Δεν γεννήθηκαν άστεγοι. Ούτε μεγάλωσαν στο δρόμο. Είχαν σπίτι, οικογένεια, δουλειά, «ταυτότητα»... Αυτά μέχρι πρόσφατα. Διότι τώρα ζουν στα παλιά τους αυτοκίνητα, τρέφονται από τα συσσίτια (ενίοτε από τα σκουπίδια) και εξαρτώνται από την καλή θέληση των γειτόνων τους.
Ο άγνωστος «Μ»
Αυτό είναι το παρατσούκλι που του έχουν κολλήσει οι πιτσιρικάδες. Για όσους τον ξέρουν βέβαια μόνο άγνωστος δεν είναι. Φιλικός, ευγενικός, μορφωμένος, κοινωνικός. Αυτό κατάλαβα από τα λίγα λόγια που είπα μαζί του. Ο κύριος Μ. που είναι 55 ετών αλλά μοιάζει με 40... Με τα μακριά μαύρα μαλλιά και την αραιή γενειάδα. Ο άνθρωπος που 3 χρόνια τώρα ζει στο παλιό του τροχόσπιτο που βρίσκεται «παρκαρισμένο» στον περιφερειακό δρόμο του Φιλοπάππου. Σε ένα κοίλωμα του δρόμου απέναντι από το βουνό. Δίπλα από τις εργατικές κατοικίες και πάνω από τα πέτρινα σπίτια των Πετραλώνων. Εκεί που καθημερινά σταματούν δεκάδες οδηγοί φορτηγών για να ξαποστάσουν και οδηγοί ταξί για να «ξαλαφρώσουν»...
«Γι’ αυτό έβαλα την ταμπέλα έξω από το τροχόσπιτο. Έρχονται κάθε μέρα και ουρούν ακριβώς δίπλα, πολλές φορές ξυστά από το αυτοκίνητο. Δεν γνωρίζουν ότι αυτό είναι το σπίτι μου και ούτε είναι υποχρεωμένοι να το μάθουν. Που να φανταστεί κανείς ότι μέσα σε αυτό το σαράβαλο ζει ένας άνθρωπος;» μου λέει και γελάει. Ναι γελάει. Αυτό είναι το περίεργο.
«Έχω συνηθίσει στο δρόμο 3 χρόνια τώρα. Δεν είναι το καλύτερό μου. Θα ήθελα ένα ζεστό σπίτι, να κάνω ένα μπάνιο σαν άνθρωπος και να μην πλένομαι στο βουνό όποτε έχει καλό καιρό αλλά αφού έχω την υγεία μου κουτσά στραβά θα τα καταφέρω» ψιθυρίζει. Μιλάει όμορφα. Ο λόγος του προδίδει ότι είναι μορφωμένος, πως ξέρει να προσεγγίζει τους ανθρώπους όταν αυτοί είναι ανοιχτοί. «Τι δουλειά κάνατε;» τον ρωτάω. «Πολλές» μου απαντάει. «Τα περισσότερα χρόνια όμως ήμουν σύμβουλος ψυχικής υγείας σε μια μη κερδοσκοπική οργάνωση και στη συνέχεια οδηγός σε κάποια μεγάλα νυχτερινά κέντρα. Δεν ήμουν πάντα άστεγος. Είχα δικό μου σπίτι, αγορασμένο. Έμενα μόνος μου, είχα τη δουλειά μου, το αυτοκίνητο μου, τους φίλους μου, αυτό το τροχόσπιτο. Μετά ήρθαν όλα στραβά. Έφταιξα κι εγώ δε λέω. Όλοι έχουμε κάνει τις βλακείες μας»
«Απολύθηκα από τη δουλειά μου, στέρεψα οικονομικά. Πούλησα το σπίτι μου και προσωρινά κοιμόμουν σε ένα αυτοκίνητο που είχα. Ξεκίνησα να κάνω κάποια μεροκάματα ως οδηγός αλλά έπειτα από τους ελέγχους που έκανε η αστυνομία στην εταιρία σταμάτησα. Δεν μπορούσα να βρω δουλειά πουθενά. Ούτε για να μοιράσω φυλλάδια. Εκεί μόνο ξένους ή πιτσιρικάδες παίρνουν. Με έβλεπαν και ήξερα ότι η απάντηση ήταν «όχι» πριν ανοίξω το στόμα μου. Πούλησα και το αυτοκίνητο και έμεινα με αυτό εδώ το παλιό τροχόσπιτο. Προσωρινά έλεγα αλλά ουδέν μονιμότερον του προσωρινού, έτσι δεν είναι;» αποκρίνεται. Τι να του πω; Έτσι είναι...
«Ήρθε και η κρίση και μας αποτελείωσε. Παλιότερα ίσως να κάναμε κανένα μεροκάματο αριστερά-δεξιά. Τώρα τίποτα. Ρούχα μαζεύω από τα σκουπίδια. Μου δίνουν και κάποια οι κάτοικοι της περιοχής. Σε καθημερινή βάση πηγαίνω στο συσσίτιο της Αρχιεπισκοπής. Στις 12 κάθε μέρα. Τουλάχιστον έχω ένα πιάτο φαγητό. Ας είναι καλά. Υπάρχουν και μέρες που ψάχνω στα σκουπίδια. Αλλά έχει αγριέψει η κατάσταση. Παλαιότερα βρίσκαμε κάποια πράγματα, λίγο φαγητό, λίγα ρούχα. Τώρα έρχονται οι ξένοι και γίνεται σκοτωμός. Είμαστε 10 Έλληνες άστεγοι και αυτοί είναι 30-40 άτομα πεινασμένα και εξαθλιωμένα. Έχουν βγάλει μέχρι και μαχαίρια. Δεν πλησιάζουμε πια όταν τους βλέπουμε. Ο καθένας έχει το χώρο του. Υπάρχουν γείτονες που ενοχλούνται. Από το τροχόσπιτο, από το σκυλιά που μαζεύονται εδώ γύρω. Εγώ έχω δυο σκυλιά αλλά τα κρατάω μέσα στο τροχόσπιτο. Τα φροντίζω. Είναι καθαρά και φιλικά. Αυτή είναι η παρέα μου. Δεν μπορείς να φανταστείς. Τους μιλάω σαν να είναι άνθρωποι. Και με τον τρόπο τους πάντα μου απαντούν. Πολλές φορές είναι πιο ανθρώπινα από τους ανθρώπους» μου λέει με παράπονο.
«Ο Δήμος δεν μας βοηθάει. Έρχονται συνέχεια και βάζουν χαρτί ότι είναι εγκαταλελειμμένο το όχημα. Εγώ ζω εδώ τους λέω κι αυτοί συνεχίζουν. Δε μπορώ να λείψω ώρα γιατί υπάρχει κίνδυνος να έρθει ο γερανός και να το σηκώσει. Το έχουν κάνει σε πολλούς που γνωρίζω. Και το κακό είναι ότι δεν κρατάνε ούτε τα χαρτιά μας. Ταυτότητες, στοιχεία , άδειες ...ότι έχουμε. Άντε μετά να βγάλεις άκρη».
Του ζητάω να φωτογραφίσω το τροχόσπιτο. «Όχι απ’ έξω. Είναι πολύ χαρακτηριστικό και δεν θέλω. Μπορεί να το δουν και παλιοί μου φίλοι. Οικογένεια δεν έχω για να ανησυχώ αλλά δε θέλω να με ξέρουν όλοι σαν τον «άστεγο», καταλαβαίνεις Τράβα από το εσωτερικό αν θέλεις. Αλλά τι να τραβήξεις το χάλι;» μου λέει και ανοίγει την σχεδόν ξεχαρβαλωμένη πόρτα του τροχόσπιτου...
Ο «τίγρης» του Ταύρου
Ψηλός, γεροδεμένος, λιγομίλητος... Με κοντοκουρεμένα πυκνά άσπρα μαλλιά και γένια. Με χέρια δουλεμένα και ανοιχτόχρωμα μάτια μονίμως υγρά. Αυτός είναι ο κύριος Κ. Στα 66 του χρόνια έχει ζήσει πολλά. Το μεγαλύτερο σχολείο όμως ήταν η ίδια του η ζωή. Αθλητής. Πυγμάχος και παλαιστής για πολλά χρόνια. Το ταλέντο του ξεχώριζε ανάμεσα στα υπόλοιπα παιδιά του Πανελληνίου. Μετά όμως έφυγε. Στη μακρινή Αυστραλία. Έκανε αγώνες, όνομα, περιουσία, οικογένεια. Πέντε παιδιά. Και γύρισε στην Ελλάδα με το κεφάλι ψηλά, με τις τσέπες του γεμάτες και με ένα μάτσο όνειρα.
Άνοιξε μια επιχείρηση με εισαγωγές-εξαγωγές. Είχε δικό του σπίτι, σκάφος, πολυτελές αυτοκίνητο. Οι δουλειές πήγαιναν καλά αλλά οι «αδυναμίες» του δεν τον βοήθησαν να κοντρολάρει την κατάσταση. Άνοιξε και μια σχολή καράτε. Δεν κράτησε πολύ. Γρήγορα άρχισε να χάνει τον έλεγχο. Βρέθηκε στο στόχαστρο της εφορίας και μέχρι σήμερα δεν μπορεί να κλείσει και τυπικά αυτή την επιχείρηση καθώς δεν έχει παραδώσει τα βιβλία και τα τιμολόγια. Η εφορία του ζητάει να πληρώσει γύρω στις 130.000 ευρώ, χρήματα που φυσικά δεν διαθέτει.
«Έκανα λάθη. Πολλά. Δεν μου φταίει κανείς για την κατάσταση στην οποία βρίσκομαι. Δεν θέλω να με λυπάται όμως και κανείς. Εγώ είμαι περήφανος άνθρωπος. Εγώ τα έκανα τα λάθη, εγώ τα πληρώνω. Δεν θέλω να στεναχωρώ ή να φορτώνω κανέναν. Τα παιδιά μου δεν γνωρίζουν ότι μένω σε ένα αυτοκίνητο και δεν έχω μια. Ούτε και θα το μάθουν. Δε μιλάμε και πολύ. Όταν είχαν έρθει στην Ελλάδα τους είπα ότι ήμουν με το ιστιοπλοϊκό μου διακοπές στο εξωτερικό» μου εξηγεί με τη βραχνή φωνή του. «Μέχρι πέρυσι έκανα κανένα μεροκάματο. Μερεμέτια, οικοδομή. Τώρα τίποτα» συμπληρώνει.
«Γεια σου τίγρη!» του φωνάζουν τα παιδιά που περνάνε δίπλα από το τραπεζάκι που καθόμαστε, ακριβώς έξω από το παλιό άσπρο φορτηγάκι στο οποίο ζει. Έχει βάλει και μια ομπρέλα πράσινη για να μην τον πιάνει η βροχή. Και ρίχνει με το τουλούμι... «Από που βγαίνει το τίγρης;» τον ρωτάω. «Έτσι με λέγανε στην Αυστραλία. Ήμουν καλός αθλητής. Ακόμη κρατάει το σκαρί μου» αποκρίνεται. Ακριβώς από πάνω κάθονται τα τρία του σκυλιά. Οι πιο καλοί του φίλοι.
Ο άγνωστος «Μ»
Αυτό είναι το παρατσούκλι που του έχουν κολλήσει οι πιτσιρικάδες. Για όσους τον ξέρουν βέβαια μόνο άγνωστος δεν είναι. Φιλικός, ευγενικός, μορφωμένος, κοινωνικός. Αυτό κατάλαβα από τα λίγα λόγια που είπα μαζί του. Ο κύριος Μ. που είναι 55 ετών αλλά μοιάζει με 40... Με τα μακριά μαύρα μαλλιά και την αραιή γενειάδα. Ο άνθρωπος που 3 χρόνια τώρα ζει στο παλιό του τροχόσπιτο που βρίσκεται «παρκαρισμένο» στον περιφερειακό δρόμο του Φιλοπάππου. Σε ένα κοίλωμα του δρόμου απέναντι από το βουνό. Δίπλα από τις εργατικές κατοικίες και πάνω από τα πέτρινα σπίτια των Πετραλώνων. Εκεί που καθημερινά σταματούν δεκάδες οδηγοί φορτηγών για να ξαποστάσουν και οδηγοί ταξί για να «ξαλαφρώσουν»...
«Γι’ αυτό έβαλα την ταμπέλα έξω από το τροχόσπιτο. Έρχονται κάθε μέρα και ουρούν ακριβώς δίπλα, πολλές φορές ξυστά από το αυτοκίνητο. Δεν γνωρίζουν ότι αυτό είναι το σπίτι μου και ούτε είναι υποχρεωμένοι να το μάθουν. Που να φανταστεί κανείς ότι μέσα σε αυτό το σαράβαλο ζει ένας άνθρωπος;» μου λέει και γελάει. Ναι γελάει. Αυτό είναι το περίεργο.
«Έχω συνηθίσει στο δρόμο 3 χρόνια τώρα. Δεν είναι το καλύτερό μου. Θα ήθελα ένα ζεστό σπίτι, να κάνω ένα μπάνιο σαν άνθρωπος και να μην πλένομαι στο βουνό όποτε έχει καλό καιρό αλλά αφού έχω την υγεία μου κουτσά στραβά θα τα καταφέρω» ψιθυρίζει. Μιλάει όμορφα. Ο λόγος του προδίδει ότι είναι μορφωμένος, πως ξέρει να προσεγγίζει τους ανθρώπους όταν αυτοί είναι ανοιχτοί. «Τι δουλειά κάνατε;» τον ρωτάω. «Πολλές» μου απαντάει. «Τα περισσότερα χρόνια όμως ήμουν σύμβουλος ψυχικής υγείας σε μια μη κερδοσκοπική οργάνωση και στη συνέχεια οδηγός σε κάποια μεγάλα νυχτερινά κέντρα. Δεν ήμουν πάντα άστεγος. Είχα δικό μου σπίτι, αγορασμένο. Έμενα μόνος μου, είχα τη δουλειά μου, το αυτοκίνητο μου, τους φίλους μου, αυτό το τροχόσπιτο. Μετά ήρθαν όλα στραβά. Έφταιξα κι εγώ δε λέω. Όλοι έχουμε κάνει τις βλακείες μας»
«Απολύθηκα από τη δουλειά μου, στέρεψα οικονομικά. Πούλησα το σπίτι μου και προσωρινά κοιμόμουν σε ένα αυτοκίνητο που είχα. Ξεκίνησα να κάνω κάποια μεροκάματα ως οδηγός αλλά έπειτα από τους ελέγχους που έκανε η αστυνομία στην εταιρία σταμάτησα. Δεν μπορούσα να βρω δουλειά πουθενά. Ούτε για να μοιράσω φυλλάδια. Εκεί μόνο ξένους ή πιτσιρικάδες παίρνουν. Με έβλεπαν και ήξερα ότι η απάντηση ήταν «όχι» πριν ανοίξω το στόμα μου. Πούλησα και το αυτοκίνητο και έμεινα με αυτό εδώ το παλιό τροχόσπιτο. Προσωρινά έλεγα αλλά ουδέν μονιμότερον του προσωρινού, έτσι δεν είναι;» αποκρίνεται. Τι να του πω; Έτσι είναι...
«Ήρθε και η κρίση και μας αποτελείωσε. Παλιότερα ίσως να κάναμε κανένα μεροκάματο αριστερά-δεξιά. Τώρα τίποτα. Ρούχα μαζεύω από τα σκουπίδια. Μου δίνουν και κάποια οι κάτοικοι της περιοχής. Σε καθημερινή βάση πηγαίνω στο συσσίτιο της Αρχιεπισκοπής. Στις 12 κάθε μέρα. Τουλάχιστον έχω ένα πιάτο φαγητό. Ας είναι καλά. Υπάρχουν και μέρες που ψάχνω στα σκουπίδια. Αλλά έχει αγριέψει η κατάσταση. Παλαιότερα βρίσκαμε κάποια πράγματα, λίγο φαγητό, λίγα ρούχα. Τώρα έρχονται οι ξένοι και γίνεται σκοτωμός. Είμαστε 10 Έλληνες άστεγοι και αυτοί είναι 30-40 άτομα πεινασμένα και εξαθλιωμένα. Έχουν βγάλει μέχρι και μαχαίρια. Δεν πλησιάζουμε πια όταν τους βλέπουμε. Ο καθένας έχει το χώρο του. Υπάρχουν γείτονες που ενοχλούνται. Από το τροχόσπιτο, από το σκυλιά που μαζεύονται εδώ γύρω. Εγώ έχω δυο σκυλιά αλλά τα κρατάω μέσα στο τροχόσπιτο. Τα φροντίζω. Είναι καθαρά και φιλικά. Αυτή είναι η παρέα μου. Δεν μπορείς να φανταστείς. Τους μιλάω σαν να είναι άνθρωποι. Και με τον τρόπο τους πάντα μου απαντούν. Πολλές φορές είναι πιο ανθρώπινα από τους ανθρώπους» μου λέει με παράπονο.
«Ο Δήμος δεν μας βοηθάει. Έρχονται συνέχεια και βάζουν χαρτί ότι είναι εγκαταλελειμμένο το όχημα. Εγώ ζω εδώ τους λέω κι αυτοί συνεχίζουν. Δε μπορώ να λείψω ώρα γιατί υπάρχει κίνδυνος να έρθει ο γερανός και να το σηκώσει. Το έχουν κάνει σε πολλούς που γνωρίζω. Και το κακό είναι ότι δεν κρατάνε ούτε τα χαρτιά μας. Ταυτότητες, στοιχεία , άδειες ...ότι έχουμε. Άντε μετά να βγάλεις άκρη».
Του ζητάω να φωτογραφίσω το τροχόσπιτο. «Όχι απ’ έξω. Είναι πολύ χαρακτηριστικό και δεν θέλω. Μπορεί να το δουν και παλιοί μου φίλοι. Οικογένεια δεν έχω για να ανησυχώ αλλά δε θέλω να με ξέρουν όλοι σαν τον «άστεγο», καταλαβαίνεις Τράβα από το εσωτερικό αν θέλεις. Αλλά τι να τραβήξεις το χάλι;» μου λέει και ανοίγει την σχεδόν ξεχαρβαλωμένη πόρτα του τροχόσπιτου...
Ο «τίγρης» του Ταύρου
Ψηλός, γεροδεμένος, λιγομίλητος... Με κοντοκουρεμένα πυκνά άσπρα μαλλιά και γένια. Με χέρια δουλεμένα και ανοιχτόχρωμα μάτια μονίμως υγρά. Αυτός είναι ο κύριος Κ. Στα 66 του χρόνια έχει ζήσει πολλά. Το μεγαλύτερο σχολείο όμως ήταν η ίδια του η ζωή. Αθλητής. Πυγμάχος και παλαιστής για πολλά χρόνια. Το ταλέντο του ξεχώριζε ανάμεσα στα υπόλοιπα παιδιά του Πανελληνίου. Μετά όμως έφυγε. Στη μακρινή Αυστραλία. Έκανε αγώνες, όνομα, περιουσία, οικογένεια. Πέντε παιδιά. Και γύρισε στην Ελλάδα με το κεφάλι ψηλά, με τις τσέπες του γεμάτες και με ένα μάτσο όνειρα.
Άνοιξε μια επιχείρηση με εισαγωγές-εξαγωγές. Είχε δικό του σπίτι, σκάφος, πολυτελές αυτοκίνητο. Οι δουλειές πήγαιναν καλά αλλά οι «αδυναμίες» του δεν τον βοήθησαν να κοντρολάρει την κατάσταση. Άνοιξε και μια σχολή καράτε. Δεν κράτησε πολύ. Γρήγορα άρχισε να χάνει τον έλεγχο. Βρέθηκε στο στόχαστρο της εφορίας και μέχρι σήμερα δεν μπορεί να κλείσει και τυπικά αυτή την επιχείρηση καθώς δεν έχει παραδώσει τα βιβλία και τα τιμολόγια. Η εφορία του ζητάει να πληρώσει γύρω στις 130.000 ευρώ, χρήματα που φυσικά δεν διαθέτει.
«Έκανα λάθη. Πολλά. Δεν μου φταίει κανείς για την κατάσταση στην οποία βρίσκομαι. Δεν θέλω να με λυπάται όμως και κανείς. Εγώ είμαι περήφανος άνθρωπος. Εγώ τα έκανα τα λάθη, εγώ τα πληρώνω. Δεν θέλω να στεναχωρώ ή να φορτώνω κανέναν. Τα παιδιά μου δεν γνωρίζουν ότι μένω σε ένα αυτοκίνητο και δεν έχω μια. Ούτε και θα το μάθουν. Δε μιλάμε και πολύ. Όταν είχαν έρθει στην Ελλάδα τους είπα ότι ήμουν με το ιστιοπλοϊκό μου διακοπές στο εξωτερικό» μου εξηγεί με τη βραχνή φωνή του. «Μέχρι πέρυσι έκανα κανένα μεροκάματο. Μερεμέτια, οικοδομή. Τώρα τίποτα» συμπληρώνει.
«Γεια σου τίγρη!» του φωνάζουν τα παιδιά που περνάνε δίπλα από το τραπεζάκι που καθόμαστε, ακριβώς έξω από το παλιό άσπρο φορτηγάκι στο οποίο ζει. Έχει βάλει και μια ομπρέλα πράσινη για να μην τον πιάνει η βροχή. Και ρίχνει με το τουλούμι... «Από που βγαίνει το τίγρης;» τον ρωτάω. «Έτσι με λέγανε στην Αυστραλία. Ήμουν καλός αθλητής. Ακόμη κρατάει το σκαρί μου» αποκρίνεται. Ακριβώς από πάνω κάθονται τα τρία του σκυλιά. Οι πιο καλοί του φίλοι.
Λίγο πιο πέρα είναι ο σταθμός του τρένου και γηπεδάκια ποδοσφαίρου. Πέντε επί πέντε. Ξέρει τους πάντες. Μετά από 3 χρόνια που ζει εδώ οι περισσότεροι γείτονες είναι οικογένεια του. Του έβγαλαν και εισιτήριο να πάει στην Αυστραλία. Ανοιχτό. Αλλά το σκέφτεται. «Τι να πάω και να τους πω; Ότι σας έχω φλομώσει στο ψέμα πόσο καιρό και να ‘μαι; Ήρθα; Δεν γίνεται. Δεν θα πάω» μου λέει αλλά ξέρω ότι μέσα του το θέλει. «Να σου βάλω μια βότκα;» με ρωτάει και πριν προλάβω να απαντήσω με προλαβαίνει «μη μου ζητήσεις καφέ. Ξέμεινα». Βγάζω τη φωτογραφική μηχανή. «Αρκετές φωτογραφίες έχω βγάλει στη ζωή μου. Δεν θέλω άλλες» μου λέει γελώντας. «Μην τραβήξεις το αυτοκίνητο απ’ έξω αν θέλεις»... «Να τραβήξω μέσα;» ρωτάω. «Τράβα. Αλλά δεν έχει και τίποτα. Δυο κουβέρτες και δυο πατάτες...». |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΡΟΣΟΧΗ: Οι απόψεις των αναρτήσεων δεν ταυτίζονται υποχρεωτικά με τις δικές μας.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.