"Τ' ακούτε τι παράγγειλε η Καθαρή Δευτέρα;
Πεθαίν' ο Κρέος, πέθανε, ψυχομαχάει ο Τύρος
σηκώνει ο Πράσος την ουρά κι ο Κρέμμυδος τα γένεια
Μπαλώστε τα σακούλια σας, τροχίστε τα λεπίδια
και στον τρανό τον πλάτανο, να μάσουμε στεκούλια"
(Δημοτικός σατυρικός θρήνος Φθιώτιδας)
Οι βυζαντινοί, την Καθαρή Δευτέρα την ονόμαζαν Απόθεση-Απόδοση, και τελούσαν δρώμενα. Τραγουδούσαν σχετικά άσματα, από τα οποία έχουν σωθεί μικρά μέρη μέχρι στις μέρες μας. "Ίδε το έαρ το καλόν πάλιν επανατέλλει, φέρον υγείαν και χαρά και την ευημερίαν" (πηγή)
Είναι η πρώτη μέρα της μεγάλης Σαρακοστής, γι' αυτό λέγεται και πρωτο-νηστίσιμη Δευτέρα. Είναι αργία και απαγορεύεται κάθε εργασία, εκτός από το καθάρισμα των μαγειρικών σκευών από τα λίπη - γι' αυτό και ονομάστηκε «Καθαρή». Συμβολίζει την ψυχική «κάθαρση» κάθε χριστιανού πριν από την κατάνυξη της Μεγάλης Σαρακοστής και αποτελεί την τελευταία ευκαιρία για γλέντι, χορό και αστεία (πηγή).
Κούλουμα
Με την ονομασία κούλουμα χαρακτηρίζεται ο υπαίθριος πανηγυρισμός της "Καθαρής Δευτέρας".
Δεν έχει εξακριβωθεί η αρχαία προέλευση της εορτής αυτής. Η γιορτή αυτή είναι πανελλήνια και κατ' άλλους έχει αθηναϊκή καταγωγή, ενώ κατ' άλλους βυζαντινή. Στην Κωνσταντινούπολη γιορταζόταν έντονα από πλήθος κόσμου που συνέρρεε σε ένα από τους επτά λόφους της πόλης και συγκεκριμένα σ’ εκείνο του ελληνικότατου οικισμού των "Ταταούλων".
Στην Αθήνα από πολλές δεκαετίες προ του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου τα Κούλουμα γιορταζόταν στις πλαγιές του λόφου του Φιλοπάππου (εικόνα δίπλα) όπου οι Αθηναίοι "τρωγόπιναν" καθισμένοι στους βράχους από το μεσημέρι μέχρι τη δύση του Ήλιου -κάτι που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Οι περισσότεροι χόρευαν από τους ήχους πλανόδιων μουσικών, κατά παρέες, είτε δημοτικούς είτε λαϊκούς χορούς υπό τους ήχους λατέρνας.
Το σούρουπο όλοι οι Ρουμελιώτες γαλατάδες της Αθήνας έστηναν λαμπρό χορό κυρίως τσάμικο γύρω από τους στύλους του Ολυμπίου Διός παρουσία των Βασιλέων και πλήθους κόσμου.
Για την ετυμολογία του ονόματος που παραμένει άγνωστη όπως και η αρχή του εορτασμού υπάρχουν πολλές απόψεις. Κατά μερικούς προήλθε από τον αναγραμματισμό της λατινικής λέξης cumulus που σημαίνει σωρός, αφθονία ή επίλογος, υποδηλώνοντας έτσι το πολύ "φαγοπότι" με πολύ χορό, ή το τέλος της εορταστικής περιόδου της αποκριάς.
Ειδικότερα όμως ο Α. Καμπούρογλου σημειώνει ότι ο όρος είναι καθαρά αθηναϊκός και προέρχεται από τις κολώνες του ναού του Ολυμπίου Διός που τις αποκαλούσαν στη νεότερη ιστορία οι Αθηναίοι columna, κόλουμνα, κούλoυμνα, κούλουμα, χωρίς όμως αυτό και να προσδιορίζει την αρχή της εορτής που πιθανολογείται κατά τη περίοδο της τουρκοκρατίας. Ο ίδιος όμως προσθέτει στις σημειώσεις του ότι ο λόφος επί του οποίου βρίσκεται το Θησείο ονομάζονταν στην αρχή της εποχής του Όθωνα «τριανταδυό κολώνες».
Χαρακτηριστικό επίσης είναι ότι στα τούρκικα η γιορτή ονομάζεται «Μπακλά χουράν» από τη λέξη «μπακλά» που σημαίνει κουκιά (πηγή).
Τα κούλουμα, είναι γνωστά και με ορισμένες παραλλαγές της λέξης όπως κουμουλάθες, κούλουμπα, κούμουλες (πηγή).
Τα τελευταία χρόνια αναφέρεται επίσης ότι η λέξη "κούλουμα", προέρχεται από την αλβανική λέξη kulm ή kolum που -υποτίθεται- σημαίνουν «καθαρός» και συνδυάζονται με την Καθαρά Δευτέρα. Στην αλβανική γλώσσα όμως από τις παραπάνω λέξεις υπάρχει μόνο το kulm και σημαίνει «κορυφή», οπότε δεν γνωρίζουμε πού στηρίζεται αυτή η θεωρία και πόσο βάσιμη μπορεί να είναι (πηγή)
Στα παραπάνω περί λατινικής ή αλβανικής αλλά άγνωστης προέλευσης συνηγορεί και ο Μπαμπινιώτης (Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, 2005).
Χαρταετός
Έθιμο για μικρά και μεγάλα παιδιά, ο χαρταετός «προσφέρει» με τις τρελές και απίθανες πτήσεις του μοναδικές στιγμές χαράς. Πώς όμως ξετυλίγεται η... καλούμπα της ιστορίας του;
Οι χαρταετοί είναι επινόηση των ανατολικών λαών, όμως αν θέλουμε να βρούμε ποιος χρησιμοποίησε τους αετούς σαν πτητικές μηχανές θα πρέπει να γυρίσουμε στον 4ο αιώνα όταν ο φιλόσοφος, μαθηματικός, αστρονόμος και πολιτικός Αρχύτας, από τον Τάραντα της Σικελίας, εφηύρε την πρώτη πτητική μηχανή τη λεγόμενη «περιστερά του Αρχύτα». Ήταν ένα ξύλινο ομοίωμα πουλιού που πετούσε με την επενέργεια του βάρους που ήταν αναρτημένο σε τροχαλία και πεπιεσμένου αέρα που διέφευγε από μία σχισμή. Παλαιότερη αναφορά θα μπορούσε να θεωρηθεί η απεικόνιση σε ελληνικό αγγείο της κλασικής περιόδου μιας κόρης που κρατά στα χέρια της λευκή σαΐτα δεμένη με νήμα, ένα είδος αϊτού δηλαδή, και την οποία ετοιμάζεται να πετάξει (πηγή).
Από τα πλουσιόπαιδα της Ευρώπης, οι χαρταετοί πέρασαν από λιμάνι σε λιμάνι και έφθασαν πρώτα στη Σμύρνη, στη Χίο και στην Κωνσταντινούπολη, για να συνεχίσουν στα Επτάνησα, την Πάτρα, τη Σύρο και έπειτα σε όλη την Ελλάδα. Ανάλογα με την περιοχή, είχαν και μία ονομασία. Οι Σμυρνιοί τούς έλεγαν «τσερκένια», οι Κωνσταντινουπολίτες «ουτσουρμάδε»ς, οι Πόντιοι «πουλία», οι Θρακιώτες «πετάκια», οι Επτανήσιοι «φυσούνες». Σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, οι χαρταετοί ονομάζονταν «αστέρια», «ψαλίδες», «φωτοστέφανα» κ.ά (πηγή).
Λαγάνα
Είναι ο άζυμος άρτος, το ψωμί δηλαδή που παρασκευάζεται χωρίς προζύμι. Τέτοιου είδους άρτος χρησιμοποιήθηκε από τους Ισραηλίτες κατά τη διάρκεια της εξόδου τους από την Αίγυπτο. Για την ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία θεωρείται ότι συμβολίζει τα «άζυμα» με τα οποία ο Λωτ περιποιήθηκε τους καλεσμένους του δείχνοντας ότι ακόμα και σε μια κοινωνία αμαρτίας υπάρχει χώρος για όλους (πηγή). Ο Μπαμπινιώτης στο «Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας» (2005) αναφέρει πως ετυμολογικά η λέξη είναι μεταγενέστερη του «λάγανον» (λεπτή πίτα) το οποίο προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό «λαγγαίω» (απολύω, αφήνω, χαλαρώνω).
Η λαγάνα ως έδεσμα συναντάται, όσο παράξενο κι αν σας ακούγεται, σε πολλά κείμενα της αρχαιότητας γεγονός που αποδεικνύει εμπράκτως ότι ανέκαθεν αποτελούσε διατροφική συνήθεια του λαού μας. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από τις Εκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη όπου αναφέρεται η φράση «Λαγάνα πέττετται» που σημαίνει ότι «Λαγάνες γίνονται» ενώ ο Οράτιος στα κείμενά του χαρακτηρίζει τη λαγάνα ως «Το γλύκισμα των φτωχών» (πηγή).
Ταραμάς
Ορεκτικό από αβγά ψαριών του γλυκού νερού (κυρίως κυπρίνου). Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από την τουρκική «tarama». (Μπαμπινιώτης, «Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας», 2005). Ανάλογα με το χρώμα του ταραμά είναι και το χρώμα της ταραμοσαλάτας άσπρο ή ροζ. Ο άσπρος ταραμάς είναι ανώτερης ποιότητας, επειδή το ροζ χρώμα είναι προϊόν πρόσθετων τεχνητών χρωστικών ουσιών (πηγή).
Χαλβάς
Γλύκισμα που από ταχίνι, ζάχαρη, αρωματικά, και συνήθως εκχύλισμα χαλβαδόριζας. Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από την τουρκική "halva" μεταγενέστερη του "helva", η οποία προέρχεται από την αραβική "halvā", που σημαίνει "ζαχαρωτό" (Μπαμπινιώτης, «Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας», 2005). Υπάρχουν τριών τύπων χαλβάδες στην Ελλάδα: ο σουσαμένιος (που είναι και ο νηστίσιμος), ο σιμιγδαλένιος και ο Φαρσάλων.
Χάσκα
Δεν είναι έθιμο της Καθαρής Δευτέρας, αλλά της Κυριακής της Αποκριάς.
Η σαρακοστιανή επιταγή λέει, «με αυγό κλείνει το στόμα το βράδυ της Αποκριάς και με αβγό ανοίγει πάλι το βράδυ της Ανάστασης», υπενθυμίζοντας τη νηστεία που ακολουθεί μέχρι το Πάσχα.
Σύμφωνα με την παράδοση, την τελευταία μέρα της αποκριάς, ο γηραιότερος της φαμίλιας παίρνει ένα ξύλινο μακρύ κοντάρι στο οποίο στη μία άκρη κρατάει και στην άλλη δένει μία κλωστή στην άλλη άκρη της οποίας δένει ένα βρασμένο και ξεφλουδισμένο αυγό.
Ολόκληρη η οικογένεια κάθετε οκλαδόν γύρω απ' αυτόν, ο οποίος γυρνάει γύρω από τον εαυτό του, κουνώντας σαν εκκρεμές το αυγό μπροστά στα στόματα των μελών της οικογένειας. Με αυτό τον τρόπο ο καθένας απ’ αυτούς προσπαθεί να πιάσει το αβγό με τα δόντια. Όποιος το καταφέρει, λένε ότι είναι τυχερός.
Στην Λάρισα -απ' όπου είμαι- κυκλοφορεί στο εμπόριο ειδικός χαλβάς "χάσκα". Η λέξη προέρχεται από το ρήμα "χάσκω", που σημαίνει "μένω με ανοικτό το στόμα".
3otiko.blogspot.com
Πεθαίν' ο Κρέος, πέθανε, ψυχομαχάει ο Τύρος
σηκώνει ο Πράσος την ουρά κι ο Κρέμμυδος τα γένεια
Μπαλώστε τα σακούλια σας, τροχίστε τα λεπίδια
και στον τρανό τον πλάτανο, να μάσουμε στεκούλια"
(Δημοτικός σατυρικός θρήνος Φθιώτιδας)
Οι βυζαντινοί, την Καθαρή Δευτέρα την ονόμαζαν Απόθεση-Απόδοση, και τελούσαν δρώμενα. Τραγουδούσαν σχετικά άσματα, από τα οποία έχουν σωθεί μικρά μέρη μέχρι στις μέρες μας. "Ίδε το έαρ το καλόν πάλιν επανατέλλει, φέρον υγείαν και χαρά και την ευημερίαν" (πηγή)
Είναι η πρώτη μέρα της μεγάλης Σαρακοστής, γι' αυτό λέγεται και πρωτο-νηστίσιμη Δευτέρα. Είναι αργία και απαγορεύεται κάθε εργασία, εκτός από το καθάρισμα των μαγειρικών σκευών από τα λίπη - γι' αυτό και ονομάστηκε «Καθαρή». Συμβολίζει την ψυχική «κάθαρση» κάθε χριστιανού πριν από την κατάνυξη της Μεγάλης Σαρακοστής και αποτελεί την τελευταία ευκαιρία για γλέντι, χορό και αστεία (πηγή).
Κούλουμα
Με την ονομασία κούλουμα χαρακτηρίζεται ο υπαίθριος πανηγυρισμός της "Καθαρής Δευτέρας".
Δεν έχει εξακριβωθεί η αρχαία προέλευση της εορτής αυτής. Η γιορτή αυτή είναι πανελλήνια και κατ' άλλους έχει αθηναϊκή καταγωγή, ενώ κατ' άλλους βυζαντινή. Στην Κωνσταντινούπολη γιορταζόταν έντονα από πλήθος κόσμου που συνέρρεε σε ένα από τους επτά λόφους της πόλης και συγκεκριμένα σ’ εκείνο του ελληνικότατου οικισμού των "Ταταούλων".
Στην Αθήνα από πολλές δεκαετίες προ του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου τα Κούλουμα γιορταζόταν στις πλαγιές του λόφου του Φιλοπάππου (εικόνα δίπλα) όπου οι Αθηναίοι "τρωγόπιναν" καθισμένοι στους βράχους από το μεσημέρι μέχρι τη δύση του Ήλιου -κάτι που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Οι περισσότεροι χόρευαν από τους ήχους πλανόδιων μουσικών, κατά παρέες, είτε δημοτικούς είτε λαϊκούς χορούς υπό τους ήχους λατέρνας.
Το σούρουπο όλοι οι Ρουμελιώτες γαλατάδες της Αθήνας έστηναν λαμπρό χορό κυρίως τσάμικο γύρω από τους στύλους του Ολυμπίου Διός παρουσία των Βασιλέων και πλήθους κόσμου.
Για την ετυμολογία του ονόματος που παραμένει άγνωστη όπως και η αρχή του εορτασμού υπάρχουν πολλές απόψεις. Κατά μερικούς προήλθε από τον αναγραμματισμό της λατινικής λέξης cumulus που σημαίνει σωρός, αφθονία ή επίλογος, υποδηλώνοντας έτσι το πολύ "φαγοπότι" με πολύ χορό, ή το τέλος της εορταστικής περιόδου της αποκριάς.
Ειδικότερα όμως ο Α. Καμπούρογλου σημειώνει ότι ο όρος είναι καθαρά αθηναϊκός και προέρχεται από τις κολώνες του ναού του Ολυμπίου Διός που τις αποκαλούσαν στη νεότερη ιστορία οι Αθηναίοι columna, κόλουμνα, κούλoυμνα, κούλουμα, χωρίς όμως αυτό και να προσδιορίζει την αρχή της εορτής που πιθανολογείται κατά τη περίοδο της τουρκοκρατίας. Ο ίδιος όμως προσθέτει στις σημειώσεις του ότι ο λόφος επί του οποίου βρίσκεται το Θησείο ονομάζονταν στην αρχή της εποχής του Όθωνα «τριανταδυό κολώνες».
Χαρακτηριστικό επίσης είναι ότι στα τούρκικα η γιορτή ονομάζεται «Μπακλά χουράν» από τη λέξη «μπακλά» που σημαίνει κουκιά (πηγή).
Τα κούλουμα, είναι γνωστά και με ορισμένες παραλλαγές της λέξης όπως κουμουλάθες, κούλουμπα, κούμουλες (πηγή).
Τα τελευταία χρόνια αναφέρεται επίσης ότι η λέξη "κούλουμα", προέρχεται από την αλβανική λέξη kulm ή kolum που -υποτίθεται- σημαίνουν «καθαρός» και συνδυάζονται με την Καθαρά Δευτέρα. Στην αλβανική γλώσσα όμως από τις παραπάνω λέξεις υπάρχει μόνο το kulm και σημαίνει «κορυφή», οπότε δεν γνωρίζουμε πού στηρίζεται αυτή η θεωρία και πόσο βάσιμη μπορεί να είναι (πηγή)
Στα παραπάνω περί λατινικής ή αλβανικής αλλά άγνωστης προέλευσης συνηγορεί και ο Μπαμπινιώτης (Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, 2005).
Χαρταετός
Έθιμο για μικρά και μεγάλα παιδιά, ο χαρταετός «προσφέρει» με τις τρελές και απίθανες πτήσεις του μοναδικές στιγμές χαράς. Πώς όμως ξετυλίγεται η... καλούμπα της ιστορίας του;
Οι χαρταετοί είναι επινόηση των ανατολικών λαών, όμως αν θέλουμε να βρούμε ποιος χρησιμοποίησε τους αετούς σαν πτητικές μηχανές θα πρέπει να γυρίσουμε στον 4ο αιώνα όταν ο φιλόσοφος, μαθηματικός, αστρονόμος και πολιτικός Αρχύτας, από τον Τάραντα της Σικελίας, εφηύρε την πρώτη πτητική μηχανή τη λεγόμενη «περιστερά του Αρχύτα». Ήταν ένα ξύλινο ομοίωμα πουλιού που πετούσε με την επενέργεια του βάρους που ήταν αναρτημένο σε τροχαλία και πεπιεσμένου αέρα που διέφευγε από μία σχισμή. Παλαιότερη αναφορά θα μπορούσε να θεωρηθεί η απεικόνιση σε ελληνικό αγγείο της κλασικής περιόδου μιας κόρης που κρατά στα χέρια της λευκή σαΐτα δεμένη με νήμα, ένα είδος αϊτού δηλαδή, και την οποία ετοιμάζεται να πετάξει (πηγή).
Από τα πλουσιόπαιδα της Ευρώπης, οι χαρταετοί πέρασαν από λιμάνι σε λιμάνι και έφθασαν πρώτα στη Σμύρνη, στη Χίο και στην Κωνσταντινούπολη, για να συνεχίσουν στα Επτάνησα, την Πάτρα, τη Σύρο και έπειτα σε όλη την Ελλάδα. Ανάλογα με την περιοχή, είχαν και μία ονομασία. Οι Σμυρνιοί τούς έλεγαν «τσερκένια», οι Κωνσταντινουπολίτες «ουτσουρμάδε»ς, οι Πόντιοι «πουλία», οι Θρακιώτες «πετάκια», οι Επτανήσιοι «φυσούνες». Σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, οι χαρταετοί ονομάζονταν «αστέρια», «ψαλίδες», «φωτοστέφανα» κ.ά (πηγή).
Λαγάνα
Είναι ο άζυμος άρτος, το ψωμί δηλαδή που παρασκευάζεται χωρίς προζύμι. Τέτοιου είδους άρτος χρησιμοποιήθηκε από τους Ισραηλίτες κατά τη διάρκεια της εξόδου τους από την Αίγυπτο. Για την ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία θεωρείται ότι συμβολίζει τα «άζυμα» με τα οποία ο Λωτ περιποιήθηκε τους καλεσμένους του δείχνοντας ότι ακόμα και σε μια κοινωνία αμαρτίας υπάρχει χώρος για όλους (πηγή). Ο Μπαμπινιώτης στο «Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας» (2005) αναφέρει πως ετυμολογικά η λέξη είναι μεταγενέστερη του «λάγανον» (λεπτή πίτα) το οποίο προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό «λαγγαίω» (απολύω, αφήνω, χαλαρώνω).
Η λαγάνα ως έδεσμα συναντάται, όσο παράξενο κι αν σας ακούγεται, σε πολλά κείμενα της αρχαιότητας γεγονός που αποδεικνύει εμπράκτως ότι ανέκαθεν αποτελούσε διατροφική συνήθεια του λαού μας. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από τις Εκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη όπου αναφέρεται η φράση «Λαγάνα πέττετται» που σημαίνει ότι «Λαγάνες γίνονται» ενώ ο Οράτιος στα κείμενά του χαρακτηρίζει τη λαγάνα ως «Το γλύκισμα των φτωχών» (πηγή).
Ταραμάς
Ορεκτικό από αβγά ψαριών του γλυκού νερού (κυρίως κυπρίνου). Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από την τουρκική «tarama». (Μπαμπινιώτης, «Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας», 2005). Ανάλογα με το χρώμα του ταραμά είναι και το χρώμα της ταραμοσαλάτας άσπρο ή ροζ. Ο άσπρος ταραμάς είναι ανώτερης ποιότητας, επειδή το ροζ χρώμα είναι προϊόν πρόσθετων τεχνητών χρωστικών ουσιών (πηγή).
Χαλβάς
Γλύκισμα που από ταχίνι, ζάχαρη, αρωματικά, και συνήθως εκχύλισμα χαλβαδόριζας. Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από την τουρκική "halva" μεταγενέστερη του "helva", η οποία προέρχεται από την αραβική "halvā", που σημαίνει "ζαχαρωτό" (Μπαμπινιώτης, «Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας», 2005). Υπάρχουν τριών τύπων χαλβάδες στην Ελλάδα: ο σουσαμένιος (που είναι και ο νηστίσιμος), ο σιμιγδαλένιος και ο Φαρσάλων.
Χάσκα
Δεν είναι έθιμο της Καθαρής Δευτέρας, αλλά της Κυριακής της Αποκριάς.
Η σαρακοστιανή επιταγή λέει, «με αυγό κλείνει το στόμα το βράδυ της Αποκριάς και με αβγό ανοίγει πάλι το βράδυ της Ανάστασης», υπενθυμίζοντας τη νηστεία που ακολουθεί μέχρι το Πάσχα.
Σύμφωνα με την παράδοση, την τελευταία μέρα της αποκριάς, ο γηραιότερος της φαμίλιας παίρνει ένα ξύλινο μακρύ κοντάρι στο οποίο στη μία άκρη κρατάει και στην άλλη δένει μία κλωστή στην άλλη άκρη της οποίας δένει ένα βρασμένο και ξεφλουδισμένο αυγό.
Ολόκληρη η οικογένεια κάθετε οκλαδόν γύρω απ' αυτόν, ο οποίος γυρνάει γύρω από τον εαυτό του, κουνώντας σαν εκκρεμές το αυγό μπροστά στα στόματα των μελών της οικογένειας. Με αυτό τον τρόπο ο καθένας απ’ αυτούς προσπαθεί να πιάσει το αβγό με τα δόντια. Όποιος το καταφέρει, λένε ότι είναι τυχερός.
Στην Λάρισα -απ' όπου είμαι- κυκλοφορεί στο εμπόριο ειδικός χαλβάς "χάσκα". Η λέξη προέρχεται από το ρήμα "χάσκω", που σημαίνει "μένω με ανοικτό το στόμα".
3otiko.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΡΟΣΟΧΗ: Οι απόψεις των αναρτήσεων δεν ταυτίζονται υποχρεωτικά με τις δικές μας.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.