• ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

    Κυριακή 12 Μαΐου 2013

    Όταν τα ξωτικά δέρνουν

    Να λοιπόν μία ακόμα ιστορία που μου αφηγήθηκε η γιαγιά μου, την οποία γιαγιά θα έπρεπε να γνωρίσει πιστεύω ο οιοσδήποτε έχει ενδιαφέρον να ακούσει μερικές καλές ιστορίες φαντασμάτων.
    Η ιστορία αυτή έλαβε χώρα επίσης την δεκαετία του τριάντα στο χωριό μου. Εκεί έμενε τότε ο Μ. (παραλείπω το κανονικό όνομα του), ο οποίος τότε ήταν νέος και αγαπούσε πολύ τα ζώα του και ιδιαίτερα τα δυο του άλογα.
    Τα άλογα αυτά τα χρησιμοποιούσε στις αγροτικές του εργασίες και ήταν συνήθειο να τα
    βγάζουν τα βράδια στα λιβάδια όπου τα έδεναν εκεί και αυτά βόσκανε, κοιμόντουσαν και δεν ξέρω τι άλλο κάνανε. Ένα βράδυ του καλοκαιριού λοιπόν είχε βγάλει αυτός τα δύο ζώα του και τα είχε δέσει σε μια περιοχή έξω από το χωριό επονομαζόμενη
    "Καλογερότρυπες" λόγω του ότι εκεί είχε κάτι μικρές σπηλιές από άργιλο στις οποίες φέρετε να κατοικούσαν ερημίτες μοναχοί τα χρόνια τα παλιά, αν και αν κρίνει κανείς από αυτό που συνέβη στον δύστυχο Μ. και διαολότρυπες να ονομαζόταν η τοποθεσία θα της έπεφτε το όνομα γάντι.
    Να σημειώσω εδώ ότι ο συγκεκριμένος ο Μ. ήταν ένας μέγας άπιστος που δεν πίστευε ούτε σε θεούς, ούτε σε δαιμόνους, ούτε και σε φαντάσματα, ήταν από τους λίγους τότε κομμουνιστές του χωριού. Πάει λοιπόν τα άλογα στην τοποθεσία αυτή, τα δένει, αράζει κι αυτός από δίπλα τους και τον παίρνει ο ύπνος.
    Πριν κοιμηθεί είχε δει να περνάνε από κει και άλλοι χωριανοί, φίλοι του που πήγαιναν κι αυτοί τα ζώα τους λίγο παρακάτω. Και κοιμάται λοιπόν. Οπότε σε κάποια φάση μέσα στη βαθειά νύχτα ξυπνάει νοιώθοντας, για να το εκφράσω κατάλληλα να τον σπάνε στο ξύλο. Δεν μπορεί να κουνηθεί, νοιώθει παράλυτος και το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να ανοίξει τα μάτια για να δει, στο φως του φεγγαριού, δυο φοβερές γυναίκες πανύψηλες και με απαίσιο μορφασμό στο πρόσωπό τους να τον δέρνουν αλύπητα. Βεβαίως όσο έβλεπε αυτό που έβλεπε και που καλύτερα να μην το έβλεπε, ένοιωθε και τις μπούφλες που πέφτανε στο δύστυχο κορμί του. Τον είχανε σαπίσει!
    Τελικά αφού του ρίξανε ένα βρωμόξυλο, χαθήκανε με μιας και αυτός ένιωσε ότι μπορούσε και πάλι να κινήσει τα μέλη του. Κινήσει τρόπος του λέγειν γιατί από το ξύλο που έφαγε δεν θα πρέπει να ήταν και στην καλύτερη κατάσταση για μετακινήσεις.
    Σηκώνεται κουτσά στραβά και πηγαίνει να συναντήσει τους συγχωριανούς του. Τους βρίσκει και τους λέει την ιστορία του. Αυτοί δεν ξέρουν τι να πουν. άντε να πιστέψεις τώρα μια τέτοια παράλογη ιστορία. Και όμως οι ξυλιές φαίνονταν καθαρά πάνω στο σώμα του. Και από μπρος και από πίσω είχε σημάδια σαν να τον είχαν δείρει με ραβδιές. Ένας φίλος τον ρώτησε μήπως τον χτύπησαν τίποτα αλήτες και ντρεπόταν να το πεί (δεδομένου ότι ο Μ. ήταν ψηλός και πολύ γεροδεμένος) και έφτιαχνε αυτή την ιστορία για ξεκάρφωμα. Αυτός τότε τους ρώτησε πώς ήταν δυνατό να γίνει τέτοιος καυγάς χωρίς να τον ακούσουν αυτοί που είχαν δέσει τα ζώα τους και κοιμούνταν λίγες δεκάδες μέτρα παρακάτω και κυρίως πώς και δεν άκουσαν τα άλογά του να χλιμιντρίζουν δεδομένου ότι τα ζώα θα είχαν ταραχτεί βέβαια από έναν καυγά και θα εκδηλώνονταν. Και πράγματι, ούτε αυτοί είχαν ακούσει τίποτα, ούτε τα δύο άλογα είχαν εκδηλώσει την παραμικρή ταραχή όση ώρα ο αφέντης τους απολάμβανε το σε αυτόν αφιερωμένο μπερντάχι.

    Έκτοτε η ιστορία έγινε γνωστή στο χωριό και πολύς κόσμος είδε τα σημάδια στο κορμί του Μ. Ο ίδιος δεν έχανε την ευκαιρία να αφηγηθεί τη φοβερή του περιπέτεια, τονίζοντας πάντα το συμπέρασμά του ότι επρόκειτο περί ξωτικών. Να και πώς τις περιέγραφε: ψηλές, όπως είπαμε, με άσχημη έκφραση, μακριά μαλλιά και το κορμί τους ντυμένο με πολύ φαρδιά άσπρα φορέματα που ήταν ριγμένα πάνω τους σαν τσουβάλια. Όσο για την συγκεκριμένη περιοχή που του συνέβη το περιστατικό, τις
    "Καλογερότρυπες", εννοείται ότι δεν επεδίωξε να την ξαναδεί ποτέ, ούτε ζωγραφιστή που λέει ο λόγος.
    Χάμπος
    Πηγή

    Ξωτικά στην εθνική οδό

    Το χειμώνα του 1998, Δεκέμβριο γύρω στις 15 του μηνός έπρεπε να κάνω ένα ταξίδι αστραπή στη Θεσσαλονίκη για επαγγελματικούς λόγους. Δεν ήταν ούτε δυο μήνες που είχα το δίπλωμά μου και βέβαια ήμουν ένας κακός οδηγός με μηδέν πείρα σε μεγάλα ταξίδια όπως αυτό.
    Έπρεπε να ξεκινήσω κατά τις δέκα το βράδυ για να μπορώ να είμαι εκεί κατά τις 5.00 τα ξημερώματα. Υπολόγισα ότι θα χρειαζόμουν συν τον κανονικό χρόνο και μία ώρα τουλάχιστον σε διαλείματα που θα έκανα για να χαλαρώνω.
    Λόγω του ότι ταξίδευα βράδυ δεν υπήρχε κίνηση και έτσι σύντομα ένιωσα πιο άνετα. Έκανα κάνα δυο στάσεις σε παρκινγκ στην εθνική για να καπνίσω. Όλα πήγαιναν καλά. Δηλαδή, όλα πήγαινα καλά μέχρι να φτάσω στα καταραμένα Τέμπη ή κάπου εκεί τέλος πάντων, δεν ήξερα τότε τις περιοχές καλά και ούτε τώρα τις ξέρω. ;-)

    Ήμουν εκεί κοντά και οπωσδήποτε από τις δυο μεριές του δρόμου έβλεπα δάσος. Στο σημείο αυτό άρχισε να πέφτει ομίχλη, όχι πολύ πυκνή στην αρχή αλλά αυτό ήταν ήδη αρκετό για να με γεμίσει ξανά ανησυχία. Για παράδειγμα θυμήθηκα ότι δεν ήξερα ποιό κουμπάκι είναι τα φώτα ομίχλης και δεν είμαι σίγουρος ότι και τώρα ξέρω ;-)
    Δεν είναι ότι καλύτερο να είσαι πρωτάρης οδηγός, να οδηγείς δρόμους που δεν έχεις ξαναοδηγήσει και να σε πιάνει και ομίχλη. Ομίχλη που ολοένα πύκνωνε. Με το σκεπτικό καλύτερα αργοπορημένος παρά νεκρός αποφάσισα να σταματήσω ξανά στο πρώτο παρκινγκ που θα έβρισκα και να καθόμουν εκεί μέσα στο αμάξι με την ελπίδα ότι η ομίχλη θα σηκωνόταν πάλι σύντομα.
    Παιδεύτηκα αρκετά να φτάσω σε πάρκινγκ γιατί έπρεπε να πηγαίνω πια πολύ αργα λόγω ότι δεν έβλεπα πολλά μέτρα την γραμμή μπροστά μου από την ομίχλη και επίσης γιατί δεν έβλεπα πάρκινγκ στον ορίζοντα. Τέλος είδα την ταμπέλα την πράσινη που λέει πάρκινγκ σε διακόσια μέτρα και χωρίς άλλο περιστατικό έφτασα εκεί. Έβαλα το αμάξι κάπου στην μέση του πάρκινγκ και έσβησα τη μηχανή. Μπορούσα να δω καλά ότι ήμουν το μονο αυτοκίνητο στο παρκινγκ. Η ομίχλη λίγο μετά που σταμάτησα είχε γίνει ένα λευκό σεντόνι που σκέπαζε τα πάντα. Δεν μπορούσα να δω τίποτα.

    Για να χαλαρώσω αποφάσισα να βγω έξω από το αμάξι και να καπνίσω, έτσι για να δω πώς είναι να είσαι μέσα στην ομίχλη. Βγήκα και κάπνιζα.
    Το τονίζω ξανά, δεν εβλεπα πέρα από τη μύτη μου και φυσικά έκανε αρκετό κρύο. Ήταν πάντως εντυπωσιακή όλη αυτή η ασπρίλα.
    Μετά από λίγο ακούω κουδούνια, σαν αυτά που έχουν τα πρόβατα. Συγκέντρωσα την ακοή μου για να καταλάβω καλύτερα και μου έκανε μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι όντως ήταν κουδουνια από κάποιο κοπάδι. Αντιλήφθηκα επίσης ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή χωρίς να το καταλάβω βρισκόμουν στη πιο απέραντη ησυχία. Δεν περνούσαν αμάξια δεν ακουγόταν άλλος θόρυβος πλην το κοπάδι που πλησίαζε. Μπα λέω δες ώρα που βρήκε να βγαλει τα πρόβατα ο βλαχοτσέλιγκας (θα πρέπει να ήταν γύρω στις 3.00 το βράδυ...). Δε σκέφτηκα τίποτα κακό.

    Όμως σε κάποια φάση το κοπάδι άρχισε να ακούγεται κοντά. Δεν άκουγα πρόβατα να βελάζουν, ούτε σκυλιά να γαβγίζουν όμως λέω καλού κακού ας μπω στο αμάξι. Τη στιγμή αυτή κι ενώ τα κουδούνια ακούγονταν σε μια απόσταση που με το αυτί δεν την υπολόγιζα περισσότερο από 10-15 μέτρα πίσω μου, ξαφνικά σταματάνε. Ο θόρυβος των κουδουνιών κόπηκε στη μέση σαν κάποια χέρια να είχαν πιάσει τα κουδούνια για να σταματήσουν (μιλάμε για πολλά κουδούνια όχι για ένα-δύο).

    Τώρα ανησύχησα για καλά γιατί δεν ήξερα τί συνέβαινε και φυσικά λόγω ομίχλης πάντα δεν εβλεπα τίποτα. Γιατί σταμάτησε το κοπάδι σκέφτηκα. Λες να με μυρίστηκαν τα σκυλιά; και κάνω να μπω στο αμάξι μου. Και όπως γυρνάω βλέπω αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ και για το οποίο δεν τόλμησα ποτέ άλλοτε να πω αυτήν την ιστορία από φόβο ότι θα γελοιοποιηθώ. Δύο καφέ κεφαλάκια πρόβαλαν μέσα από τη ομίχλη και με κοιτούσαν καλοκάγαθα ή παιχνιδιάρικα. Θα έλεγα ότι ήταν κατσικίσια αφού ηταν καφέ μπιρμπιλωτά και είχαν κέρατα. Όμως η έκφρασή τους ήταν ανθρώπινη και με κοιτούσαν με ανθρώπινο βλέμα. Είχα στηλώσει το βλέμα μου μην μπορώντας να κουνηθώ και αναρωτιόμενος βλέπω καλά; Τότε αυτά χάνονται! Γυρνάω και κοιτάω πέρα δόθε. Να πάλι ένα κεφαλάκι από την άλλη μεριά. Το ίδιο βλέμα να με κοιτάει. Φαινόταν μόνο κεφάλι στο ύψος ενός πρόβατου. Για πότε μπηκα μέσα στο αμάξι και κατέβασα την ασφάλεια δεν λέγεται. Ακούω πνιχτά γελάκια. Βάζω μπροστά τη μηχανή και τσακίζομαι και φευγω τρέμοντας σύγκορμος και με το σκεπτικό καλύτερα νεκρός παρά μέσα στον εφιάλτη.
    Προχωρούσα μέσα στην ομίχλη και έλεγα "χριστέ και παναγία" φωναχτά και προσπαθούσα να καταλάβω τί είχε συμβεί τι είχα δει τί ήταν όλη αυτή η ιστορία, τα κουδούνια, τα κεφάλια..
    Λίγα λεπτά μετα η ομίχλη άρχισε να σηκώνεται και μπορούσα πάλι να δω καλά. Εφτασα στη Μάλγαρα χωρίς πρόβλημα και μετά στη Θεσσαλονίκη. Εκανα τη δουλειά και γύρισα Αθήνα (με το φως της μέρας).
    Ούτε τότε ούτε άλλοτε μπόρεσα να εντοπίσω το συγκεκριμένο μέρος που μου συνέβη το περιστατικό, πολύ δύσκολο άλλωστε αφού με την ομίχλη δεν ήξερα που είμαι και δεν εβλεπα. Ελπίζω και στο μέλλον να μην καταφέρω να το εντοπίσω και να μην βρεθώ ξανά εκεί.
    stam
    Πηγή
    Από το kykeon

    Δεν υπάρχουν σχόλια:

    Δημοσίευση σχολίου

    ΠΡΟΣΟΧΗ: Οι απόψεις των αναρτήσεων δεν ταυτίζονται υποχρεωτικά με τις δικές μας.

    Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

    ΔΙΑΦΟΡΑ

    ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

    Από το Blogger.

    ΣΕΝΑΡΙΑ