του, ούτε στον εαυτό του ούτε και στους άλλους. Δεν έχει το κουράγιο για κάτι τέτοιο. Ίσως να μην το ξέρει καν. Ισχυρίζεται τώρα την ακόλουθη ανοησία: «Η χρήση του ζουρλομανδύα και της φυλακής για τους διανοητικώς ασθενείς και τους εγκληματίες, είναι μια μεγάλη πρόοδος στην εφαρμογή της ιατρικής επιστήμης μου. Είναι η αληθινή ιατρική τέχνη· σημαίνει πως έχω πετύχει τον αρχικό μου σκοπό».
Αυτό το παράδειγμα, πρέπει να εφαρμοστεί ως την πιο μικρή λεπτομέρεια στην «Εισαγωγή της σοβιετικής δημοκρατίας», 16 χρόνια μετά την «Εισαγωγή της σοβιετικής δημοκρατίας». Αυτή γίνεται κατανοητή μόνο αν την αντιπαραθέσουμε με τη βασική αντίληψη της «κοινωνικής δημοκρατίας» και της «κατάργησης του κράτους» που εξέθεσε ο Λένιν στο «Κράτος κι Επανάσταση». Το πως τεκμηρίωσε η σοβιετική κυβέρνηση αυτό το μέτρο, δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία. Μόνο μια φράση απ’ αυτή την τεκμηρίωση, που δημοσιεύτηκε στο «Rundschau» (1935, No. 7, σελ. 331), δείχνει ότι μ’ αυτή την ενέργεια, αδιάφορο αν έγινε δικαιολογημένα η αδικαιολόγητα, η λενινιστική αντίληψη της κοινωνικής δημοκρατίας μπήκε ατό περιθώριο. Γράφει εκεί:
Δεν θέλουμε να πιανόμαστε απ’ τις λέξεις: Η προλεταριακή δικτατορία (που με τον καιρό έπρεπε να δώσει τη θέση της στην αυτοδιοίκηση των ανθρώπινων μαζών) υπάρχει ταυτόχρονα με την «πλέον δημοκρατική» δημοκρατία. Τούτο είναι κοινωνιολογική ανοησία, σύγχυση όλων των κοινωνιολογικών εννοιών.
Ταυτόχρονη συνύπαρξη της «δικτατορίας του προλεταριάτου» και της αυτοδιοίκησης των εργαζόμενων μαζών, είναι αδύνατη και σαν απαίτηση είναι μια παραπλανητική ανοησία. Στην πραγματικότητα κυριαρχεί η δικτατορία της κομματικής γραφειοκρατίας πάνω στις μάζες, κάτω απ’ την επίφαση ενός τυπικά δημοκρατικού κοινοβουλευτισμού.
Δεν πρέπει ποτέ να μας διαφεύγει, ότι ο Χίτλερ υπολόγιζε πάντα στο δικαιολογημένο μίσος των ανθρώπινων μαζών κατά της φαινομενικής δημοκρατίας και του κοινοβουλευτικού συστήματος -και με πόση επιτυχία! Η «ενότητα του Μαρξισμού και του κοινοβουλευτικού-αστικού Φιλελευθερισμού» ως πανίσχυρο σύνθημα του Φασισμού, μετά από τέτοιους πολιτικούς ελιγμούς των Ρώσων κομμουνιστών, φυσικό ήταν να εντυπωσιάσει! Γύρω στο 1935 χανόταν ολοένα περισσότερο η ελπίδα που είχαν εναποθέσει στη Σοβιετική Ένωση οι πλατιές ανθρώπινες μάζες ολόκληρου του κόσμου. Τα πραγματικά προβλήματα δεν μπορεί να τα επιλύσει κανείς με πολιτικές αυταπάτες. Πρέπει να ‘χει το κουράγιο να ονομάζει τις δυσκολίες με τ’ όνομά τους. Δεν μπορεί κανείς να συγχύζει, ατιμώρητα, κοινωνικές έννοιες που έχουν τεθεί με σαφήνεια.
Η «εισαγωγή του γενικού εκλογικού δικαιώματος» το 1935, μαζί με τη μετατόπιση του πολιτικού βάρους στη μάζα των κολχόζνικων, είχε και την έννοια της επανεισαγωγής της τυπικής δημοκρατίας, ενός κοινοβουλευτικού φαινομενικού δικαίου που το παραχωρούσε ένας ολοένα ισχυρότερος γραφειοκρατικός-κρατικός μηχανισμός σε μια μάζα ανθρώπων που δεν μπορούσε να τον καταστρέψει και δεν έμαθε να αυτοδιοικείται.
Δεν υπάρχει στη Σοβιετική Ένωση ούτε το παραμικρό σημάδι που να προδίδει την ελάχιστη πρόθεση, η διοίκηση της κοινωνίας να γίνει κάποτε προσιτή στην κοινωνία. Η διδασκαλία της ανάγνωσης και της γραφής, η καθαριότητα και η διδασκαλία της τεχνολογίας των μηχανών είναι αναγκαιότητες. Δεν έχουν όμως καμμιά σχέση με την κοινωνική αυτοδιοίκηση. Αυτό το έκανε κι ο Χίτλερ.
Η ανάπτυξη της σοβιετικής κοινωνίας, χαρακτηρίζεται λοιπόν από τη διαμόρφωση ενός νέου αυτονομοποιημένου κρατικού μηχανισμού που έχει γίνει αρκετά ισχυρός για να δίνει στη μάζα του πληθυσμού την αυταπάτη μιας ελευθερίας δίχως να διακινδυνεύει ο ίδιος, ακριβώς όπως έκανε κι ο χιτλερικός Εθνικοσοσιαλισμός. Ο συναισθηματισμός δεν ωφελεί εδώ διόλου: Η Ρωσική Επανάσταση συνάντησε έναν φραγμό, που δεν τον αναγνώρισε και γι’ αυτό τον απόκρυψε με αυταπάτες. Ήταν ο φραγμός της ανθρώπινης δομής που μέσα στα χιλιάδες χρόνια είχε γίνει βιοπαθητικός. Θα ‘ταν άσκοπο ν’ αποδοθεί το «φταίξιμο» στον Στάλιν, ή σε κάποιον άλλο. Ο Στάλιν δεν ήταν παρά ένα όργανο των περιστάσεων.
Στη σκληρή πραγματικότητα, συναντάει συνέχεια καινούργιες άγνωστες δυσκολίες· αυτό επιφέρει οπισθοδρομήσεις και καταστροφές· πρέπει να μάθουμε να τις προσεγγίζουμε, να τις γνωρίζουμε και να τις υπερνικάμε. Ωστόσο, μία μομφή παραμένει: Ένα πολλά υποσχόμενο κοινωνικό σχέδιο, πρέπει να επανεξετάζεται συνεχώς κάτω απ’ το φως της αλήθειας. Πρέπει να διαπιστώνεται έντιμα εάν είναι λαθεμένο το σχέδιο, ή αν παράβλεψαν κάτι στην εξέλιξη· τότε το σχέδιο μπορεί συνειδητά ν’ αλλαχθεί, να βελτιωθεί και να ποδηγετηθεί καλύτερα η εξέλιξη.
Μπορεί να επιστρατευτεί η ανθρώπινη σκέψη πολλών, ώστε να ξεπεραστεί η τροχοπέδηση της απελευθερωτικής εξέλιξης. Αλλά, η παραπλανητική, πολιτικάντικη εξαπάτηση των μαζών, αποτελεί κοινωνικό έγκλημα. Όταν ένας έντιμος ηγέτης των μαζών φτάσει σ’ αδιέξοδο και δεν μπορεί να ξεφύγει, παραιτείται και δίνει τη θέση του σ’ άλλους. Αν δεν βρεθεί κάποιος καλύτερος, τότε ενημερώνει την κοινότητα με απόλυτη σαφήνεια για τα εμπόδια που υπάρχουν και περιμένει, μαζί με την κοινότητα, να βρεθεί μια λύση, είτε μέσα από γεγονότα, είτε με ανακαλύψεις μεμονωμένων ατόμων. Ο πολιτικάντης αισθάνεται φόβο μπροστά σε τέτοια ειλικρίνεια.
Όμως, απ’ την κοινωνική δημοκρατία του Λένιν γεννήθηκε ο νέος ρωσικός εθνικισμός. Η «Κόκκινη Εφημερίδα του Λένινγκραντ», κεντρικό όργανο των Ρώσων μπολσεβίκων, στις 4 Φεβρουαρίου 1935, έγραφε:
Στη Σοβιετική Ένωση, η κατασκευή του αεροπλάνου μεγάλων αποστάσεων «Γκόρκι», εξυμνήθηκε σαν ένα «επαναστατικό έργο». Ωστόσο, σε τί διαφέρει ουσιαστικώς αυτή η κατασκευή αεροπλάνων απ’ την κατασκευή των γιγάντιων αεροπλάνων στη Γερμανία ή στην Αμερική;
Περίπου μέχρι τα τέλη του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου στη Ρωσία, και μέχρι την παγκόσμια οικονομική κρίση γύρω στο 1930 στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι σχέσεις του συστήματος του ιδιωτικού Καπιταλισμού προς το σύστημα του κράτους ήταν απλές. Για τον Λένιν και τους συγκαιρινούς συντρόφους του, το «καπιταλιστικό κράτος» ήταν απλά το εξουσιαστικό όργανο της «τάξης των ιδιωτών καπιταλιστών».
Η απλότητα αυτής της σχέσης, παρουσιαζόταν στις ρωσικές ταινίες της επανάστασης, με τον ακόλουθο περίπου τρόπο: Ο ιδιοκτήτης ενός εργοστασίου, προσπαθεί να συμπιέσει τους μισθούς· οι εργάτες, αντιθέτως, απαιτούν αυξήσεις. Ο καπιταλιστής αρνείται την εκπλήρωση αυτής της διεκδίκησης· αμέσως οι εργάτες του εργοστασίου απεργούν για να επιβάλλουν τη διεκδίκηση. Ο καπιταλιστής καλεί τον αρχηγό της αστυνομίας και του αναθέτει «να αποκαταστήσει πάλι την τάξη».
Ο αρχηγός της αστυνομίας εμφανίζεται εδώ σαν κρατικό όργανο του καπιταλιστή και μ’ αυτό δεν εκφράζει παρά το γεγονός ότι το κράτος είναι ένα «κράτος των καπιταλιστών»: Στέλνει τις μονάδες του, συλλαμβάνει τους «υποκινητές», οι εργάτες μένουν χωρίς ηγεσία, πεινούν και γυρνούν, ηθελημένα ή αθέλητα, πίσω στην εργασία τους. Ο καπιταλιστής νίκησε. Τούτο απαιτεί καλύτερη και αυστηρότερη οργάνωση της εργατικής τάξης.
Με παρόμοιο τρόπο, το κράτος κι ο Καπιταλισμός ταυτίστηκαν στην Αμερική, τουλάχιστον κατά την άποψη του κοινωνιολόγου που είχε τεθεί στο πλευρό της εργατιάς. Ωστόσο, τα 20 χρόνια των τεράστιων κοινωνικών ανακατατάξεων επέφεραν αλλαγές που δεν καλύπτονται πια με την απλή αντίληψη που περιγράψαμε. Απ’ το σύστημα του ιδιωτικού Καπιταλισμού προέκυπταν, ολοένα πιο φανερά, συνασπισμοί, που γενικά χαρακτηρίζονταν ως «κρατικοκαπιταλιστικοί». Η κοινωνία της Ρωσίας είχε αντικαταστήσει τον ιδιώτη καπιταλιστή με την απεριόριστη κυριαρχία του κράτους. Δεν έχει σημασία το πως χαρακτηριζόταν, είναι όμως φανερό ότι με τη σωστή, αυστηρώς μαρξιστική κοινωνιολογική έννοια, ο κρατικός Καπιταλισμός είχε αντικαταστήσει τον ιδιωτικό Καπιταλισμό.
@Αποσπάσματα από το βιβλίο «Η μαζική ψυχολογία του Φασισμού» του Βίλχελμ Ράιχ
MAZIKI PSIXOLOGIA FASISMOY PDF
Τι κάνεις ως γιατρός για να καταπολεμήσεις τις χρόνιες αρρώστιες, τι ως παιδαγωγός για ν’ απεργαστείς την ευτυχία του παιδιού, τι ως οικονομολόγος για να εξουδετερώσεις τη φτώχεια, τι ως κοινωνικός λειτουργός για να αποσοβήσεις τη συντριβή πολύτεκνων μητέρων, τι ως αρχιτέκτονας για να βελτιώσεις την υγιεινή της κατοικίας. Και μη φλυαρείς τώρα, αλλά δώσε μας μια συγκεκριμένη πρακτική απάντηση, ειδάλλως κλείσε το στόμα σου! Μα δεν είναι ο δρόμος της εξουσίας εκείνος που θα εξουδετερώσει το φασισμό. Δεν είναι ένα πολιτικό κόμμα ή άλλη μια δικτατορία. Δεν είναι ένας ακόμα στρατός, ή μια αυταρχική επιβολή, «στο όνομα του καλού της κοινωνίας». Δεν γίνεται να εξουδετερώσεις το φασισμό με τις ίδιες τις μεθόδους του.
»Όποιος προσπαθεί να τσακίσει τα μηχανικά ρομπότ με τα δικά τους μέσα, θα καταφέρει μονάχα να διώξει το διάβολο χρησιμοποιώντας τον Βεελζεβούλ, δηλαδή μέσα στο προτσές της άριστης και επιστημονικής δολοφονίας θα μετατραπεί ο ίδιος σε μηχανικό ρομπότ και θα συνεχίσει ο ίδιος αυτό που ξεκίνησε ο αντίπαλός του. (…) Ο φασισμός δεν μπορεί να κατανικηθεί με υποκατάστατα και με τον υπερακοντισμό των μεθόδων του, δίχως αυτή η νίκη, θελημένα ή αθέλητα, να καταλήξει σε φασισμό. Ο δρόμος του φασισμού είναι ο δρόμος του μηχανικού, του νεκρού, του απολιθωμένου, του ανέλπιδου. Ο δρόμος της ζωής είναι βασικά διαφορετικός, πιο δύσκολος, πιο επικίνδυνος, πιο έντιμος και γεμάτος ελπίδες».
»Ο ισχυρισμός, ότι ο εκάστοτε δικτάτορας επιβλήθηκε πάνω στην κοινωνία απ’ τα έξω και παρά τη θέλησή της, ήταν μια απ’ τις μεγαλύτερες πλάνες στην εκτίμηση της δικτατορίας. Στην πραγματικότητα ο κάθε δικτάτορας δεν ήταν παρά το αποκορύφωμα ήδη υπαρχουσών ιδεών περί κράτους, που αρκούσε να τις υπερβάλλει για να κατακτήσει την εξουσία». Βίλχελμ Ράιχ, «Η Μαζική Ψυχολογία του Φασισμού»
Περί Ναζιστικού Φασισμού
Η συναναστροφή μου με ανθρώπους από διάφορες φυλές, θρησκείες, στρώματα, έθνη κ.λπ. με είχε διδάξει, ότι ο Φασισμός είναι η πολιτικά οργανωμένη έκφραση της μέσης ανθρώπινης χαρακτηροδομής· δομής, που δεν συνδέεται με ορισμένες φυλές ή έθνη, ούτε με ορισμένα κόμματα, αλλ’ είναι γενική και διεθνική. Μ’ αυτή τη χαρακτηρολογική έννοια, ο Φασισμός είναι η τυπική συναισθηματική συμπεριφορά του καταπιεσμένου ανθρώπου της αυταρχικής κοινωνίας μας με τον μηχανικό πολιτισμό της και τη μηχανοκρατική μυστικιστική βιοθεωρία της.
Ο μηχανοκρατικά μυστικιστικός χαρακτήρας του ανθρώπου της εποχής μας δημιουργεί τα φασιστικά κόμματα κι όχι αντίστροφα.
Μια σφαλερή πολιτική αντίληψη είχε δημιουργήσει την εντύπωση, που επικρατεί ακόμη και σήμερα, ότι ο Φασισμός είναι πρώτον ένα ιδιαίτερο εθνικό γνώρισμα των Γερμανών και των Ιαπώνων, και, δεύτερον, η δικτατορία μιας μικρής αντιδραστικής φατρίας. Από την αρχική εκείνη σφαλερή αντίληψη πηγάζουν όλες οι άλλες σφαλερές ερμηνείες, οι τόσο επιζήμιες για τα γνήσια απελευθερωτικά κινήματα.
Η πεισματική εμμονή σε κείνη την πλάνη, πρέπει ν’ αποδοθεί στον φόβο να παραδεχτούμε την αλήθεια: Ο Φασισμός είναι διεθνικό φαινόμενο, διάχυτο σε σύμπασες τις κοινωνικές ομάδες όλων των εθνών. Θα πρέπει να διαχωρίσουμε καθαρά τη συνηθισμένη στρατοκρατία από τον Φασισμό. Η Γερμανία του Γουλιέλμου ήταν στρατοκρατούμενη, αλλ’ όχι φασιστική.
Επειδή ο Φασισμός εμφανίζεται παντού και πάντοτε σαν κίνημα στηριζόμενο σε ανθρώπινες μάζες, παρουσιάζει όλα τα γνωρίσματα και τις αντιφάσεις της χαρακτηροδομής του αγελαίου ανθρώπου: Δεν είναι ο Φασισμός, όπως πιστεύεται γενικά, ένα καθαρά αντιδραστικό κίνημα, αλλά ένα αμάλγαμα από αντάρτικα συναισθήματα και αντιδραστικές κοινωνικές ιδέες.
Η φυλετική θεωρία δεν είναι δημιούργημα του Φασισμού. Αντιστρόφως: Ο Φασισμός είναι δημιούργημα του φυλετικού μίσους και η πολιτικά οργανωμένη έκφρασή του. Συνακόλουθα, υπάρχει ένας γερμανικός, ιταλικός, ισπανικός, αγγλοσαξωνικός, ιουδαϊκός και αραβικός Φασισμός.
Πρέπει να έχει μελετήσει κανείς εξονυχιστικά και διεξοδικά τον χαρακτήρα του καταπιεσμένου ανθρωπάκου, να έχει δει πως συμβαίνουν τα πράγματα πίσω από την πρόσοψη, για να καταλάβει πάνω σε ποιες δυνάμεις στηρίζεται ο Φασισμός. Όταν η αγέλη των κακοπαθημένων ανθρώπινων ζώων ξεσηκώθηκε εναντίον του κίβδηλου Φιλελευθερισμού με τις κούφιες του ευγένειες (δεν εννοώ το γνήσιο Φιλελευθερισμό και τη γνήσια ανοχή) τότε φανερώθηκε το στρώμα του χαρακτήρα, όπου φωλιάζουν οι δευτερογέννητες ορμές.
Δεν μπορούμε να εξουδετερώσουμε τον αφηνιασμένο φασιστή, αν από πολιτική καιροσκοπία ψάχνουμε να τον βρούμε μέσα στον Γερμανό ή τον Ιταλό μόνο, κι όχι επίσης μέσα στον Αμερικανό και τον Κινέζο· αν δεν τον ανιχνεύουμε και μέσα στον ίδιο τον εαυτό μας· αν δε γνωρίζουμε τους κοινωνικούς θεσμούς, που τον εκκολάπτουν καθημερινά.
Το γερμανικό επαναστατικό κίνημα, πριν από τον Χίτλερ, στηριζόταν στην οικονομική και κοινωνική θεωρία του Καρλ Μαρξ. Για να καταλάβουμε λοιπόν τον γερμανικό Φασισμό, θα πρέπει προηγουμένως να έχουμε καταλάβει τον Μαρξισμό.
Αμέσως μετά την κατάληψη της εξουσίας από τον Εθνικοσοσιαλισμό στη Γερμανία, μπορούσε κανείς να διαπιστώσει, πως είχαν αρχίσει ν’ αμφιβάλλουν, αν ήταν ή όχι ορθή η βασική αντίληψη του Μαρξ για το κοινωνικό γίγνεσθαι, ακόμη και κείνοι, που για χρόνια τώρα είχαν αποδείξει έμπρακτα την επαναστατική τους προσήλωση κι ετοιμότητα. Οι αμφιβολίες αυτές ξεκίνησαν από το καταρχήν ακατανόητο, αλλ’ αναμφισβήτητο γεγονός: Ότι ο Φασισμός, που από τη φύση του και τους σκοπούς του ήταν ο πιο ακραίος εκπρόσωπος της κοινωνικής και πολιτικής αντίδρασης, είχε πια γίνει παγκόσμιο φαινόμενο, και σε πολλές χώρες μάλιστα είχε υπερφαλαγγίσει φανερά κι αδιάψευστα το σοσιαλιστικό επαναστατικό κίνημα.
Το πρόβλημα γινόταν οξύτερο από το γεγονός, ότι το φαινόμενο αυτό ήταν πολύ πιο έκδηλο στις βιομηχανικά προηγμένες χώρες. Το παγκόσμιο φούντωμα του εθνικισμού συνοδευόταν από την αποτυχία του εργατικού κινήματος· και τούτο, σε μια φάση της σύγχρονης ιστορίας, που οι μαρξιστές τη χαρακτήριζαν «οικονομικά ώριμη για την ανατροπή του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής».
Σε πολλές γερμανικές συγκεντρώσεις, γύρω στα 1930, διάφοροι επαναστάτες έξυπνοι και τίμιοι, παρ’ όλη την εθνικιστική και μεταφυσική νοοτροπία τους, όπως λόγου χάρη ο Ότο Στράσερ, λέγαν στους κομμουνιστές: «Εσείς οι μαρξιστές αναφερόσαστε πάντοτε στις θεωρίες του Μαρξ. Ο Μαρξ όμως δίδασκε, ότι η θεωρία επαληθεύεται μόνο από την πράξη. Εσείς όμως προβάλλετε πάντοτε εξηγήσεις για τις ήττες της Εργατικής Διεθνούς. Ο Μαρξισμός σας απέτυχε. Για την ήττα στα 1914 έφταιγε η «αποστασία της Σοσιαλδημοκρατίας», για το 1918, η «προδοτική πολιτική της» και οι αυταπάτες της. Και τώρα έχετε πάλι έτοιμες τις «εξηγήσεις» για το γεγονός, ότι στην παρούσα παγκόσμια κρίση, οι μάζες στρέφονται δεξιά κι όχι αριστερά. Μα οι εξηγήσεις σας δεν αλλάζουν το γεγονός της ήττας. Πού λοιπόν στα τελευταία 80 χρόνια επαλήθευσε η πράξη τη θεωρία της κοινωνικής επανάστασης; Το βασικό σας λάθος είναι, ότι αρνιόσαστε την ψυχή και το πνεύμα ή το γελοιοποιείτε, και πάντως δεν το καταλαβαίνετε».
Αυτά, ή παρόμοια επιχειρήματα, προβάλανε διάφοροι επαναστάτες και οι μαρξιστές δεν ήξεραν τι ν’ απαντήσουν. Σιγά-σιγά φαινόταν ολοκάθαρα, ότι η πολιτική προπαγάνδα η «διαφώτιση των μαζών», δεν άγγιζε πια κανέναν, εκτός από εκείνους που ανήκαν κιόλας στο αριστερό μέτωπο, για τον απλούστατο λόγο, ότι η διαφώτιση αυτή δεν αναφερόταν σε τίποτε το συγκεκριμένο, αλλά μόνο στις οικονομικο-κοινωνικές διαδικασίες της κρίσης (κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής, οικονομική αναρχία κ.λπ.).
Μα δεν έφτανε πια, να διαπιστώνεις τις υλικές ανάγκες -την πείνα φερ’ ειπείν- γιατί αυτό το έκαναν όλα τα πολιτικά κόμματα, ακόμη και η Εκκλησία. Ήταν λοιπόν φανερό, πως υπήρχε ένα μεγάλο κενό στη διαφώτιση και στη σύνολη αντίληψη του Σοσιαλισμού και το κενό αυτό ευθυνόταν για τα «πολιτικά σφάλματα». Η μαρξιστική εποπτεία της πολιτικής πραγματικότητας ήταν ελλειπτική.
Όποιος, από τα 1917 περίπου ως τα 1933, είχε παρακολουθήσει και ζήσει ενεργά μέσα στην επαναστατική Αριστερά τη θεωρία και την πράξη του Μαρξισμού, ήταν υποχρεωμένος να διαπιστώσει, ότι ο Μαρξισμός περιοριζόταν στις αντικειμενικές διαδικασίες της οικονομίας και στην πολιτική του κράτους. Ο λεγόμενος «υποκειμενικός παράγοντας» της ιστορίας, η ιδεολογία των μαζών, η εξέλιξή της και οι αντιφάσεις της, ούτε λαμβάνονταν καν υπ’ όψιν, κι όσο για κατανόηση, ουδείς λόγος!
Στην ξεσηκωμένη μικροαστική τάξη, είχαν παρουσιαστεί όχι μόνο αντιδραστικές, αλλά και δραστηριότατες προοδευτικές κοινωνικές δυνάμεις. Οι μαρξιστές παράβλεψαν να επισημάνουν αυτή την αντίφαση· όχι μόνο, αλλ’ αγνόησαν γενικά τον μικροαστισμό και τον ρόλο του σχεδόν ως τη στιγμή, που ανέβηκε στην εξουσία ο Χίτλερ.
Το «προλεταριάτο» της εποχής του Μαρξ είχε αναπτυχθεί σε τεράστια βιομηχανική εργατική τάξη, οι μικροεπαγγελματίες μικροαστοί σε πλήθος βιομηχανικών και κρατικών υπαλλήλων. Ο επιστημονικός Μαρξισμός εκφυλίστηκε σε «αγοραίο Μαρξισμό». Αυτό τ’ όνομα δώσανε πολλοί εξαίρετοι μαρξιστές πολιτικοί στον οικονομισμό, που περιορίζει όλη τη ζωή και τα ενδιαφέροντα του ανθρώπου στο πρόβλημα της ανεργίας και στο μισθολόγιο.
Τούτος ο αγοραίος Μαρξισμός είχε λοιπόν «αποφανθεί», ότι μια τόσο βαθιά οικονομική κρίση, όπως εκείνη του 1929-1933, έπρεπε να οδηγήσει κατ’ ανάγκην στην ανάπτυξη της αριστερής ιδεολογίας ανάμεσα στις χειμαζόμενες μάζες. Ακόμη και μετά την ήττα, τον Ιανουάριο του 1933, εξακολουθούσε να γίνεται λόγος στη Γερμανία για «επαναστατική έξαρση» -ενώ η πραγματικότητα έδειχνε αντιθέτως, ότι παρ’ όλες τις προβλέψεις, η οικονομική κρίση είχε οδηγήσει στην ανάπτυξη μιας ακραίας δεξιάς ιδεολογίας, ανάμεσα στις προλεταριακές μάζες. Υπήρχε λοιπόν διάσταση μεταξύ οικονομικής και ομαδικής ιδεολογίας. Η διάσταση αυτή αγνοήθηκε από τους αγοραίους μαρξιστές.
Έτσι, κανείς τους δεν μπόρεσε να θέσει καν το ερώτημα: Πώς είναι δυνατόν, σ’ εποχή φτώχειας κι εξαθλίωσης, να γίνονται οι μάζες εθνικιστικές; Συνθήματα, όπως λ.χ. «σωβινισμός», «ψύχωση», «αποτελέσματα της συνθήκης των Βερσαλιών», δεν εξηγούσαν καθόλου, ούτε αναχαίτιζαν βέβαια την τάση των μικροαστών, να προσχωρούν στην άκρα Δεξιά σ’ εποχή εξαθλίωσης· έδειχναν απλώς, ότι εκείνοι που τα χρησιμοποιούσαν δεν είχαν καταλάβει την πραγματική διαδικασία.
Είχε παραβλεφθεί το γεγονός, άτι ο Φασισμός στο ξεκίνημά του, όταν είχε αρχίσει να εξελίσσεται σε ομαδικό κίνημα, είχε στραφεί πρώτα-πρώτα εναντίον της μεγαλοαστικής τάξης· δεν μπορούσες λοιπόν να τον ξοφλήσεις με τον χαρακτηρισμό απλώς «σωματοφυλακή του μεγάλου κεφαλαίου», αν μη τι άλλο, επειδή ήταν ομαδικό κίνημα.
Οι οικονομικές προϋποθέσεις της κοινωνικής επανάστασης είχαν πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τη θεωρία του Μαρξ: Το κεφάλαιο ήταν συγκεντρωμένο σε λίγα χέρια, η εξέλιξη της εθνικής οικονομίας σε παγκόσμια οικονομία βρισκόταν σε οξύτατη αντίφαση με το δασμολογικό σύστημα των διαφόρων κρατών, η κεφαλαιοκρατική οικονομία έφτανε μόλις το ήμισυ της παραγωγικής της ικανότητας και είχε πια φανερώσει ολοκάθαρα τον αναρχικό της χαρακτήρα.
Η πλειοψηφία του πληθυσμού των βιομηχανικά προηγμένων χωρών ήταν εξαθλιωμένη, γύρω στα 50 εκατομμύρια άνθρωποι ήταν άνεργοι στην Ευρώπη μόνο, εκατοντάδες εκατομμύρια παραγωγοί λιμοκτονούσαν. Όμως η «απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών», δεν πραγματοποιήθηκε· αντιθέτως, από τις προβλέψεις μάλιστα, στο σταυροδρόμι «Σοσιαλισμός η βαρβαρότητα», η εξέλιξη έπαιρνε, προς το παρόν, τον δρόμο της βαρβαρότητας. Γιατί, τί άλλο ήταν το παγκόσμιο δυνάμωμα του Φασισμού και η εξασθένηση του εργατικού κινήματος;
Οι εξαθλιωμένες μάζες ήταν αυτές ακριβώς, που βοήθησαν την ακραία πολιτική αντίδραση, τον Φασισμό ν’ ανεβεί στην εξουσία.
Την εποχή της ραγδαίας πτώσης της γερμανικής οικονομίας κερδίζει αλματωδώς το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα τις μεγάλες επιτυχίες του: Από τις 800.000 ψήφους το καλοκαίρι του 1928, φτάνει στα 6,4 εκατομμύρια το φθινόπωρο του 1930, στα 13 εκατομμύρια το καλοκαίρι του 1932 και στα 17 εκατομμύρια τον Ιανουάριο τοϋ 1933. Σύμφωνα μ’ έναν υπολογισμό του Γέγκερ («Χίτλερ», Ρότερ Άουφμπαου, Οκτώβριος 1930) στα 6,4 εκατομμύρια των εθνικοσοσιαλιστικών ψήφων συγκαταλέγονταν κιόλας τρία περίπου εκατομμύρια ψήφοι εργαζόμενων και μάλιστα 60-70 τοις εκατό υπαλλήλων και 30-40 τοις εκατό εργατών βιομηχανίας.
Το πρόβλημα που δημιούργησε αυτή η κοινωνιολογική διαδικασία, το διατύπωσε, απ’ όσο ξέρω τουλάχιστον, με τη μεγαλύτερη ενάργεια ο Καρλ Ράντεκ· ήδη στα 1930 μετά το πρώτο άλμα του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος έγραφε: «Δεν ξέρουμε τίποτε παρόμοιο στην ιστορία των πολιτικών αγώνων, ιδίως σε μια χώρα με πολύ παλιούς πολιτικούς διαφορισμούς, όπου κάθε νέο κόμμα πρέπει ν’ αγωνιστεί πολύ σκληρά για να κατακτήσει μια θέση πλάι στα παλιά κόμματα. Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό το γεγονός, ότι για το κόμμα τούτο, που παίρνει τη δεύτερη θέση στην πολιτική ζωή της Γερμανίας, τίποτε δεν έχει γραφεί ως τα τώρα, ούτε στην αστική ούτε στη σοσιαλιστική φιλολογία. Είναι ένα κόμμα χωρίς ιστορία, που υψώνεται ξαφνικά μέσα στην πολιτική ζωή της Γερμανίας, όπως αναδύεται ξάφνου καταμεσής στη θάλασσα ένα νησί ξεπεταγμένο από ηφαίστειες δυνάμεις.» («Γερμανικές εκλογές», Ρότερ Άουφμπαου, Οκτώβριος 1930)
Ο αγοραίος Μαρξισμός χωρίζει σχηματικά τον οικονομικό βίο από τον γενικό κοινωνικό βίο και πρεσβεύει πως η «ιδεολογία» και η «συνείδηση» των ανθρώπων καθορίζονται αποκλειστικά και άμεσα από τον οικονομικό βίο. Έτσι καταλήγει σε μια μηχανιστική αντιπαράταξη οικονομίας και ιδεολογίας, «υποδομής» και «εποικοδομήματος». Εξαρτά σχηματικά και μονόπλευρα την ιδεολογία από την οικονομία και παραβλέπει, πως και η εξέλιξη της οικονομίας εξαρτάται από την ιδεολογία. Γι’ αυτό και δεν αντιλαμβάνεται καθόλου το πρόβλημα του «αντίκτυπου της ιδεολογίας».
Το γεγονός ότι δεν υπάρχει ποτέ αδιέξοδη κατάσταση για την πολιτική αντίδραση, ότι μια οξεία οικονομική κρίση μπορεί να οδηγήσει στη βαρβαρότητα κι όχι στην κοινωνική ελευθερία, αυτό είναι και θα μείνει για τον αγοραίο μαρξιστή βιβλίο εφτασφράγιστο. Αντί ν’ αντλήσει τις θεωρίες και την πράξη από την πραγματικότητα, μεταπλάθει στη φαντασία του την πραγματικότητα, για να συμφωνεί με τους ευσεβείς του πόθους.
Όταν μια ιδεολογία αντεπιδρά πάνω στην οικονομική διαδικασία, θα πει ότι έχει γίνει υλική δύναμη. Όταν μια ιδεολογία γίνεται υλική δύναμη, μόλις πιάσει ρίζα στις μάζες, θα πρέπει ν’ αναρωτηθούμε: Με ποιόν τρόπο γίνεται αυτό; Πώς είναι δυνατόν να επενεργεί υλικά ένα ιδεολογικό δεδομένο, δηλαδή μια θεωρία ν’ αναστατώνει την ιστορία; Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα θα πρέπει να είναι ταυτόχρονα και η απάντηση στο ζήτημα της αντιδραστικής ομαδικής ψυχολογίας, δηλαδή της εξόντωσης της «ψύχωσης Χίτλερ».
Η άγνοια της χαρακτηρικής δομής των μαζών καταλήγει συνεχώς σε άγονους προβληματισμούς και στείρες ερμηνείες. Οι κομμουνιστές απέδιδαν, π.χ. την κατάληψη της εξουσίας από τον Φασισμό στην παραπλανητική πολιτική της Σοσιαλδημοκρατίας. Η εξήγηση αυτή μας έφερε σ’ αδιέξοδο, επειδή ακριβώς κύριο γνώρισμα της Σοσιαλδημοκρατίας ήταν ότι καλλιεργούσε τις αυταπάτες. Άρα, η ερμηνεία τούτη δεν οδηγεί σε νέα πολιτική πράξη. Εξίσου άγονη είναι η άλλη εκείνη, που πρεσβεύει ότι η πολιτική αντίδραση «συσκότισε», «παραπλάνησε» και «υπνώτισε» τις μάζες με το πρόσωπο του Φασισμού. Αλλ’ αυτή ακριβώς είναι και θα είναι πάντοτε η λειτουργία του Φασισμού.
Κάτι τέτοιες ερμηνείες, άρα, δεν ανοίγουν κανέναν νέο δρόμο. Η πείρα μάς διδάσκει, ότι αυτού του είδους οι χιλιοειπομένες «αποκαλύψεις» δεν συγκινούν, ούτε πείθουν τις μάζες. Άρα, δεν αρκεί η κοινωνική και οικονομική έρευνα και οι ερμηνείες της. Δεν είναι λοιπόν λογικό να ρωτήσουμε: Τί ακριβώς συμβαίνει μέσα στις ίδιες τις μάζες, που τις έκανε να μην μπορούν και να μη θέλουν να καταλάβουν τη λειτουργία του Φασισμού; Η συνηθισμένη τυπική απόφανση: «Οι εργάτες οφείλουν να συνειδητοποιήσουν…», ή «Δεν καταλάβαμε ότι…», δεν εξυπηρετεί κανέναν και τίποτε. Γιατί, λοιπόν, δεν συνειδητοποιούν οι εργάτες, και γιατί δεν καταλάβαμε ότι εξίσου άγονη ήταν και η θέση του ζητήματος στη διένεξη της Δεξιάς και της Αριστεράς του εργατικού κινήματος.
Οι δεξιοί υποστήριζαν πως οι εργάτες δεν ήθελαν ν’ αγωνιστούν, οι αριστεροί ανταπαντούσαν πως αυτό ήτανε λάθος μεγάλο, οι εργάτες ήταν επαναστατικοί και ο ισχυρισμός της Δεξιάς σήμαινε απλώς την προδοσία της επαναστατικής ιδέας. Και οι δυο απόψεις, με το «είτε-είτε» τους, είναι μηχανιστικά απολιθωμένες. Σύμφωνο με την πραγματικότητα θα ήταν, να διαπιστώσεις, ότι ο μέσος εργάτης κρύβει μέσα του μιαν αντίφαση, κι επομένως δεν είναι ούτε μονόσημα επαναστάτης, ούτε μονόσημα συντηρητικός, αλλ’ απλώς ψυχικά διασπασμένος· η δομή του διαμορφώνεται από τη μια μεριά από την κοινωνική του κατάσταση, που γεννάει επαναστατικές ροπές, από την άλλη, όμως, επηρεάζεται από τη γενική, την «περιρρέουσα» ατμόσφαιρα της αυταρχικής κοινωνίας· έτσι δημιουργείται στην ψυχή του η αντίφαση.
Όποιος είχε ζήσει την επιστράτευση του 1914, ήξερε ότι ο εργατικός πληθυσμός είχε δείξει ποικίλες διαθέσεις. Υπήρχε βέβαια η συνειδητή άρνηση μιας μειοψηφίας. Αλλά γενικά, στις μεγάλες μάζες, έβλεπε κανείς μια παράξενη υποταγή στη μοίρα, μια μουντή απάθεια, ή έναν έξαλλο πολεμικό ενθουσιασμό, όχι μόνο στις μεσαίες τάξεις, μα ως μέσα βαθιά στους κόλπους της βιομηχανικής εργατιάς. Η μουντή απάθεια των μεν, και ο έξαλλος ενθουσιασμός των άλλων, ήταν αναμφισβήτητα βασικά στοιχεία της ομαδικής ψυχολογίας του πολέμου.
Αν οι κοινωνικές εξελίξεις αφήσουν περιθώρια στους αντιδραστικούς ιστορικούς να γράψουν τις απόψεις τους για τα περασμένα της Γερμανίας, θα μας παρουσιάσουν την επιτυχία του Χίτλερ στα 1928-1933 σαν τρανή απόδειξη, πως μόνο οι μεγάλοι άντρες κινούν την ιστορία, ενθουσιάζοντας τις μάζες με την «ιδέα τους». Η εθνικοσοσιαλιστική προπαγάνδα στηρίχτηκε πράγματι σ’ αυτή την «ιδεολογία του Φύρερ».
Οι προπαγανδιστές του Εθνικοσοσιαλισμού αγνοούσαν τελείως τον μηχανισμό της επιτυχίας τους -ούτε μπορούσαν να καταλάβουν το ιστορικό έδαφος του εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος. Ήταν λοιπόν επόμενο να γράφει ο εθνικοσοσιαλιστής Βίλχελμ Στάπελ στο σύγγραμμά του «Χριστιανισμός και εθνικοσοσιαλισμός»(Χανσεατικός εκδοτικός οίκος) τα εξής: «Επειδή ο Εθνικοσοσιαλισμός είναι πρωτόγονο κίνημα, γι’ αυτό δεν μπορεί να τον αντικρούσει κανείς μ’ επιχειρήματα. Τα επιχειρήματα θα επιδρούσαν μόνο, αν το κίνημα είχε μεγαλώσει μ’ επιχειρήματα».
Σύμφωνα μ’ αυτόν τον χαρακτηρισμό, οι ρήτορες στις εθνικοσοσιαλιστικές συγκεντρώσεις ξέρανε να χειρίζονται πολύ επιτήδεια τα αισθήματα των αγελαίων ατόμων και ν’ αποφεύγουν κάθε σοβαρή επιχειρηματολογία. Ο Χίτλερ τόνιζε σε διάφορα σημεία του βιβλίου του «Ο αγών μου», ότι η σωστή τακτική, από την άποψη της ομαδικής ψυχολογίας, ήταν ν’ αφήνει κανείς κατά μέρος την επιχειρηματολογία και να παρουσιάζει απροϋπόθετα στις μάζες τον «μεγάλο τελικό σκοπό».
Ποια ήταν η αληθινή όψη αυτού του τελικοί σκοπού μετά την κατάληψη της εξουσίας, μας το δείχνει ολοφάνερα ο ιταλικός Φασισμός· όπως άλλωστε και τα διατάγματα του Γκέρινγκ εναντίον των οικονομικών οργανώσεων της μεσαίας τάξης, η εγκατάλειψη της «δεύτερης επανάστασης», που περίμεναν οι οπαδοί, τ’ ανεκπλήρωτα σοσιαλιστικά μέτρα κ.τλ. φανέρωσαν πια την αντιδραστική λειτουργία του Φασισμού. Πόσο λίγο ήξερε κι ο ίδιος ο Χίτλερ τον μηχανισμό της επιτυχίας του, μας το δείχνει η ακόλουθη άποψή του:
«Αυτή η μεγάλη γραμμή και μόνη, που δεν πρέπει ποτέ να εγκαταλειφθεί, βοηθάει με τον απαράλλακτο κι αδιάκοπο τονισμό της να ωριμάσει η τελική επιτυχία. Και τότε θα διαπιστώσουμε κατάπληκτοι, τι τεράστια, σχεδόν ακατανόητα αποτελέσματα φέρνει μια τέτοια σταθερή εμμονή». Ο αγών μουΗ επιτυχία του Χίτλερ, άρα, δεν μπορούσε με κανέναν τρόπο να εξηγηθεί απλώς από τον αντιδραστικό του ρόλο μέσα στην ιστορία του κεφαλαιοκρατισμού, γιατί ο ρόλος αυτός, αν είχε ομολογηθεί ανοιχτά στην προπαγάνδα, θα είχε το αντίθετο από το ποθούμενο αποτέλεσμα. Η έρευνα για την ομαδική-ψυχολογική επίδραση του Χίτλερ έπρεπε να ξεκινήσει από την προϋπόθεση, ότι ένας ηγέτης ή ο εκπρόσωπος μιας ιδέας, τότε μόνο μπορεί να πετύχει, όταν η προσωπική του θεωρία, η ιδεολογία του ή το πρόγραμμά του βρίσκει απήχηση στη μέση δομή μιας μεγάλης ομάδας ατόμων.
Οπότε αναφύεται το άλλο ερώτημα: Σε ποιά ιστορική και κοινωνιολογική κατάσταση οφείλουν τη γένεσή τους αυτές οι ομαδικές δομές; Έτσι, το πρόβλημα της ομαδικής ψυχολογίας μεταφέρεται από τη μεταφυσική της «ηγετικής ιδέας» στην πραγματικότητα της κοινωνικής ζωής. Μόνο όταν η δομή μιας ηγετικής προσωπικότητας είναι ομόλογη με την ομαδική δομή ατόμων από πλατιά κοινωνικά στρώματα, τότε μπορεί ένας ηγέτης να κινήσει την ιστορία. Αν την κινεί παραμόνιμα ή απλώς παροδικά, εξαρτάται αποκλειστικά από τούτο: Αν το πρόγραμμά του είναι κοινωνικά προοδευτικό η αv αντιθέτως εμποδίζει την πρόοδο. Γι’ αυτό ήταν λάθος ν’ αποδίδεται η επιτυχία του Χίτλερ στη δημαγωγία των εθνικοσοσιαλιστών, στη «συσκότιση των μαζών», στην «παραπλάνησή τους», ή ακόμη στη θολή έννοια της «ναζιστικής ψύχωσης», όπως το έκαναν οι κομμουνιστές και άλλοι πολιτικοί αργότερα.
Ο Εθνικοσοσιαλισμός μεταχειρίστηκε απέναντι σε διαφορετικές ομάδες διαφορετικά μέσα, κι έδινε διαφορετικές υποσχέσεις, αναλόγως με την ομάδα που του χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή. Έτσι, την άνοιξη του 1933 λ.χ. άρχισε η προπαγάνδα να τονίζει τον επαναστατικό χαρακτήρα του ναζιστικού κινήματος, επειδή θέλανε να προσεταιρισθούν τους βιομηχανικούς εργάτες, και «γιόρταζαν» την Πρωτομαγιά, αφού προηγουμένως είχαν ικανοποιήσει στο Πότσνταμ τις απαιτήσεις της αριστοκρατίας. Αν έβγαζε κανείς το συμπέρασμα, πως η επιτυχία τους αυτή οφειλόταν απλώς στον πολιτικό τυχοδιωκτισμό, ερχόταν σε σύγκρουση με τις φιλελεύθερες ιδέες και ήταν σαν ν’ αρνιόταν ουσιαστικά τη δυνατότητα της κοινωνικής επανάστασης.
Ο Χίτλερ, όπως κάθε αντιδραστικό κίνημα, στηρίχτηκε στα διάφορα στρώματα της μικροαστικής τάξης. Ο Εθνικοσοσιαλισμός ξεσκέπασε όλες τις αντιφάσεις, που χαρακτηρίζουν την ομαδική ψυχολογία του μικροαστισμού.
Ο Χίτλερ αισθανόταν αρχικά συμπάθεια για τη Σοσιαλδημοκρατία, επειδή αγωνιζόταν για το καθολικό εκλογικό δικαίωμα με μυστικό ψηφοδέλτιο, πράγμα που μπορούσε να οδηγήσει στην εξασθένιση της μισητής «Αψβουργοκρατίας» στην Αυστρία. Όμως, δεν μπορούσε να υποφέρει τη σοσιαλδημοκρατική έμφαση στην πάλη των τάξεων, την άρνηση του έθνους, του κράτους και της εξουσίας του, του δικαιώματος ιδιοκτησίας των παραγωγικών μέσων, της θρησκείας και της ηθικής. Αυτό που τον έκανε να στραφεί τελικά εναντίον της Σοσιαλδημοκρατίας, ήταν ότι του ζήτησαν να μπει στην εργατική ένωση των οικοδόμων.
Αρνήθηκε και στήριξε την άρνησή του στην ιδέα, που είχε πρωτοσχηματίσει τότε για τον ρόλο της Σοσιαλδημοκρατίας. Ιδανικό του έγινε ο Μπίσμαρκ, επειδή είχε πετύχει την ένωση του γερμανικού έθνους και αγωνιστεί εναντίον της αυστριακής δυναστείας. Απ’ εδώ κι εμπρός, οι στόχοι του είναι εθνικιστικοί-αυτοκρατορικοί, και σκοπεύει να τους πραγματοποιήσει με άλλα προσφορότερα μέσα από εκείνα του «παλαιού» «αστικού» εθνικισμού. Την εκλογή των μέσων αυτών, την καθόρισε η αναγνώριση της δύναμης του οργανωμένου Μαρξισμού, η συνειδητοποίηση της σημασίας που έχουν οι μάζες για κάθε πολιτικό κίνημα. Ο Χίτλερ συνειδητοποίησε από νωρίς την ασυνέπεια της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής και την αδυναμία των παλιών αστικών κομμάτων, συμπεριλαμβανόμενου και του Γερμανικού Εθνικού.
«Όλ’ αυτά όμως ήταν απλώς το αναγκαίο επακόλουθο της έλλειψης μιας βασικής αντιμαρξιστικής νέας κοσμοθεωρίας με ορμητική κατακτητική βούληση.Η κοινωνική σημασία του μικροαστισμού, ήταν το κύριο θέμα στις συζητήσεις της Αριστεράς μετά τις 30 Ιανουαρίου 1933. Ως τις 30 Ιανουαρίου δεν είχαν δώσει καμμιά προσοχή στη μεσαία τάξη, γιατί το γενικό ενδιαφέρον ήταν στραμμένο στην εξέλιξη της πολιτικής αντίδρασης και της αυταρχικής ηγεσίας· άλλωστε, τα προβλήματα της ομαδικής ψυχολογίας, ήταν για τους πολιτικούς «ξένο παραμύθι».
[…]
Όσο περισσότερο με απασχολούσε τότε η σκέψη, πως ήταν ανάγκη ν’ αλλάξουν στάση οι εθνικές κυβερνήσεις απέναντι στη Σοσιαλδημοκρατία, που εκπροσωπούσε τη στιγμή εκείνη τον Μαρξισμό, τόσο περισσότερο συνειδητοποιούσα την έλλειψη ενός εύχρηστου υποκατάστατου γι’ αυτή τη θεωρία. Τί θα δίναμε λοιπόν στις μάζες όταν, ας υποθέσουμε, θα είχε τσακιστεί η Σοσιαλδημοκρατία; Δεν υπήρχε ούτ’ ένα κίνημα, που θα μπορούσε κανείς να περιμένει, ότι θα κατόρθωνε να προσελκύσει τις μεγάλες εργατικές στρατιές, που θα είχαν μείνει χωρίς ηγέτη. Είναι ανόητο, για να μην πω καθαρή βλακεία, να νομίζει κανείς, πως ο φανατικός διεθνιστής, που έχει αποχωρήσει από το ταξικό κόμμα, θα προσχωρήσει τώρα, αυτοστιγμεί, σ’ ένα αστικό κόμμα, δηλαδή σε μια νέα ταξική οργάνωση.
[…]
Τα αστικά κόμματα, όπως αυτοαποκαλούνται, δεν θα μπορέσουν ποτέ πύα να συγκρατήσουν τις «προλεταριακές» μάζες στο στρατόπεδό τους, γιατί εδώ βρίσκονται αντιμέτωποι δύο κόσμοι, φυσικά ή τεχνητά χωρισμένοι, που η αμοιβαία σχέση τους δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο, παρά ο πόλεμος. Θα νικήσει όμως εδώ ο νεώτερος -κι αυτός θα ήταν ο Μαρξισμός.» Ο αγών μου
Κατόπιν, διάφοροι κύκλοι άρχισαν να μιλάνε για την «ανταρσία της μεσαίας τάξης». Αν παρακολουθήσει κανείς τις συζητήσεις γύρω απ’ αυτό το θέμα, θα διαπιστώσει πως είχαν διαμορφωθεί τότε δυο κεντρικές απόψεις: Η μια υποστήριζε, πως ο Φασισμός δεν ήταν «τίποτε άλλο», παρά η πολιτοφυλακή του μεγαλοαστισμού· η άλλη, χωρίς να παραβλέπει αυτή την πλευρά, πρόβαλε κυρίως την «ανταρσία του μεσοαστισμού», πράγμα που στοίχισε στους εκπροσώπους της την κατηγορία ότι δεν υπολόγιζαν όσο έπρεπε τον αντιδραστικό ρόλο του Φασισμού.
Όσοι, είτε αρνούνται, είτε υποτιμούν τη λειτουργία της ομαδικής βάσης του Φασισμού, κολλάνε σαν μαγνητισμένοι στην ιδέα, ότι η μεσαία τάξη, επειδή δεν έχει στη διάθεσή της τα κύρια μέσα της παραγωγής, ούτε τα δουλεύει, δεν μπορεί να κινήσει επ’ άπειρον την ιστορία, κι είναι υποχρεωμένη να ταλαντεύεται διαρκώς ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργατική τάξη. Παραβλέπουν, ότι η μεσαία τάξη μπορεί πολύ καλά να κινήσει την ιστορία, αν όχι επ’ άπειρον, πάντως για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, όπως μας διδάσκει ο ιταλικός και ο γερμανικός Φασισμός.
Και δεν εννοούμε απλώς τη συντριβή των εργατικών οργανώσεων, τ’ αναρίθμητα θύματα, την εισβολή της βαρβαρότητας, αλλά προπάντων το γεγονός, ότι η μεσαία τάξη εμπόδισε την οικονομική κρίση να εξελιχθεί σε πολιτική ανατροπή της κοινωνίας, σε σοσιαλιστική επανάσταση. Είναι φανερό: Όσο πολυπληθέστερες είναι οι μεσαίες τάξεις ενός έθνους, τόσο πιο καίριος ο ρόλος τους σαν ενεργής κοινωνικής δύναμης. Από τα 1933 ως τα 1942, είδαμε το παράδοξο γεγονός, ότι ο εθνικιστικός Φασισμός κατόρθωσε να υπερφαλαγγίσει σαν διεθνικό κίνημα τον κοινωνικο-επαναστατικό διεθνισμό. Οι σοσιαλιστές και οι κομμουνιστές τρέφανε την ψευδαίσθηση, πως το επαναστατικό κίνημα προχωρούσε πιο πολύ από την αντίδραση, κι έτσι απεργάστηκαν μοναχοί τους την πολιτική αυτοκτονία τους, κι ας είχαν στο βάθος τις καλύτερες προθέσεις.
Η οικογένεια του μικροαστού κατατρέχεται συνεχώς από βιοποριστικές και άλλες υλικές έγνοιες. Η οικονομική επεκτατική ροπή της πολύτεκνης μικροαστικής οικογένειας αναπαράγει ταυτόχρονα και την αυτοκρατορική ιδεολογία: «Το έθνος χρειάζεται χώρο και τροφή». Γι’ αυτό και ο μικροαστός είναι εύκολα προσιτός στην αυτοκρατορική ιδεολογία· μπορεί να ταυτιστεί απολύτως με το προσωποποιημένο έθνος. Έτσι, ο οικογενειακός αυτοκρατορισμός αναπαράγει ιδεολογικά τον κρατικό αυτοκρατορισμό.
Ως κόμμα, που σαν τον ιταλικό Φασισμό, ξεκίνησε από τα συμφέροντα των μεγαλογαιοκτημόνων, οι εθνικοσοσιαλιστές έπρεπε να προσεταιριστούν τις μάζες, τους μικρούς και μεσαίους κτηματίες, για να δημιουργήσουν εκεί μια κοινωνική βάση. Επομένως, δεν μπορούσαν να τονίσουν στην προπαγάνδα τους τα συμφέροντα των μεγαλογαιοκτημόνων, αλλ’ έπρεπε να κολακεύσουν τη δομή του μικροαγρότη, που πλάθεται ακριβώς από τη σύμπτωση του οικονομικού και του οικογενειακού βίου.
Μέσα στην αγελαία δομή του μικροαστού, η προσήλωση στο έθνος συμπίπτει με την προσκόλληση στην οικογένεια. Η προσήλωση αυτή γίνεται πιο έντονη από μια διαδικασία, που δεν συντελείται μόνο σε παράλληλη γραμμή, αλλά μάλλον προέρχεται απ’ αυτήν. Ο εθνικός ηγέτης, είναι για την ομαδική ψυχολογία η ενσάρκωση του έθνους. Μόνο όταν ο ηγέτης ενσαρκώνει πράγματι το έθνος μέσα στο εθνικό αίσθημα των μαζών, γεννιέται και μια προσωπική σύνδεση μαζί του.
Μόνο εφ’ όσον ξέρει την τέχνη να ξυπνήσει μέσα στο αγελαίο άτομο την οικογενειακή συναισθηματική προσήλωση, μετουσιώνεται και ο ίδιος σε αυταρχική πατρική μορφή. Έτσι προσελκύει όλα τα συναισθήματα και τις θυμικές διαθέσεις, που γεννούσε άλλοτε στο παιδί ο αυστηρός αντιπροσωπευτικός (στη φαντασία του παιδιού) πατέρας. Σε συζητήσεις με οπαδούς του Εθνικοσοσιαλισμοϋ, όταν γινόταν λόγος για το ανεφάρμοστο του τόσο αντιφατικού προγράμματος του κόμματος, άκουγε κανείς συχνά την απάντηση: «Ο Χίτλερ τα ξέρει όλ’ αυτά καλύτερα απ’ τον καθένα», «Ο Χίτλερ θα τα καταφέρει οπωσδήποτε».
Εδώ, εκφράζεται καθαρά η παιδική ανάγκη καταφυγής στην προστασία του πατέρα. Στην κοινωνική πραγματικότητα, αυτό ακριβώς το ομαδικό αίσθημα καταφυγής κι εμπιστοσύνης δίνει κατ’ αρχάς τη δύναμη στον δικτάτορα «να κατορθώσει το παν». Αυτή η συναισθηματική έξη των μαζών εμποδίζει την κοινωνική αυτοκυβέρνηση, δηλαδή την έλλογη ανεξαρτησία και συνεργασία.
Η γνήσια δημοκρατία δεν μπορεί, μα ούτε και της επιτρέπεται να στηριχτεί στ’ αγελαία συναισθήματα.
Ακόμη πιο ουσιαστική όμως, είναι η ταύτιση του αγελαίου ατόμου με τον «ηγέτη». Όσο πιο αβέλτερο και άπραγο έχει καταντήσει το αγελαίο άτομο εξ αιτίας της ανατροφής του, τόσο πιο έντονα εκδηλώνεται η ταύτιση με τον ηγέτη, τόσο περισσότερο μεταμφιέζεται η παιδική ανάγκη καταφυγής στον γονιό και παίρνει τη μορφή του «αισθάνομαι ένα με τον ηγέτη».
Ο Φασισμός εισχωρεί στους εργατικούς κύκλους από δυο πλευρές: Από το λεγόμενο «κουρελοπρολεταριάτο» (τι αποκρουστική έκφραση!) με την άμεση χρηματική εξαγορά· και από την «εργατική αριστοκρατία», τόσο με την οικονομική διαφθορά, όσο και με την ιδεολογική επήρεια. Ο γερμανικός Φασισμός, με την αδίστακτη πολιτική του, υποσχόταν τα πάντα στους πάντες· έτσι, π.χ., ο δρ. Γιάρμερ έγραφε σ’ ένα άρθρο του με τίτλο «Κεφαλαιοκρατία» (Angriff, Σεπτέμβριος 1931) τα εξής:
«Στη συγκέντρωση του Εθνικού Γερμανικού κόμματος στο Στετίνο, ο Χούγκενμπεργκ στράφηκε με θαυμαστή σαφήνεια εναντίον του διεθνούς κεφαλαιοκρατισμού. Συγχρόνως όμως τόνισε, πως είναι απαραίτητη μια εθνική κεφαλαιοκρατία. Έτσι, χάραξε συγχρόνως εκ νέου και τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο Εθνικό Γερμανικό κόμμα και τους Εθνικοσοσιαλιστές, γιατί αυτοί έχουν συνειδητοποιήσει καθαρά, πως το κεφαλαιοκρατικό οικονομικό σύστημα, που καταρρέει σ’ ολόκληρο τον κόσμο σήμερα, πρέπει ν’ αντικατασταθεί με άλλο σύστημα, επειδή και στον εθνικό κεφαλαιοκρατισμό δεν μπορεί να βασιλέψει η δικαιοσύνη.»Τα λόγια αυτά ηχούν σχεδόν κομμουνιστικά. Εδώ ο φασιστής δημαγωγός απευθυνόταν απευθείας στο επαναστατικό αίσθημα του βιομηχανικού εργάτη με συνειδητά εξαπατητική πρόθεση. Το μέγα ερώτημα ήταν, όμως, γιατί άραγε δεν έβλεπε η εθνικοσοσιαλιστική εργατιά, πως ο Φασισμός υποσχόταν τα πάντα στους πάντες; Ήταν γνωστό πως ο Χίτλερ βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις με τους μεγαλοβιομήχανους, πως τους έπαιρνε χρήματα και τους υποσχόταν αντιαπεργιακή νομοθεσία. Θα πρέπει να οφειλόταν στην ψυχολογική δομή του μέσου εργάτη το γεγονός, ότι δεν έβρισκαν απήχηση εντός του αυτές οι αντιφάσεις, παρ’ όλη την έντονη αποκαλυπτική προπαγάνδα των επαναστατικών οργανώσεων. Στη συνέντευξή του με τον Αμερικανό δημοσιογράφο Νικερμπόκερ, ο Χίτλερ είπε σχετικά με το ζήτημα της αναγνώρισης του ιδιωτικού εξωτερικού χρέους:
«Είμαι πεπεισμένος, ότι οι διεθνείς τραπεζίτες θ’ αντιληφθούν σύντομα, ότι η Γερμανία, υπό εθνικοσοσιαλιστική διακυβέρνηση, είναι ασφαλής τόπος επενδύσεων, ότι προθύμως θα χορηγηθεί αρμοδίως ένα επιτόκιο γύρω στα τρία τοις εκατό για πιστώσεις.»Ο θεωρητικός άξονας του γερμανικού Φασισμού, είναι η φυλετική θεωρία του. Το οικονομικό πρόγραμμα των λεγόμενων 25 σημείων, φαίνεται μέσα στη φασιστική ιδεολογία απλώς σαν ένα μέσο «για τον εξευγενισμό της γερμανικής φυλής και την προφύλαξή της από επιμειξίες», που, κατά τη γνώμη των εθνικοσοσιαλιστών, φέρνουν πάντοτε τον ξεπεσμό της «ανώτερης φυλής». Και κάτι περισσότερο μάλιστα: Η «παρακμή ενός πολιτισμού» οφείλεται σε φυλετική επιμειξία.
Η «καθαρότητα της φυλής και του αίματος» είναι άρα το ευγενέστερο μέλημα ενός έθνους, που αξίζει την κάθε θυσία. Η θεωρία τούτη μετουσιώθηκε σε πράξη στη Γερμανία και στις κατεχόμενες χώρες και πήρε τη μορφή της ανελέητης καταδίωξης των Εβραίων.
Η φυλετική θεωρία ξεκινάει από την προϋπόθεση, ότι στη φύση ισχύει ο αδυσώπητος «σιδερένιος νόμος», κάθε ζώο να ζευγαρώνει αποκλειστικά με το οικείο είδος του. Μόνο εξαιρετικές περιστάσεις, όπως π.χ. μια αιχμαλωσία, μπορούν να σπάσουν τον νόμο αυτό και να οδηγήσουν σε φυλετική επιμειξία. Μα η φύση εκδικείται κι αντιστέκεται με κάθε μέσο, είτε καταδικάζοντας σε στειρότητα τα νόθα, είτε μειώνοντας τη γονιμότητα των κατοπινών απογόνων. Κάθε φορά, που διασταυρώνονται δυο ζώα διαφορετικής ποιότητας, οι απόγονοι θα είναι ένα διάμεσο ον. Η φύση όμως, επιδιώκει τη βιολογική βελτίωση της ζωής, γι’ αυτό η νοθογένεια είναι αντίθετη με τη βούληση της φύσης.
Η επιλογή του ανώτερου είδους, συντελείται επίσης μέσα στον αγώνα για το καθημερινό ψωμί, όπου τα πιο αδύναμα, δηλαδή τα φυλετικά κατώτερα πλάσματα, εξολοθρεύονται. Τούτο είναι σύμφωνο με τη «βούληση» της φύσης, γιατί θα σταματούσε κάθε πρόοδος και κάθε βελτίωση του ανθρώπινου γένους, αν το μέγα πλήθος των αδυνατότερων παραγκώνιζε τη φυλετικά ευγενέστερη μειονότητα. Η φύση, λοιπόν, υποβάλλει τους αδυνατότερους σε σκληρές βιοτικές δοκιμασίες, που περιορίζουν τον πολλαπλασιασμό τους -και τους υπόλοιπους, όμως, δεν τους αφήνει να πληθύνουν ανεξέλεγκτα, αλλ’ επιβάλλει και σ’ αυτούς μιαν ανελέητη επιλογή, σύμφωνη με το σθένος και την υγεία τους.
Ο νόμος αυτός εφαρμόζεται και στις εθνότητες. Η ιστορική εμπειρία διδάσκει, ότι όταν «ανακατευτούν τα αίματα» μιας άριας φυλής με «κατώτερες φυλές», συνακολουθεί πάντοτε η παρακμή της πολιτισμένης φυλής. Το αποτέλεσμα, λοιπόν, θα είναι να ξεπέσουν οι ευγενικοί και καλλιεργημένοι και να οπισθοδρομήσουν σωματικά και πνευματικά -οπότε θα άρχιζε μια βέβαιη προϊούσα «φθίση».
«Η βορειοαμερικανική ήπειρος, λέει ο Χίτλερ, θα παραμείνει ισχυρή μόνο, εφ’ όσον δεν θα πέσει κι αυτή θύμα «της ατίμωσης του αίματος», δηλαδή εφ’ όσον δεν θ’ αναμειχθεί με φυλές μη γερμανικές. «Αν τυχόν συντελεστεί μια τέτοια εξέλιξη, δεν θα είναι τίποτε άλλο, παρά θανάσιμο αμάρτημα απέναντι στη βούληση του αιώνιου δημιουργού!»Ο αγών μου».Σύμφωνα με τις ιδέες του Χίτλερ, η ανθρωπότητα χωρίζεται σε πολιτισμοθεσπιστές και πολιτισμοφόρους, ή πολιτισμοκαταλύτες λαούς. Μόνο ο άριος όμως λογαριάζεται ως ιδρυτής πολιτισμού, γιατί απ’ αυτόν κατάγονται τα «θεμέλια και τα τείχη των ανθρώπινων δημιουργημάτων». Οι ασιατικοί λαοί, όπως οι Ιάπωνες, φερ’ ειπείν, και οι Κινέζοι, όποτε παρουσιάστηκαν σαν φορείς πολιτισμού, είχαν απλώς προσεταιριστεί άριους πολιτισμούς και τους είχαν δώσει τις δικές τους οικείες μορφές.
Οι Εβραίοι, αντιθέτως, είναι φυλή πολιτισμοφθόρα. Πρώτη προϋπόθεση για τη διαμόρφωση υψηλού πολιτισμού ήταν η ύπαρξη «κατώτερων ανθρώπων». Ο πρώτος ανθρώπινος πολιτισμός στηρίχτηκε στη χρησιμοποίηση των κατώτερων αυτών φυλών. Γιατί στην αρχή, ο νικημένος ζευόταν στο αλέτρι, και πολύ αργότερα το άλογο. Ο άριος κατακτητής είχε υποτάξει στις διαταγές του τις κατώτερες μάζες, κι είχε ρυθμίσει κατόπιν τις δραστηριότητές τους σύμφωνα με τη βούλησή του και για τους δικούς του σκοπούς.
Εδώ δεν πρόκειται ν’ αντικρούσουμε αντικειμενικά αυτή τη θεωρία, που δανείζεται μεν ένα επιχείρημα από την υπόθεση της φυσικής επιλογής των ειδών του Δαρβίνου, αλλ’ είναι σ’ ορισμένα της στοιχεία τόσο αντιδραστική, όσο επαναστατική υπήρξε η δαρβινική απόδειξη της καταγωγής των ειδών από κατώτερα ζωικά όντα. Εξάλλου, η θεωρία αυτή χρησιμεύει ως προκάλυμμα για την αυτοκρατορική λειτουργία της φασιστικής ιδεολογίας.
Γιατί, αν ο άριος είναι ο μοναδικός πολιτισμογόνος λαός, τότε μπορεί από θέλημα Θεού ν’ αξιώσει την κοσμοκρατορία. Και μια από τις κύριες αξιώσεις του Χίτλερ, ήταν πράγματι η διεύρυνση των συνόρων του γερμανικού Ράιχ, ιδίως «προς ανατολάς», δηλαδή πάνω σ’ εδάφη της Σοβιετικής Ένωσης. Η εξύμνηση του αυτοκρατορικού πολέμου ήταν επομένως μέσα στα πλαίσια της ιδεολογίας.
Οι εκπρόσωποι της φυλετικής θεωρίας, που είναι συνομήλικοι με τον αυτοκρατορισμό, θέλουν να φτιάξουν φυλετική ενότητα σε λαούς, όπου η επιμειξία, χάρη στην εξάπλωση της παγκόσμιας οικονομίας, είναι τόσο προχωρημένη, ώστε η καθαρότητα της φυλής να έχει σημασία μόνο σε κάτι απολιθωμένους εγκεφάλους. Δεν πρόκειται να πείσουμε μ’ επιχειρήματα κανέναν φασιστή, που σαν Νάρκισσος πιστεύει ακράδαντα στην αξιολογική υπεροχή της γερμανοσύνης του, για τον απλούστατο λόγο, ότι ο νους του δεν δουλεύει μ’ επιχειρήματα, αλλά με άλογα αισθήματα. Είναι μάταιο, να θέλουμε να του αποδείξουμε, ότι ο Νέγρος κι ο Ιταλός είναι εξίσου «από ράτσα», σαν τον Γερμανό. Ο φασιστής μας νιώθει «ανώτερος» -τελεία και παύλα!
Η πιο συχνή αφορμή για παρεξηγήσεις ως προς τη σχέση μιας ιδεολογίας με την ιστορική λειτουργία της προέρχεται από το γεγονός, ότι δεν ξεχωρίζουμε την αντικειμενική από την υποκειμενική της λειτουργία. Οι αντιλήψεις της δικτατορίας ξεπηδάν κατά πρώτον από την οικονομική βάση -αυτό πρέπει να το καταλάβουμε. Η φασιστική φυλετική θεωρία και γενικά η εθνικιστική ιδεολογία έχουν συγκεκριμένη σχέση με τους αυτοκρατορικούς στόχους μιας ηγετικής τάξης, που προσπαθεί να επιλύσει τις οικονομικές της δυσχέρειες.
Ο γερμανικός και ο γαλλικός εθνικισμός στον παγκόσμιο πόλεμο επικαλούνταν «κάθε φορά το μεγαλείο του έθνους», που πίσω του κρύβονταν οι οικονομικές επεκτατικές τάσεις του γερμανικού και του γαλλικού μεγάλου κεφαλαίου. Μα οι οικονομικοί αυτοί παράγοντες δεν αποτελούν την ουσία της αντίστοιχης ιδεολογίας, αλλά μόνο το κοινωνικό έδαφος, πάνω στο οποίο μπορούν να διαμορφωθούν αυτές οι ιδεολογίες, τις συνθήκες δηλαδή που είναι απαραίτητες για να δημιουργηθούν τέτοιες ιδεολογίες.
Περί Φασιστικού Κομμουνισμού
Στη Σοβιετική Ένωση, προ του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η λέξη «Φασισμός» δεν είναι υβριστική λέξη, όπως δεν είναι και η λέξη «καπιταλιστής». Αποτελεί μιαν έννοια που χαρακτηρίζει ένα εντελώς ορισμένο είδος διεύθυνσης και επηρεασμού των μαζών: Αυταρχικό, μονοκομματικό σύστημα, κατά συνέπεια ολοκληρωτικό, η εξουσία μπροστά απ’ τα αντικειμενικά συμφέροντα, πολιτική διαστρέβλωση γεγονότων κλπ. Σύμφωνα μ’ αυτά, υπάρχουν «φασίστες Εβραίοι» και «φασίστες δημοκράτες». Αν κανείς λοιπόν δημοσίευε τέτοιες διαπιστώσεις, η σοβιετική κυβέρνηση θα τους χρησιμοποιούσε σαν απόδειξη για την «αντεπαναστατική», «τροτσκιστική-φασιστική» φύση των διαπιστώσεων.
Η μάζα του σοβιετικού πληθυσμού εξακολουθούσε ν’ απολαμβάνει ακόμα, σε μεγάλο βαθμό, την ορμή της επανάστασης του 1917. Η κατανάλωση αύξανε, η ανεργία είχε σχεδόν εξαφανιστεί. Ο πληθυσμός απολάμβανε τη θέσπιση νέων πραγμάτων όπως η καθολική άθληση, το θέατρο, η λογοτεχνία κ.λπ. Εκείνοι που είχαν ζήσει τη γερμανική καταστροφή, ήξεραν ότι αυτές οι λεγόμενες πολιτιστικές απολαύσεις ενός πληθυσμού, δεν αποτελούν απόφανση για τον χαρακτήρα και την εξέλιξη μιας κοινωνίας. Δεν αποφαίνονταν τίποτα ούτε για τη σοβιετική κοινωνία.
Το να βλέπει κανείς κινηματογράφο, να πηγαίνει στο θέατρο, να διαβάζει βιβλία, να αθλείται, να πλένει τα δόντια του και να πηγαίνει σχολείο, είναι βέβαια πράγματα σημαντικά, δεν αποτελούν όμως τη διαφορά ανάμεσα σ’ ένα δικτατορικό κράτος και μια αληθινά δημοκρατική κοινωνία. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, «απολαμβάνεται η κουλτούρα». Υπήρξε μια απ’ τις τυπικές θεμελιώδεις πλάνες των σοσιαλιστών και των κομμουνιστών, το να χαρακτηρίζουν «σοσιαλιστικό» το χτίσιμο κατοικιών, το σχέδιο μιας αστικής συγκοινωνίας, ή την ανέγερση ενός σχολείου.
Οι κατοικίες, οι αστικές συγκοινωνίες και τα σχολεία, είναι συνάρτηση της τεχνικής ανάπτυξης της κοινωνίας· δεν αποφαίνονται όμως τίποτα για το αν οι άνθρωποί της είναι υποτελείς ή ελεύθεροι εργαζόμενοι, αν είναι λογικοί ή παράλογοι.
Δεδομένου λοιπόν, ότι οι σοβιετικοί παρουσίαζαν κάθε τεχνικό νεωτερισμό σαν μια «ειδικά κομμουνιστική» πράξη, ο σοβιετικός πληθυσμός είχε αποκτήσει την αίσθηση ότι κάτι τέτοιο δεν υπάρχει στις καπιταλιστικές χώρες. Κατά συνέπεια δεν ήταν δυνατόν ν’ αναμένεται ότι η εθνικιστική παραμόρφωση της σοβιετικής δημοκρατίας θα κατανοούνταν ή και θα συλλαμβάνονταν απ’ τον πληθυσμό.
Αποτελεί λοιπόν βασική αρχή της μαζικής ψυχολογίας, να μην εξαγγέλλει «βάσει αρχών, αντικειμενικές αλήθειες», αλλά πρώτα ν’ αναρωτιέται, πως αντιδρά η μέση μάζα του εργαζόμενου πληθυσμού σε μια αντικειμενική διαδικασία. Αυτή η τοποθέτηση, αυτομάτως βάζει έναν φραγμό στον κυκεώνα του πολιτικαντισμού. Αν δηλαδή κάποιος πιστεύει, πως έχει αναγνωρίσει μιαν αλήθεια, είναι υποχρεωμένος να περιμένει μέχρι που να εκδηλωθεί αντικειμενικά κι ανεξάρτητα απ’ αυτόν. Αν δεν το κάνει, τότε η αλήθεια του δεν υπήρξε ποτέ αλήθεια και παραμένει καλύτερα μια δυνατότητα σε δεύτερη μοίρα.
Μια αληθινά κοινωνική νέα τάξη πραγμάτων, δεν εξαντλείται στον παραμερισμό των δικτατορικών-αυταρχικών κοινωνικών θεσμών. Δεν εξαντλείται στην εγκαθίδρυση νέων θεσμών, γιατί αυτοί οι νέοι θεσμοί ξαναγίνονται, αναπόφευκτα, πάλι δικτατορικοί-αυταρχικοί, αν ταυτόχρονα δεν παραμεριστεί το χαρακτηρολογικό ρίζωμα του αυταρχικού απολυταρχισμού στις ανθρώπινες μάζες με τρόπο διαπαιδαγωγικό και κοινωνικό-υγιεινό.
Δεν υπάρχουν απ’ τη μια μεριά επαναστάτες άγγελοι κι απ’ την άλλη αντιδραστικοί διάβολοι. Δεν υπάρχουν απ’ τη μια μεριά άπληστοι καπιταλιστές κι απ’ την άλλη ανοιχτόχεροι εργάτες. Αν η κοινωνιολογία και η μαζική ψυχολογία θέλουν να λειτουργήσουν πρακτικά σαν αληθινές επιστήμες, τότε πρέπει ν’ αποδεσμευτούν ριζικά απ’ την πολιτική του «άσπρο η μαύρο».
Το οικόπεδο που εξασφαλίζει κανείς για να χτίσει πάνω του μια κατοικία, στην οποία θέλει μετά να ζήσει και να εργαστεί, δεν είναι παρά μόνο μια προϋπόθεση της ζωής και της εργασίας, αλλά με κανέναν τρόπο δεν είναι αυτή καθαυτή η ζωή και η εργασία. Το να θεωρεί κανείς την οικονομική διεργασία μιας κοινωνίας σαν την ουσία του βιοκοινωνικής διεργασίας της κοινωνίας των ανθρώπων, είναι το ίδιο σαν να εξισώνει το οικόπεδο και το σπίτι με την ανατροφή των παιδιών, την υγιεινή, την αποδοτικότητα, με τον χορό και τη μουσική.
Το βασικό ερώτημα της μαζικής ψυχολογίας μετά το 1917 ήταν: Ο πολιτισμός που θα ξεπηδούσε στη Ρωσία μέσα απ’ την κοινωνική ανατροπή του 1917, θ’ ανέπτυσσε μιαν ανθρώπινη κοινωνική πραγματικότητα που να διαφέρει θεμελιακά και ουσιαστικά απ’ τη γκρεμισμένη τσαρική-αυταρχική κοινωνική τάξη πραγμάτων;
Το νέο κοινωνικο-οικονομικό καθεστώς της ρωσικής κοινωνίας θ’ αναπαραχθεί, και πώς θ’ αναπαραχθεί, μέσα στη χαρακτηρολογική δομή των ανθρώπων; Οι καινούργιοι «σοβιετικοί άνθρωποι» θα ήταν φιλελεύθεροι, αντιαυταρχικοί, λογικοί και αυτοδιοικούμενοι, και θα μεταβίβαζαν αυτές τις ικανότητες στα παιδιά τους; Αυτή, η έτσι αναπτυγμένη ελευθερία στην ανθρώπινη δομή, θα ‘κανε περιττή και μάλιστα αδύνατη, κάθε είδους κοινωνική ηγεσία;
Η ύπαρξη ή η ανυπαρξία αυταρχικών δικτατορικών θεσμών στη Σοβιετική Ένωση έμελλε ν’ αποτελέσει το ακριβές μέτρο για το είδος της εξέλιξης του σοβιετικού ανθρώπου. Είναι ευνόητο, πως ολόκληρος ο κόσμος παρακολουθούσε με τεταμένη προσοχή, αλλού φοβισμένος, αλλού χαρούμενος, την εξέλιξη της Σοβιετικής Ένωσης. Ωστόσο, η τοποθέτηση προς τη Σοβιετική Ένωση, γενικά ήταν ελάχιστα λογική. Οι μεν υποστήριζαν το σοβιετικό σύστημα το ίδιο άκριτα, όπως και οι άλλοι που το καταπολεμούσαν. Υπήρχαν ομάδες διανοούμενων που υποστήριζαν την άποψη ότι «στη Σοβιετική Ένωση σίγουρα έχουν γίνει και μεγάλες πρόοδοι». Αυτό ηχούσε σαν να ‘λεγε ένας χιτλερικός ότι «υπάρχουν και αξιοπρεπείς Εβραίοι». Τέτοιες συναισθηματικές κρίσεις ήταν δίχως νόημα και άξια. Δεν οδηγούσαν πουθενά.
Στα σχολεία, οι πρώτες απόπειρες για την αυτοδιοίκηση απέτυχαν και παραχώρησαν πάλι τη θέση τους στην παλιά αυταρχική σχολική διάταξη, έστω και καλυμμένη με τυπικές μαθητικές οργανώσεις. Στον στρατό, στη θέση του αρχικού απλού δημοκρατικού συστήματος των κομισάριων, μπήκε μια αυστηρή ιεραρχική διάταξη. Ο «Στρατάρχης της Σοβιετικής Ένωσης» ήταν ένας, καταρχάς, ακατανόητος νεωτερισμός. Μετά φάνηκε πως ήταν επικίνδυνος. Αντηχούσε σαν «τσάρος» και «κάιζερ».
Η πολιτιστική επανάσταση στη Σοβιετική Ένωση απέτυχε· αλλά δεν ήταν μόνον αυτό.
Η οπισθοδρόμηση στην πολιτιστική διεργασία, έπνιξε μέσα σε λίγα χρόνια τον ενθουσιασμό και την ελπίδα ενός ολόκληρου κόσμου.
Μια κοινωνική οπισθοδρόμηση δεν οφείλεται πάντα στα λάθη μιας κοινωνικής ηγεσίας. Ωστόσο, αυτή η κοινωνική ηγεσία γίνεται η ίδια εγγυητής της οπισθοδρόμησης όταν:
α) θεωρεί την οπισθοδρόμηση σαν πρόοδο,
β) ανακηρύσσει τον εαυτό της σωτήρα του κόσμου, και
γ) εκτελεί εκείνους που τις θυμίζουν τις υποχρεώσεις της.
Τότε, αργά η γρήγορα, θα παραχωρήσει τη θέση της σε μιαν άλλη κοινωνική διεύθυνση, η οποία θα μείνει προσκολλημένη στις γενικώς ισχύουσες αρχές τις κοινωνικής προόδου.
Μεταξύ του 1918 και 1938, δηλαδή στα χρόνια των τεράστιων κοινωνικών ανακατατάξεων, οι σοσιαλιστές υπέστησαν βαρύτατες ήττες. Ακριβώς σε μιαν εποχή που θα ‘πρεπε ν’ αποδείξει την ωριμότητα και τον ορθολογισμό του σοσιαλιστικού απελευθερωτικού κινήματος, το εργατικό κίνημα διασπάστηκε κι έγινε γραφειοκρατικό, χάνοντας ολοένα και περισσότερο την ορμή για ελευθερία και αλήθεια, απ’ την οποία κάποτε ξεπήδησε.
Η Ρωσική Επανάσταση του 1917, ήταν ουσιαστικά πολιτικο-ιδεολογική κι όχι αληθινά κοινωνική επανάσταση. Χτίστηκε πάνω σε πολιτικές ιδέες που ξεπηδούσαν απ’ την πολιτική και τη γνώση της επιστήμης κι όχι απ’ την επιστήμη του ανθρώπου. Πρέπει να κατανοήσουμε επακριβώς την κοινωνιολογική θεωρία και το έργο του Λένιν για να καταλάβουμε σε ποιο σημείο υπήρχε το κενό, στο όποιο χύθηκε αργότερα η αυταρχική ολοκληρωτική τεχνική της ρωσικής ηγεσίας των μαζών.
Εδώ, πρέπει να τονιστεί με σαφήνεια ότι οι θεμελιωτές της Ρωσικής Επανάστασης δεν γνωρίζανε τη βιοπαθητική ουσία των ανθρώπινων μαζών. Κανένας λογικός άνθρωπος ωστόσο δεν περιμένει ότι η κοινωνική και ατομική ελευθερία υπάρχει ολόκληρη και έτοιμη στα συρτάρια των επαναστατών στοχαστών και πολιτικών. Κάθε καινούργια κοινωνική προσπάθεια οικοδομείται πάνω στα λάθη, πάνω στα κενά που άφησαν οι παλαιότεροι κοινωνιολόγοι και επαναστάτες ηγέτες.
Η θεωρία του Λένιν για τη «δικτατορία του προλεταριάτου» συγκέντρωνε μια σειρά από προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της αληθινής κοινωνικής δημοκρατίας, όχι όμως όλες. Ακολουθούσε τον σκοπό της αυτοκατευθυνόμενης ανθρώπινης κοινωνίας. Υποστήριζε την άποψη ότι ο σημερινός άνθρωπος δεν είναι ικανός να προχωρήσει στην κοινωνική επανάσταση δίχως μια ιεραρχικά οικοδομημένη οργάνωση, ούτε μπορεί να πραγματώσει τα τεράστια κοινωνικά καθήκοντά του δίχως αυταρχική πειθαρχία και υπακοή.
Η δικτατορία του προλεταριάτου, με τη λενινιστική έννοια, θα γινόταν η εξουσία που έπρεπε να συσταθεί για να καταργήσει κάθε είδους εξουσία. Αρχικά, διέφερε απ’ τη φασιστική ιδεολογία της δικτατορίας, απ’ το γεγονός ότι έβαζε στον εαυτό της το καθήκον να αυτοϋπονομευτεί, δηλαδή να αντικαταστήσει την αυταρχική διεύθυνση της κοινωνίας με την κοινωνική αυτοδιοίκηση.
Η κοινωνική επανάσταση, σύμφωνα με τη λενινιστική σύλληψη, είχε το καθήκον, όχι μόνο να εξαλείψει την εξωτερική τυπική και πραγματική υποτελειακή σχέση, αλλά ουσιαστικώς να κάνει τους ανθρώπους εσωτερικά ανίκανους για υποτελειακές υπηρεσίες. Η δημιουργία των οικονομικών προϋποθέσεων της κοινωνικής δημοκρατίας, δηλαδή της σοσιαλιστικά σχεδιασμένης οικονομίας, αποδείχτηκε στη συνέχεια σαν ασήμαντη, σε σύγκριση με το καθήκον της χαρακτηρολογικής αναδιάρθρωσης των ανθρώπινων μαζών. Όποιος θέλει να κατανοήσει τη νίκη του Φασισμού και την εθνικιστική εξέλιξη της Σοβιετικής Ένωσης, καλό θα ‘ναι να συλλάβει αυτό το πρόβλημα σ’ όλη του την έκταση.Η πρώτη πράξη του λενινιστικού προγράμματος, δηλαδή η σύσταση της «δικτατορίας του προλεταριάτου», πέτυχε. Δημιουργήθηκε ένας κρατικός μηχανισμός που συγκροτήθηκε παντού από εργατόπαιδα και αγροτόπαιδα. Οι γόνοι των παλαιότερων φεουδαλικών και μεγαλοαστικών στρωμάτων είχαν αποκλειστεί. Η δεύτερη και σπουδαιότερη πράξη, η αντικατάσταση του προλεταριακού κρατικού μηχανισμού από την κοινωνική αυτοδιοίκηση, παραμελήθηκε. Κυριάρχησε ένα δικτατορικό μονοκομματικό σύστημα μ’ επικεφαλής έναν αυταρχικό ηγέτη του ρωσικού λαού. Πως ήταν δυνατό αυτό;
Ο Στάλιν είχε «εξαπατήσει», είχε «προδώσει» τη λενινιστική επανάσταση, ή είχε «σφετεριστεί την εξουσία»; Ενώ το 8o κομματικό συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1919, είχε ιδρύσει τη σοβιετική δημοκρατία, το 7ο συνέδριο των σοβιέτ, τον Ιανουάριο του 1935, διακήρυξε την «Εισαγωγή της σοβιετικής δημοκρατίας».
Τί σημαίνει αυτή η ανοησία;
Για να αντιληφθούμε τη διαδικασία της «Εισαγωγής της σοβιετικής δημοκρατίας» το 1935, 16 χρόνια μετά την εισαγωγή της σοβιετικής δημοκρατίας, ας την κάνουμε πιο απλή μ’ ένα παράδειγμα.
Ένας φοιτητής της Εγκληματολογίας διαπιστώνει στη διάρκεια των σπουδών του ότι οι αντικοινωνικές ενέργειες των ανθρώπων δεν πρέπει ν’ αντιμετωπίζονται σαν εγκλήματα, αλλά σαν ασθένειες· επομένως, δεν πρέπει να κολάζονται αλλά να γιατρεύονται και να θεραπεύονται. Αφήνει λοιπόν τις σπουδές της Νομικής κι αρχίζει σπουδές Ιατρικής. Η δραστηριότητά του τώρα δεν είναι πια τυπική-ηθική αλλά εμπράγματη-πρακτική. Στη συνέχεια, διαβλέπει ότι στην ιατρική του δραστηριότητα θα πρέπει να εφαρμόσει καταρχήν και κάμποσα μη ιατρικά μέσα.
Θέλει λ.χ. να καταργήσει τον ζουρλομανδύα σαν θεραπευτική μέθοδο για τους διανοητικά ασθενείς και να τον αντικαταστήσει με προληπτική διαπαιδαγώγηση. Παρά την αντίθετη πρόθεσή του όμως, είναι υποχρεωμένος να χρησιμοποιεί ζουρλομανδύες· υπάρχουν πάρα πολλοί διανοητικά ασθενείς, δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα κι είναι υποχρεωμένος να συνεχίσει να χρησιμοποιεί παλιές κακές μεθόδους, πάντα όμως με την πρόθεση να τις αντικαταστήσει κάποτε με καλύτερες.
Μετά από πολλά χρόνια, το πρόβλημα τον έχει ξεπεράσει. Δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα· οι γνώσεις για τις διανοητικές ασθένειες είναι λιγοστές. Υπάρχουν πάρα πολλές· η εκπαίδευση τις χιλιαπλασιάζει καθημερινά. Ως γιατρός είναι υποχρεωμένος να προστατέψει την κοινωνία απ’ τις διανοητικές ασθένειες. Δεν μπορεί να πραγματοποιήσει τις καλές του προθέσεις· είναι υποχρεωμένος να επιστρέψει σε παλιές μεθόδους, που πριν από χρόνια τις καταδίκαζε σφοδρά κι ήθελε να τις αντικαταστήσει με καλύτερες. Χρησιμοποιεί ολοένα περισσότερους ζουρλομανδύες· τα παιδαγωγικά του σχέδια αποτυχαίνουν, δεν μπορεί να λειτουργήσει ως «θεράπων» γιατρός και κατά συνέπεια εφαρμόζει πάλι τα μέτρα της παλιάς νομοθεσίας. Η θεραπεία των εγκληματιών σαν ασθενών απέτυχε· είναι υποχρεωμένος να επιτρέψει πάλι τη φυλάκισή τους.
Αυτός όμως, δεν παραδέχεται την αποτυχία του, ούτε στον εαυτό του ούτε και στους άλλους. Δεν έχει το κουράγιο για κάτι τέτοιο. Ίσως να μην το ξέρει καν. Ισχυρίζεται τώρα την ακόλουθη ανοησία: «Η χρήση του ζουρλομανδύα και της φυλακής για τους διανοητικώς ασθενείς και τους εγκληματίες, είναι μια μεγάλη πρόοδος στην εφαρμογή της ιατρικής επιστήμης μου. Είναι η αληθινή ιατρική τέχνη· σημαίνει πως έχω πετύχει τον αρχικό μου σκοπό».
Αυτό το παράδειγμα, πρέπει να εφαρμοστεί ως την πιο μικρή λεπτομέρεια στην «Εισαγωγή της σοβιετικής δημοκρατίας», 16 χρόνια μετά την «Εισαγωγή της σοβιετικής δημοκρατίας». Αυτή γίνεται κατανοητή μόνο αν την αντιπαραθέσουμε με τη βασική αντίληψη της «κοινωνικής δημοκρατίας» και της «κατάργησης του κράτους» που εξέθεσε ο Λένιν στο «Κράτος κι Επανάσταση». Το πως τεκμηρίωσε η σοβιετική κυβέρνηση αυτό το μέτρο, δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία. Μόνο μια φράση απ’ αυτή την τεκμηρίωση, που δημοσιεύτηκε στο «Rundschau» (1935, No. 7, σελ. 331), δείχνει ότι μ’ αυτή την ενέργεια, αδιάφορο αν έγινε δικαιολογημένα η αδικαιολόγητα, η λενινιστική αντίληψη της κοινωνικής δημοκρατίας μπήκε ατό περιθώριο. Γράφει εκεί:
«Η προλεταριακή δικτατορία ήταν από παλιά η μοναδική πραγματική λαϊκή εξουσία. Ίσαμε τώρα εκπλήρωσε μ’ επιτυχία τα δυο κυριότερα καθήκοντά της: Την εξαφάνιση της ταξικής υπόστασης των εκμεταλλευτών, την απαλλοτρίωσή τους, τον περιορισμό τους και τη σοσιαλιστική διαπαιδαγώγηση των μαζών. Η προλεταριακή δικτατορία εξακολουθεί να υπάρχει, δίχως να ‘χει διόλου εξασθενήσει.»Όταν έχει εξαφανιστεί η ταξική υπόσταση των εκμεταλλευτών κι έχει επιτευχθεί η σοσιαλιστική διαπαιδαγώγηση των μαζών, όταν την ίδια στιγμή η δικτατορία «εξακολουθεί να υπάρχει δίχως να ‘χει διόλου εξασθενήσει», τότε έχουμε μπροστά μας την πλήρη ανοησία. Αν επαληθεύονται οι προϋποθέσεις, για ποιόν λόγο εξακολουθεί τότε να υπάρχει η δικτατορία δίχως να ‘χει εξασθενήσει; Ενάντια σε ποιόν η σε τί στρέφεται, αν έχει εξαφανιστεί ο εκμεταλλευτής και η μάζα έχει ήδη διαπαιδαγωγηθεί στην αυτοδιοίκηση της κοινωνίας; Τέτοια βλακεία στη διατύπωση κρύβει πάντα ένα νόημα αναληθές: Η δικτατορία εξακολουθεί να υπάρχει, όχι ενάντια στους παλαιού τύπου εκμεταλλευτές, αλλά ενάντια στην ίδια τη μάζα.
«Αυτή η ανώτερη σοσιαλιστική φάση του δεσμού, ανάμεσα σε εργάτες και αγρότες, δίνει στην προλεταριακή δικτατορία, με την έννοια της δημοκρατίας των εργαζομένων, ένα καινούργιο, ανώτερο περιεχόμενο. Αυτό το νέο περιεχόμενο απαιτεί και νέα σχήματα… Έκφρασή τους είναι ακριβώς η παραχώρηση του ισότιμου, άμεσου και απόρρητου εκλογικού δικαιώματος στους εργαζόμενους».Σ’ άλλο σημείο, η σοβιετική δημοκρατία χαρακτηρίζεται σαν η «πλέον δημοκρατική» δημοκρατία του κόσμου!
Δεν θέλουμε να πιανόμαστε απ’ τις λέξεις: Η προλεταριακή δικτατορία (που με τον καιρό έπρεπε να δώσει τη θέση της στην αυτοδιοίκηση των ανθρώπινων μαζών) υπάρχει ταυτόχρονα με την «πλέον δημοκρατική» δημοκρατία. Τούτο είναι κοινωνιολογική ανοησία, σύγχυση όλων των κοινωνιολογικών εννοιών.
Ταυτόχρονη συνύπαρξη της «δικτατορίας του προλεταριάτου» και της αυτοδιοίκησης των εργαζόμενων μαζών, είναι αδύνατη και σαν απαίτηση είναι μια παραπλανητική ανοησία. Στην πραγματικότητα κυριαρχεί η δικτατορία της κομματικής γραφειοκρατίας πάνω στις μάζες, κάτω απ’ την επίφαση ενός τυπικά δημοκρατικού κοινοβουλευτισμού.
Δεν πρέπει ποτέ να μας διαφεύγει, ότι ο Χίτλερ υπολόγιζε πάντα στο δικαιολογημένο μίσος των ανθρώπινων μαζών κατά της φαινομενικής δημοκρατίας και του κοινοβουλευτικού συστήματος -και με πόση επιτυχία! Η «ενότητα του Μαρξισμού και του κοινοβουλευτικού-αστικού Φιλελευθερισμού» ως πανίσχυρο σύνθημα του Φασισμού, μετά από τέτοιους πολιτικούς ελιγμούς των Ρώσων κομμουνιστών, φυσικό ήταν να εντυπωσιάσει! Γύρω στο 1935 χανόταν ολοένα περισσότερο η ελπίδα που είχαν εναποθέσει στη Σοβιετική Ένωση οι πλατιές ανθρώπινες μάζες ολόκληρου του κόσμου. Τα πραγματικά προβλήματα δεν μπορεί να τα επιλύσει κανείς με πολιτικές αυταπάτες. Πρέπει να ‘χει το κουράγιο να ονομάζει τις δυσκολίες με τ’ όνομά τους. Δεν μπορεί κανείς να συγχύζει, ατιμώρητα, κοινωνικές έννοιες που έχουν τεθεί με σαφήνεια.
Η «εισαγωγή του γενικού εκλογικού δικαιώματος» το 1935, μαζί με τη μετατόπιση του πολιτικού βάρους στη μάζα των κολχόζνικων, είχε και την έννοια της επανεισαγωγής της τυπικής δημοκρατίας, ενός κοινοβουλευτικού φαινομενικού δικαίου που το παραχωρούσε ένας ολοένα ισχυρότερος γραφειοκρατικός-κρατικός μηχανισμός σε μια μάζα ανθρώπων που δεν μπορούσε να τον καταστρέψει και δεν έμαθε να αυτοδιοικείται.
Δεν υπάρχει στη Σοβιετική Ένωση ούτε το παραμικρό σημάδι που να προδίδει την ελάχιστη πρόθεση, η διοίκηση της κοινωνίας να γίνει κάποτε προσιτή στην κοινωνία. Η διδασκαλία της ανάγνωσης και της γραφής, η καθαριότητα και η διδασκαλία της τεχνολογίας των μηχανών είναι αναγκαιότητες. Δεν έχουν όμως καμμιά σχέση με την κοινωνική αυτοδιοίκηση. Αυτό το έκανε κι ο Χίτλερ.
Η ανάπτυξη της σοβιετικής κοινωνίας, χαρακτηρίζεται λοιπόν από τη διαμόρφωση ενός νέου αυτονομοποιημένου κρατικού μηχανισμού που έχει γίνει αρκετά ισχυρός για να δίνει στη μάζα του πληθυσμού την αυταπάτη μιας ελευθερίας δίχως να διακινδυνεύει ο ίδιος, ακριβώς όπως έκανε κι ο χιτλερικός Εθνικοσοσιαλισμός. Ο συναισθηματισμός δεν ωφελεί εδώ διόλου: Η Ρωσική Επανάσταση συνάντησε έναν φραγμό, που δεν τον αναγνώρισε και γι’ αυτό τον απόκρυψε με αυταπάτες. Ήταν ο φραγμός της ανθρώπινης δομής που μέσα στα χιλιάδες χρόνια είχε γίνει βιοπαθητικός. Θα ‘ταν άσκοπο ν’ αποδοθεί το «φταίξιμο» στον Στάλιν, ή σε κάποιον άλλο. Ο Στάλιν δεν ήταν παρά ένα όργανο των περιστάσεων.
Στη σκληρή πραγματικότητα, συναντάει συνέχεια καινούργιες άγνωστες δυσκολίες· αυτό επιφέρει οπισθοδρομήσεις και καταστροφές· πρέπει να μάθουμε να τις προσεγγίζουμε, να τις γνωρίζουμε και να τις υπερνικάμε. Ωστόσο, μία μομφή παραμένει: Ένα πολλά υποσχόμενο κοινωνικό σχέδιο, πρέπει να επανεξετάζεται συνεχώς κάτω απ’ το φως της αλήθειας. Πρέπει να διαπιστώνεται έντιμα εάν είναι λαθεμένο το σχέδιο, ή αν παράβλεψαν κάτι στην εξέλιξη· τότε το σχέδιο μπορεί συνειδητά ν’ αλλαχθεί, να βελτιωθεί και να ποδηγετηθεί καλύτερα η εξέλιξη.
Μπορεί να επιστρατευτεί η ανθρώπινη σκέψη πολλών, ώστε να ξεπεραστεί η τροχοπέδηση της απελευθερωτικής εξέλιξης. Αλλά, η παραπλανητική, πολιτικάντικη εξαπάτηση των μαζών, αποτελεί κοινωνικό έγκλημα. Όταν ένας έντιμος ηγέτης των μαζών φτάσει σ’ αδιέξοδο και δεν μπορεί να ξεφύγει, παραιτείται και δίνει τη θέση του σ’ άλλους. Αν δεν βρεθεί κάποιος καλύτερος, τότε ενημερώνει την κοινότητα με απόλυτη σαφήνεια για τα εμπόδια που υπάρχουν και περιμένει, μαζί με την κοινότητα, να βρεθεί μια λύση, είτε μέσα από γεγονότα, είτε με ανακαλύψεις μεμονωμένων ατόμων. Ο πολιτικάντης αισθάνεται φόβο μπροστά σε τέτοια ειλικρίνεια.
Όμως, απ’ την κοινωνική δημοκρατία του Λένιν γεννήθηκε ο νέος ρωσικός εθνικισμός. Η «Κόκκινη Εφημερίδα του Λένινγκραντ», κεντρικό όργανο των Ρώσων μπολσεβίκων, στις 4 Φεβρουαρίου 1935, έγραφε:
Όλη μας η αγάπη, η πίστη μας, η δύναμή μας, η καρδιά μας, ο ηρωισμός μας, η ζωή μας -όλα για Σένα, δέξου τα, Εσύ μεγάλε Στάλιν, όλα Δικά Σου, αρχηγέ Εσύ της μεγάλης πατρίδας. Διάταξε τους γιους Σου, μπορούν να κινηθούν στο αέρα και κάτω απ’ τη γη, στο νερό και στη στρατόσφαιρα (σ.σ.: Λες κι οι γιοι της «μεγάλης γερμανικής πατρίδας», ή των Ηνωμένων Πολιτειών, δεν μπορούσαν να το κάνουν κι αυτοί!). Οι άνθρωποι όλων των εποχών και όλων των λαών θα πουν πως έχεις το πιο υπέροχο, το πιο ισχυρό, το πιο σοφό, το πιο ωραίο όνομα. Τ’ όνομά σου υπάρχει σε κάθε εργοστάσιο, σε κάθε μηχανή, σε κάθε κομμάτι γης, σε κάθε ανθρώπινη καρδιά. Όταν η αγαπημένη μου γυναίκα γεννήσει ένα παιδί, η πρώτη λέξη που θα του μάθω θα ‘ναι: Στάλιν.Αν κανείς προφήτευε κάτι τέτοιο το 1918, θα θεωρούνταν τρελός.
Στη Σοβιετική Ένωση, η κατασκευή του αεροπλάνου μεγάλων αποστάσεων «Γκόρκι», εξυμνήθηκε σαν ένα «επαναστατικό έργο». Ωστόσο, σε τί διαφέρει ουσιαστικώς αυτή η κατασκευή αεροπλάνων απ’ την κατασκευή των γιγάντιων αεροπλάνων στη Γερμανία ή στην Αμερική;
Περίπου μέχρι τα τέλη του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου στη Ρωσία, και μέχρι την παγκόσμια οικονομική κρίση γύρω στο 1930 στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι σχέσεις του συστήματος του ιδιωτικού Καπιταλισμού προς το σύστημα του κράτους ήταν απλές. Για τον Λένιν και τους συγκαιρινούς συντρόφους του, το «καπιταλιστικό κράτος» ήταν απλά το εξουσιαστικό όργανο της «τάξης των ιδιωτών καπιταλιστών».
Η απλότητα αυτής της σχέσης, παρουσιαζόταν στις ρωσικές ταινίες της επανάστασης, με τον ακόλουθο περίπου τρόπο: Ο ιδιοκτήτης ενός εργοστασίου, προσπαθεί να συμπιέσει τους μισθούς· οι εργάτες, αντιθέτως, απαιτούν αυξήσεις. Ο καπιταλιστής αρνείται την εκπλήρωση αυτής της διεκδίκησης· αμέσως οι εργάτες του εργοστασίου απεργούν για να επιβάλλουν τη διεκδίκηση. Ο καπιταλιστής καλεί τον αρχηγό της αστυνομίας και του αναθέτει «να αποκαταστήσει πάλι την τάξη».
Ο αρχηγός της αστυνομίας εμφανίζεται εδώ σαν κρατικό όργανο του καπιταλιστή και μ’ αυτό δεν εκφράζει παρά το γεγονός ότι το κράτος είναι ένα «κράτος των καπιταλιστών»: Στέλνει τις μονάδες του, συλλαμβάνει τους «υποκινητές», οι εργάτες μένουν χωρίς ηγεσία, πεινούν και γυρνούν, ηθελημένα ή αθέλητα, πίσω στην εργασία τους. Ο καπιταλιστής νίκησε. Τούτο απαιτεί καλύτερη και αυστηρότερη οργάνωση της εργατικής τάξης.
Με παρόμοιο τρόπο, το κράτος κι ο Καπιταλισμός ταυτίστηκαν στην Αμερική, τουλάχιστον κατά την άποψη του κοινωνιολόγου που είχε τεθεί στο πλευρό της εργατιάς. Ωστόσο, τα 20 χρόνια των τεράστιων κοινωνικών ανακατατάξεων επέφεραν αλλαγές που δεν καλύπτονται πια με την απλή αντίληψη που περιγράψαμε. Απ’ το σύστημα του ιδιωτικού Καπιταλισμού προέκυπταν, ολοένα πιο φανερά, συνασπισμοί, που γενικά χαρακτηρίζονταν ως «κρατικοκαπιταλιστικοί». Η κοινωνία της Ρωσίας είχε αντικαταστήσει τον ιδιώτη καπιταλιστή με την απεριόριστη κυριαρχία του κράτους. Δεν έχει σημασία το πως χαρακτηριζόταν, είναι όμως φανερό ότι με τη σωστή, αυστηρώς μαρξιστική κοινωνιολογική έννοια, ο κρατικός Καπιταλισμός είχε αντικαταστήσει τον ιδιωτικό Καπιταλισμό.
@Αποσπάσματα από το βιβλίο «Η μαζική ψυχολογία του Φασισμού» του Βίλχελμ Ράιχ
MAZIKI PSIXOLOGIA FASISMOY PDF
Η Συγκινησιακή Πανούκλα
Μελέτες κοινωνικής παθολογίας
Βίλχελμ Ράιχ, Θίοντορ Π. Γουλφ, Βάλτερ Χόπε, Γκούναρ Λάιστικοφ, Τσέστερ Ράφαελ
Μελέτες κοινωνικής παθολογίας
Βίλχελμ Ράιχ, Θίοντορ Π. Γουλφ, Βάλτερ Χόπε, Γκούναρ Λάιστικοφ, Τσέστερ Ράφαελ
Ο Βίλχελμ Ράιχ, με τον όρο «Συγκινησιακή Πανούκλα», αναφέρεται στην ιδιαίτερη εκείνη νευρωτική συμπεριφορά των ανθρώπων, η οποία δρα καταστροφικά μέσα στην κοινωνία. Αναγνωρίζει λοιπόν μία ιδιαίτερα διαταραγμένη στάση η οποία δεν περιορίζεται στο να βασανίζει το ίδιο το νευρωτικό άτομο, αλλά επεκτείνει τη δράση της προσπαθώντας να καταστρέψει την ευτυχία των άλλων. Αυτό είναι και το θέμα του ενδιαφέροντος και επίκαιρου βιβλίου με τίτλο «Συγκινησιακή Πανούκλα: Μελέτες κοινωνικής παθολογίας» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ρέω. Πρόκειται για ένα βιβλίο που περιέχει αδημοσίευτα κείμενα του Βίλχελμ Ράιχ, με εξαίρεση ένα, που τροποποιημένο ενσωμάτωσε αργότερα στο βιβλίο του «Ανάλυση του Χαρακτήρα», το οποίο όμως κρίθηκε σκόπιμο να συμπεριληφθεί και εδώ για την καλύτερη κατανόηση και πληρότητα του θέματος. Ο τόμος συμπληρώνεται από κείμενα συνεργατών του σχετικά με τη συναισθηματική και πανδημική αυτή μάστιγα.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη:
Το πρώτο περιέχει τρία κείμενα του Βίλχελμ Ράιχ και πραγματεύεται τους μηχανισμού της συγκινησιακής πανούκλας και τη συμπεριφορά των ατόμων που έχουν προσβληθεί από αυτήν. Το δεύτερο μέρος αναφέρεται σε παραδείγματα συγκινησιακής πανούκλας από την ιστορία της ανθρωπότητας. Είναι πράγματι εντυπωσιακό πόσοι άνθρωποι της διανόησης, καλλιτέχνες, εφευρέτες και πρωτοπόροι της επιστήμης έπεσαν θύμα αυτής της επάρατης συγκινησιακής νόσου. Τα παραδείγματα της καταστροφικής δράσης της συγκινησιακής πανούκλας μπορούν να βρεθούν σε όλη την έκταση της γραπτής ιστορίας.
Το πρώτο περιέχει τρία κείμενα του Βίλχελμ Ράιχ και πραγματεύεται τους μηχανισμού της συγκινησιακής πανούκλας και τη συμπεριφορά των ατόμων που έχουν προσβληθεί από αυτήν. Το δεύτερο μέρος αναφέρεται σε παραδείγματα συγκινησιακής πανούκλας από την ιστορία της ανθρωπότητας. Είναι πράγματι εντυπωσιακό πόσοι άνθρωποι της διανόησης, καλλιτέχνες, εφευρέτες και πρωτοπόροι της επιστήμης έπεσαν θύμα αυτής της επάρατης συγκινησιακής νόσου. Τα παραδείγματα της καταστροφικής δράσης της συγκινησιακής πανούκλας μπορούν να βρεθούν σε όλη την έκταση της γραπτής ιστορίας.
Το τρίτο μέρος παραθέτει συγκεκριμένα παραδείγματα από τη ζωή του Ράιχ και των συνεργατών του, οι οποίοι δέχθηκαν επίθεση από τη συγκινησιακή πανούκλα. Γίνεται ανάλυση της εκστρατείας του Τύπου εναντίον του Ράιχ στη Νορβηγία, όταν δημοσίευσε τα πειράματά του για τα βιόντα. Στη συνέχεια περιγράφεται η απαρχή της δυσφημιστικής παρουσίασης του έργου του Ράιχ στον Τύπο των ΗΠΑ. Ακολουθούν ένα σκωπτικά γραμμένο κείμενο του Ράιχ για τον χαρακτήρα της συγκινησιακής πανούκλας και δύο περιστατικά από τη ζωή συνεργατών του οι οποίοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με τη δράση της συγκινησιακής πανούκλας.
Στο τέλος του βιβλίου έχει προστεθεί ένα εκτενές παράρτημα με πληροφορίες γύρω από τη ζωή και το έργο του Βίλχελμ Ράιχ. Υπάρχει ένα εκτενές βιογραφικό του όπου περιγράφεται σύντομα αλλά περιεκτικά η εξέλιξη του έργου του, ένα χρονολόγιο των ανακαλύψεών του, μία σύντομη αναφορά στην εξέλιξη της θεραπευτικής του τεχνικής και ένα εκτενές γλωσσάριο όπου εξηγούνται οι νέοι όροι που έχει εισάγει ο Ράιχ για να περιγράψει τις ανακαλύψεις του.
«Η συγκινησιακή πανούκλα» είναι το πρώτο μιας σειράς με τίτλο «Βιβλιοθήκη της Οργονομίας» στην οποία θα παρουσιαστούν τα έργα του Βίλχελμ Ράιχ, σε νέες μεταφράσεις, με την επίβλεψη του Ιδρύματος που λειτουργεί το Μουσείο Βίλχελμ Ράιχ και έχει την ευθύνη για την πιστή απόδοση των έργων του ανά τον κόσμο.
316 σελίδες. Τιμή 20,00 € /συν 6,50€ έξοδα αποστολής κι αντικαταβολής
Τηλέφωνο παραγγελίας: 6907070703 και στο mail: mwohellas@gmail.com
Τηλέφωνο παραγγελίας: 6907070703 και στο mail: mwohellas@gmail.com
Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΟΡΓΑΣΜΟΥ ΤΟΜΟΣ 1
Συγγραφέας: ΡΑΙΧ ΒΙΛΧΕΛΜ
Συγγραφέας: ΡΑΙΧ ΒΙΛΧΕΛΜ
Το βιβλίο Η λειτουργία του Οργασμού είναι ο πρώτος από τους δύο τόμους που περιγράφουν την ανακάλυψη της οργόνης. Ο Ράιχ καταγράφει την επιστημονική του πορεία στην ψυχανάλυση, τις θεωρητικές και πρακτικές διαφορές της δικής του προσέγγισης από τις τότε επικρατούσες τάσεις της, και την ανακάλυψη ενός καινοτόμου τρόπου διεξαγωγής της ψυχοθεραπείας. Εγκαταλείποντας τον παραδοσιακό τρόπο με το «ψυχαναλυτικό ντιβάνι» μετακίνησε την καρέκλα του βλέποντας καταπρόσωπο τον ασθενή, παρατήρησε τον τρόπο με τον οποίο αμυνόταν στη θεραπεία και τον αποδόμησε για να κινητοποιήσει τις καταπιεσμένες συγκινήσεις. Συνειδητοποίησε τη σημασία της οργασμικής εκφόρτισης της πλεονάζουσας ψυχικής και σωματικής ενέργειας και τον καθοριστικό της ρόλο στην ανθρώπινη υγεία.
Οι αντιδράσεις των ασθενών του στις έντονες συγκινήσεις, που αναμοχλεύονταν με τη μέθοδό του, οδήγησαν τον Ράιχ να τις συσχετίσει με τη φυσιολογία του οργανισμού ανακαλύπτοντας την ύπαρξη στενής σύνδεσης των συγκινήσεων με τη λειτουργία του αυτόνομου νευρικού συστήματος. Μετά την επιτυχή εφαρμογή των θεωριών του στην ψυχοθεραπεία, ο Ράιχ μελέτησε τη φυσική διάσταση της ενέργειας του σώματος που εκδηλωνόταν με τις συγκινήσεις και στη σεξουαλικότητα, και διαπίστωσε ηλεκτροφυσιολογικά ότι η ηδονή και το άγχος τροποποιούν τα ηλεκτρικά δυναμικά που αναπτύσσονται στην επιφάνεια του δέρματος. Εφαρμόζοντας την συγκεκριμένη τεχνική ψυχοθεραπείας θεράπευε το ανθρώπινο βιοσύστημα και όχι την επιφανειακή «ψυχολογική» υπερδομή του, και έτσι εισήλθε στον χώρο της βιολογίας ανοίγοντας τον δρόμο για την ανακάλυψη της οργόνης
489 σελίδες. Τιμή 22,00 € /συν 6,50€ έξοδα αποστολής κι αντικαταβολής
Τηλέφωνο παραγγελίας: 6907070703 και στο mail: mwohellas@gmail.com
Τηλέφωνο παραγγελίας: 6907070703 και στο mail: mwohellas@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΡΟΣΟΧΗ: Οι απόψεις των αναρτήσεων δεν ταυτίζονται υποχρεωτικά με τις δικές μας.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.