«...Σε όλα τα κατεχόμενα εδάφη βλέπω τους ανθρώπους να ζουν εκεί μπουκωμένοι στο φαΐ, ενώ ο δικός μας λαός πεινάει. Για τ’ όνομα του Θεού, δεν σας στείλαμε εκεί για να δουλέψετε για την ευημερία των λαών που σας εμπιστευτήκαμε, αλλά για να πάρετε όσο περισσότερα μπορείτε, ώστε να μπορέσει να ζήσει ο γερμανικός λαός. Περιμένω από σας να αφιερώσετε τις δυνάμεις σας σ’ αυτό. Αυτή η συνεχής έγνοια για τους ξένους πρέπει να τελειώνει μια για πάντα... Καρφί δεν μου καίγεται όταν μου λέτε ότι άνθρωποι της ζώνης ευθύνης σας πεθαίνουν από την πείνα. Αφήστε τους να πεθαίνουν, εφόσον έτσι δεν λιμοκτονεί κανένας Γερμανός...».
Από μήνυμα του Γκέρινγκ προς τους αρμοστές του Ράιχ και τους στρατιωτικούς διοικητές των κατεχόμενων εδαφών.
Στις 27 Απριλίου, στις 8.10 το πρωί, μία μεγάλη μηχανοκίνητη φάλαγγα των Γερμανών μπήκε στην Αθήνα. Ο κόσμος βγήκε περίεργος στους δρόμους ενώ δεν έλειψαν και σημαίες με τον αγκυλωτό σταυρό κρεμασμένες σε ορισμένα παράθυρα... Στις 10.45 ο στρατιωτικός διοικητής της Αθήνας, οι δήμαρχοι της Αθήνας και του Πειραιά και ο νομάρχης Αττικής συνάντησαν στα βόρεια προάστια της πρωτεύουσας το Γερμανό διοικητή, στρατηγό φον Στρούμε, και του παρέδωσαν τα κλειδιά της πόλης... Η αναμετάδοση του εθνικού ύμνου από το ραδιοφωνικό σταθμό διακόπηκε απότομα και ένας Γερμανός αξιωματικός ανήγγειλε την κατάληψη της Αθήνας στο όνομα του Χίτλερ.
Τη διακυβέρνηση της χώρας ανέλαβε ο στρατηγός Τσολάκογλου, σχηματίζοντας κυβέρνηση -μεταξύ των μελών της οποίας υπήρχαν έξι στρατηγοί- η οποία όμως ποτέ δεν απέκτησε υπουργό Εξωτερικών, αφού ποτέ δεν απέκτησε διεθνή αναγνώριση. Ανάμεσά στους πολίτες, ένας καθηγητής Πανεπιστημίου που είχε παντρευτεί την κόρη του στρατηγού Λιστ και ο Πλάτων Χατζημιχάλης, ένας σκοτεινός επιχειρηματίας που είχε επαγγελματικές σχέσεις με τους Γερμανούς. Σύντομα όμως το κύρος της κυβέρνησης εκμηδενίστηκε. Ο στρατηγός Τσολάκογλου, παρά τις πατριωτικές διακηρύξεις του, καθίσταται αναξιόπιστος όταν η Βουλγαρία, σύμμαχος του Χίτλερ, κατέλαβε ένα μεγάλο κομμάτι της ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης ενθαρρύνοντας την εγκατάσταση Βουλγάρων εποίκων. Πάνω από 100.000 Έλληνες αναγκάστηκαν να πάρουν το δρόμο της προσφυγιάς για να αποφύγουν τους διωγμούς των Βούλγαρων επικυρίαρχων.
Η Ελλάδα διαιρέθηκε σε τρεις ζώνες κατοχής: τη γερμανική, την ιταλική και τη βουλγαρική. Οι Γερμανοί κράτησαν τις σημαντικότερες στρατηγικές περιοχές: Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Κρήτη, όλο το κομμάτι της Μακεδονίας που συνόρευε με τη Γιουγκοσλαβία, το κομμάτι της Θράκης που συνόρευε με την Τουρκία και τα νησιά Λήμνο, Λέσβο και Χίο. Το Μάιο και τον Ιούνιο οι Ιταλοί ανέλαβαν τη διοίκηση της υπόλοιπης ηπειρωτικής Ελλάδας, των Δωδεκανήσων και των Επτανήσων, προκαλώντας την αγανάκτηση του ελληνικού πληθυσμού που περιφρονούσε τους Ιταλούς μετά την ήττα τους από τον ελληνικό στρατό.
Παρά τις ιδεολογικές διακηρύξεις των ναζί για τη «Νέα Τάξη» που θα επικρατούσε σε έναν κόσμο υπό την κυριαρχία τους, στην κατοχική Ελλάδα άρχισε να επικρατεί διοικητικό χάος. Οι Ιταλοί μηχανορραφούσαν εναντίον των Γερμανών, οι διπλωμάτες εναντίον των στρατηγών της κυβέρνησης και οι Έλληνες γενικά προσπαθούσαν να στρέψουν τον έναν κατακτητή εναντίον του άλλου. Το διοικητικό χάος και η ληστρική συμπεριφορά των γερμανικών στρατευμάτων σύντομα προκάλεσαν οικονομική καταστροφή και τη μεγαλύτερη λιμοκτονία στην ιστορία της κατεχόμενης Ευρώπης.
Όταν ο γερμανικός στρατός κατέφτασε στην Αθήνα ήταν υποσιτισμένος και καταβεβλημένος. Δεν είχαν μαζί τους τρόφιμα και άλλα εφόδια, αλλά ζούσαν εις βάρος του ελληνικού πληθυσμού. Στην αρχή οι Ιταλοί είχαν οργανώσει κάποια υπηρεσία Επιμελητείας, οι Γερμανοί όμως δεν είχαν ποτέ. Η τακτική τους ήταν η κατάσχεση αγαθών από τις στρατιωτικές μονάδες ή ακόμη και η απευθείας αρπαγή αγαθών από τον ντόπιο πληθυσμό. Η συμπεριφορά αυτή άφησε έκπληκτο τον Αμερικανό διπλωμάτη, ο οποίος είχε άλλη εικόνα για το γερμανικό στρατό. «Το ηθικό και η πειθαρχία είχαν αντικατασταθεί από μία συντεχνιακή συνειδητοποίηση δύναμης που διαπερνά το γερμανικό στρατό, από τους στρατηγούς έως τους ιδιώτες. Όλοι τους φαίνονται να έχουν μια μαζική αίσθηση ακάθεκτης δύναμης (με σχεδόν σαδιστικές αποχρώσεις), η οποία πλάθει μία ψυχολογία που δύσκολα την κατα- λαβαίνουν οι απέξω» έγραφε ο Μπέρτον Μπέρι. Ο μουσικολόγος Μίνως Δούνιας, ο οποίος είχε ζήσει πολλά χρόνια στη Γερμανία, ήταν επίσης έκπληκτος: «Πού είναι η πατροπαράδοτη γερμανική τιμιότητα; Έζησα δεκατρία χρόνια στη Γερμανία και κανείς δεν με εξαπάτησε. Τώρα ξαφνικά με τη “Νέα Τάξη” έχουν όλοι μετατραπεί σε λωποδύτες. Αδειάζουν τα σπίτια απ’ ό,τι τους χτυπήσει στο μάτι. Στο σπίτι του Πιστολάκη έκοψαν από τα μαξιλάρια τα κεντήματα και αφαίρεσαν τα κρητικά κειμήλια από την πολύτιμη συλλογή του σπιτιού. Από τα φτωχόσπιτα της επαρχίας έκλεψαν τα σεντόνια και τις βελέντζες. Από άλλες κατοικίες άρπαξαν ελαιογραφίες και αφαίρεσαν και αυτά ακόμη τα μετάλλινα πόμολα της πόρτας» («Το ημερολόγιο του Μίνου Δούνια», Αθήνα 1987).
Διαβάστε το πλήρες άρθρο εδώ
defencenet
Από μήνυμα του Γκέρινγκ προς τους αρμοστές του Ράιχ και τους στρατιωτικούς διοικητές των κατεχόμενων εδαφών.
Απρίλιος 1941
Μετά τις μεγάλες νίκες του ελληνικού στρατού επί των Ιταλών στην Αλβανία και το κλίμα ευφορίας και θριάμβου που κυριαρχούσε στην Ελλάδα επακολούθησε η γερμανική επίθεση, η κατάρρευση της γραμμής Μεταξά και η συνθηκολόγηση. Στις 18 Απριλίου ο πρωθυπουργός απελπισμένος αυτοκτόνησε. Η χώρα έμεινε χωρίς ηγεσία, ενώ ο βασιλιάς και οι πολιτικοί έριζαν για τη διαδοχή. Ο κόσμος όταν μπορούσε έφευγε από τις πόλεις για να αποφύγει τους βομβαρδισμούς της γερμανικής αεροπορίας, οι ελληνικές και οι συμμαχικές δυνάμεις οπισθοχωρούσαν προς το Νότο και η στρατιωτική πειθαρχία άρχισε να καταρρέει. Ομάδες άτακτων στρατιωτών βάδιζαν προς τα χωριά και τις πόλεις τους, τα μαγαζιά είχαν κατεβάσει ρολά και οι τράπεζες πολιορκούνταν από χιλιάδες ανθρώπους που προσπαθούσαν να αποσύρουν τις καταθέσεις τους.Στις 27 Απριλίου, στις 8.10 το πρωί, μία μεγάλη μηχανοκίνητη φάλαγγα των Γερμανών μπήκε στην Αθήνα. Ο κόσμος βγήκε περίεργος στους δρόμους ενώ δεν έλειψαν και σημαίες με τον αγκυλωτό σταυρό κρεμασμένες σε ορισμένα παράθυρα... Στις 10.45 ο στρατιωτικός διοικητής της Αθήνας, οι δήμαρχοι της Αθήνας και του Πειραιά και ο νομάρχης Αττικής συνάντησαν στα βόρεια προάστια της πρωτεύουσας το Γερμανό διοικητή, στρατηγό φον Στρούμε, και του παρέδωσαν τα κλειδιά της πόλης... Η αναμετάδοση του εθνικού ύμνου από το ραδιοφωνικό σταθμό διακόπηκε απότομα και ένας Γερμανός αξιωματικός ανήγγειλε την κατάληψη της Αθήνας στο όνομα του Χίτλερ.
Τη διακυβέρνηση της χώρας ανέλαβε ο στρατηγός Τσολάκογλου, σχηματίζοντας κυβέρνηση -μεταξύ των μελών της οποίας υπήρχαν έξι στρατηγοί- η οποία όμως ποτέ δεν απέκτησε υπουργό Εξωτερικών, αφού ποτέ δεν απέκτησε διεθνή αναγνώριση. Ανάμεσά στους πολίτες, ένας καθηγητής Πανεπιστημίου που είχε παντρευτεί την κόρη του στρατηγού Λιστ και ο Πλάτων Χατζημιχάλης, ένας σκοτεινός επιχειρηματίας που είχε επαγγελματικές σχέσεις με τους Γερμανούς. Σύντομα όμως το κύρος της κυβέρνησης εκμηδενίστηκε. Ο στρατηγός Τσολάκογλου, παρά τις πατριωτικές διακηρύξεις του, καθίσταται αναξιόπιστος όταν η Βουλγαρία, σύμμαχος του Χίτλερ, κατέλαβε ένα μεγάλο κομμάτι της ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης ενθαρρύνοντας την εγκατάσταση Βουλγάρων εποίκων. Πάνω από 100.000 Έλληνες αναγκάστηκαν να πάρουν το δρόμο της προσφυγιάς για να αποφύγουν τους διωγμούς των Βούλγαρων επικυρίαρχων.
Η Ελλάδα διαιρέθηκε σε τρεις ζώνες κατοχής: τη γερμανική, την ιταλική και τη βουλγαρική. Οι Γερμανοί κράτησαν τις σημαντικότερες στρατηγικές περιοχές: Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Κρήτη, όλο το κομμάτι της Μακεδονίας που συνόρευε με τη Γιουγκοσλαβία, το κομμάτι της Θράκης που συνόρευε με την Τουρκία και τα νησιά Λήμνο, Λέσβο και Χίο. Το Μάιο και τον Ιούνιο οι Ιταλοί ανέλαβαν τη διοίκηση της υπόλοιπης ηπειρωτικής Ελλάδας, των Δωδεκανήσων και των Επτανήσων, προκαλώντας την αγανάκτηση του ελληνικού πληθυσμού που περιφρονούσε τους Ιταλούς μετά την ήττα τους από τον ελληνικό στρατό.
Παρά τις ιδεολογικές διακηρύξεις των ναζί για τη «Νέα Τάξη» που θα επικρατούσε σε έναν κόσμο υπό την κυριαρχία τους, στην κατοχική Ελλάδα άρχισε να επικρατεί διοικητικό χάος. Οι Ιταλοί μηχανορραφούσαν εναντίον των Γερμανών, οι διπλωμάτες εναντίον των στρατηγών της κυβέρνησης και οι Έλληνες γενικά προσπαθούσαν να στρέψουν τον έναν κατακτητή εναντίον του άλλου. Το διοικητικό χάος και η ληστρική συμπεριφορά των γερμανικών στρατευμάτων σύντομα προκάλεσαν οικονομική καταστροφή και τη μεγαλύτερη λιμοκτονία στην ιστορία της κατεχόμενης Ευρώπης.
Η πείνα
«Θα ήθελα να κάνω μία παρέκβαση, για να σας ζητήσω να θυμηθείτε πώς μία ευημερούσα και εργατική πόλη, χωρίς να καταστραφεί, μεταβλήθηκε σε τόπο κατοικίας ολόκληρων ορδών από άπορους, λιμοκτονούντες ανθρώπους. ...Φυσικά η απάντηση είναι ο γερμανικός στρατός κατοχής» («Στην Ελλάδα του Χίτλερ», Mark Mazower, εκδ. Αλεξάνδρεια, 1993) έγραφε ο Μπέρτον Μπέρι, Αμερικανός διπλωμάτης στην Αθήνα.Όταν ο γερμανικός στρατός κατέφτασε στην Αθήνα ήταν υποσιτισμένος και καταβεβλημένος. Δεν είχαν μαζί τους τρόφιμα και άλλα εφόδια, αλλά ζούσαν εις βάρος του ελληνικού πληθυσμού. Στην αρχή οι Ιταλοί είχαν οργανώσει κάποια υπηρεσία Επιμελητείας, οι Γερμανοί όμως δεν είχαν ποτέ. Η τακτική τους ήταν η κατάσχεση αγαθών από τις στρατιωτικές μονάδες ή ακόμη και η απευθείας αρπαγή αγαθών από τον ντόπιο πληθυσμό. Η συμπεριφορά αυτή άφησε έκπληκτο τον Αμερικανό διπλωμάτη, ο οποίος είχε άλλη εικόνα για το γερμανικό στρατό. «Το ηθικό και η πειθαρχία είχαν αντικατασταθεί από μία συντεχνιακή συνειδητοποίηση δύναμης που διαπερνά το γερμανικό στρατό, από τους στρατηγούς έως τους ιδιώτες. Όλοι τους φαίνονται να έχουν μια μαζική αίσθηση ακάθεκτης δύναμης (με σχεδόν σαδιστικές αποχρώσεις), η οποία πλάθει μία ψυχολογία που δύσκολα την κατα- λαβαίνουν οι απέξω» έγραφε ο Μπέρτον Μπέρι. Ο μουσικολόγος Μίνως Δούνιας, ο οποίος είχε ζήσει πολλά χρόνια στη Γερμανία, ήταν επίσης έκπληκτος: «Πού είναι η πατροπαράδοτη γερμανική τιμιότητα; Έζησα δεκατρία χρόνια στη Γερμανία και κανείς δεν με εξαπάτησε. Τώρα ξαφνικά με τη “Νέα Τάξη” έχουν όλοι μετατραπεί σε λωποδύτες. Αδειάζουν τα σπίτια απ’ ό,τι τους χτυπήσει στο μάτι. Στο σπίτι του Πιστολάκη έκοψαν από τα μαξιλάρια τα κεντήματα και αφαίρεσαν τα κρητικά κειμήλια από την πολύτιμη συλλογή του σπιτιού. Από τα φτωχόσπιτα της επαρχίας έκλεψαν τα σεντόνια και τις βελέντζες. Από άλλες κατοικίες άρπαξαν ελαιογραφίες και αφαίρεσαν και αυτά ακόμη τα μετάλλινα πόμολα της πόρτας» («Το ημερολόγιο του Μίνου Δούνια», Αθήνα 1987).
Διαβάστε το πλήρες άρθρο εδώ
defencenet
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΡΟΣΟΧΗ: Οι απόψεις των αναρτήσεων δεν ταυτίζονται υποχρεωτικά με τις δικές μας.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.