«Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν» (Μᾶρκ. 8,34)
ΤΟΝ Σεπτέμβριο, ἀγαπητοί μου, ποὺ ὁ λαός μας τὸν λέει καὶ τρυγητή, γιατὶ τρυγοῦν τὸν εὐλογημένο καρπὸ τῆς ἀμπέλου, εἶνε ἡ μεγάλη ἑορτὴ τοῦ Σταυροῦ. Προσκυνοῦμε τὸ σταυρό, ποὺ κάνει θαύματα. Γιὰ παράδειγμα, στὴ Θήβα, σ᾿ ἕνα χωριό, κάποιος ἔκοψε ἕνα πεῦκο καὶ μέσα στὸν κορμὸ εἶδε ζωγραφισμένο σταυρό, κ᾿ ἔμεινε κατάπληκτος. Χτύπησε ἡ καμπάνα, μαζεύτηκε λαὸς καὶ κλῆρος μὲ τὸ δεσπότη κ᾿ ἔκαναν δέησι. Καὶ μόνο αὐτό;
Ἀναρίθμητα τὰ θαύματα τοῦ σταυροῦ. Ἀλλὰ τὸ μεγαλύτερο, ἐμπρὸς στὸ ὁποῖο ὠχριοῦν ὅλα τὰ ἄλλα, εἶνε ὅτι ὁ σταυρὸς ―κι ὅταν λέμε σταυρὸ ἐννοοῦμε τὸν Ἐσταυρωμένο― τί ἔκανε; Πῆρε ἕνα λύκο καὶ τὸν ἔκανε ἀρνί· πῆρε τὸ λῃστή, ποὺ τὰ χέρια του ἔσταζαν αἷμα, καὶ τὸν ἔκανε νὰ πῇ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42). Αὐτὰ τὰ θαύματα, ποὺ μεταβάλλουν τὸν ἄνθρωπο, εἶνε τὰ μεγαλύτερα.
Τὸν Σεπτέμβριο λοιπὸν ἡ πιὸ μεγάλη γιορτὴ εἶνε ἡ Ὕψωσις τοῦ Σταυροῦ. Τὸν ἄλλο μῆνα, τὸν Ὀκτώβριο, οἱ Ἕλληνες ποὺ πιστεύουν στὸ Χριστὸ καὶ ἀγαποῦν τὴν πατρίδα περιμένουν νὰ ἑορτάσουν τὴν ἑορτὴ τῆς 28ης Ὀκτωβρίου, ποὺ γράφτηκε στὴν ἱστορία. Ἡ Ἰταλία μὲ τὸ δικτάτορά της χτύπησε τὴν πόρτα μας καὶ εἶπε· «Ἑλλάς, παραδόσου! προθεσμία τρεῖς ὧρες». Καὶ ἡ Ἑλλὰς μὲ τὸ στόμα τοῦ τότε πρωθυπουργοῦ της ἀπήντησε «Μολὼν λαβέ!» (αὐτὸ ποὺ εἶπαν οἱ πρόγονοί μας στὶς Θερμοπύλες)· εἶπε τὸ «Ὄχι». Ἤμουν νεαρὸς διάκονος στὸ Μεσολόγγι κι ἀκούω τὴ νύχτα νὰ χτυποῦν καμπάνες, νὰ τοιχοκολλοῦν προκηρύξεις καὶ ὅλοι νὰ λένε· Πόλεμος! ἐπιστράτευσις!… Εκοσι ἡλικίες κατετάγησαν. Ἄλλαξε ἡ ὄψι τῆς Ἑλλάδος. Οἱ γεωργοὶ ἄφησαν τὰ δρεπάνια, οἱ βοσκοὶ τὰ πρόβατα, οἱ ἐργάτες τὰ ἐργαλεῖα, οἱ δασκάλοι τὰ σχολεῖα. Τὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος, μὲ τὸ σταυρουδάκι τοῦ Κυρίου στὸ στῆθος, μὲ τὴν εὐχὴ μανάδων καὶ συζύγων ποὺ τοὺς φώναζαν «Ἡ Παναγιὰ μαζί σας», ἀνέβηκαν στὰ βουνὰ τῆς Πίνδου. Καὶ πῆραν τὶς κορυφὲς καὶ τὶς ἕνωσαν μὲ τ᾿ ἀστέρια! Ἡ Ἑλλὰς γνώρισε μοναδικὴ τιμή. Τότε, ὅταν στὴ Νέα Ὑόρκη καὶ στὸ Λονδῖνο ἔβλεπαν Ἕλληνα, τὸν σήκωναν στὰ χέρια. Τέτοια δόξα εἶχε τὶς μέρες ἐκεῖνες ἡ πατρίδα μας ἑνωμένη ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.
Θὰ μοῦ πῆτε· Καλὰ εἶν᾿ αὐτά, ἀλλὰ νὰ τὰ πῇ ὁ δάσκαλος, ὁ καθηγητής, ὁ νομάρχης, ὁ πρωθυπουργός, ὁ πρόεδρος τῆς δημοκρατίας. Ἐμεῖς ἀπὸ σένα περιμένουμε ν᾿ ἀκούσουμε λόγο ἐκκλησιαστικό, ὄχι ἐθνικό.
* * *
Ἀπαντῶ.
Γιὰ μᾶς οἱ γιορτὲς ἔχουν διπλὸ χαρακτῆρα, θρησκευτικὸ καὶ ἐθνικό. Πίστις καὶ πατρὶς εἶνε ἑνωμένα ὅπως τὸ κρέας μὲ τὸ νύχι. Ὅποιος ἀγαπάει τὸ ἕνα, ἀγαπάει καὶ τὸ ἄλλο. Στὰ ψηλὰ βουνά, ποὺ ἀνεβήκαμε τὰ χρόνια ἐκεῖνα ὡς στρατιωτικοὶ ἱερεῖς, κάθε βράδυ γινόταν προσκλητήριο, καὶ ἄκουγες· «Ἀπών· ἔπεσε ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος»! Κι ὅταν κατελάμβαναν μιὰ κορυφὴ καὶ ὕψωναν τὴ σημαία μας, ἔψαλλαν «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια…». Συνεπῶς, δὲν εἶμαι ἐκτὸς θέματος. Ἄλλωστε καὶ τὸ εὐαγγέλιο σήμερα ταιριάζει μὲ αὐτὰ ποὺ λέω. Πῶς ταιριάζει;
Ἂν ἀγαποῦμε τὴν πατρίδα μιὰ φορά, χίλιες φορὲς πρέπει ν᾿ ἀγαποῦμε τὸ Χριστό μας, ποὺ εἶνε πάνω ἀπὸ τὴν πατρίδα κι ἀπ᾿ ὅλο τὸ σύμπαν. Κι ὅπως ἡ πατρίδα κάνει ἐπιστράτευσι, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς κάνει ἐπιστράτευσι. Εἶνε ὁ ἀρχηγός μας, ὁ ἀρχιστράτηγός μας, ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλέων. Σημαία του ὁ τίμιος σταυρός· σάλπιγγα τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου· στρατιῶτες ὅλοι ἐμεῖς. Κι ὅπως ὁ στρατιώτης βγάζει τὰ ροῦχα του καὶ βάζει τὴ στολὴ τοῦ στρατοῦ, ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς. Καὶ τὸ εὐαγγέλιο σήμερα, μὲ ἁπλᾶ λόγια, τί λέει; Κάνει προσκλητήριο. Πόλεμος γίνεται! ὄχι ὁρατός, ἀλλὰ ἀόρατος καὶ ἀσυγκρίτως σπουδαιότερος. Ἐπιστράτευσι κάνει ὁ Χριστός. Τὸν ἀκούσατε τί εἶπε; «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν…» (Μᾶρκ. 8,34). Σᾶς καλῶ ὅλους, ἄντρες – γυναῖκες – παιδιά, μικροὺς – μεγάλους, δεξιοὺς – ἀριστερούς, ὅλων τῶν χρωμάτων, νὰ καταταχθῆτε μὲ τὴ θέλησί σας ὑπὸ τὴν σημαία μου. Δὲν βιάζει κανένα. Θέλει ἐθελοντάς, ὄχι διὰ τῆς βίας. Ὁ Χριστὸς σέβεται τὴν ἐλευθερία μας.
Τί χρειάζεται; Ἕνα, δύο, τρία πράγματα. Τὸ ἕνα· «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν». Τὸ δεύτερο· «καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ». Τὸ τρίτο «καὶ ἀκολουθείτω μοι» (ἔ.ἀ.). Ἀπὸ αὐτὰ θὰ ἐξηγήσω τὸ πρῶτο, «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν».
* * *
Ὅποιος θέλει νὰ εἶνε Χριστιανός, «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν». Τί σημαίνει «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν»; Νὰ ἀρνηθῇς, νὰ μισήσῃς τὸν ἑαυτό σου. Δύσκολο πρᾶγμα αὐτό. Ὁ ἄνθρωπος εἶνε διπλός, ἔχει σῶμα καὶ ψυχή. Τί μᾶς λέει λοιπόν; Μερικοὶ τὸ ἑρμήνευσαν λάθος. Νόμισαν, ὅτι ὁ Χριστὸς λέει νὰ μισήσουμε τὸ σῶμα. Ὄχι, τέτοιο πρᾶγμα δὲ λέει ὁ Χριστός. Τὸ σῶμα εἶνε θαυμαστὸ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ· τὰ μάτια, τὰ αὐτιά, ἡ καρδιά, τὰ ἑκατομμύρια κύτταρα, τὰ πάντα. Εἶνε τὸ πιὸ θαυμαστὸ ἐργοστάσιο. Δὲν εἶπε λοιπὸν ὁ Χριστὸς νὰ μισήσουμε τὸ σῶμα. Ἀντιθέτως πρέπει νὰ τὸ προσέξουμε. Καὶ δὲν τὸ προσέχουμε, μὲ τὶς διάφορες ἁμαρτωλὲς καταχρήσεις ποὺ κάνουμε. Ὅποιος ζῇ ἐγκρατῆ βίον, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἔχει καὶ ὑγεία· ὅποιος ἔχει ἄσωτη ζωή, καταστρέφει καὶ τὴν ὑγεία.
Κάτι ἄλλο σημαίνει τὸ «Ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν». Ἐννοεῖ, νὰ μισήσουμε τὸν διεφθαρμένο ἑαυτό μας, τὴν κακία μας, τὸ κακὸ ποὺ φωλιάζει βαθειὰ μέσα στὴν καρδιά μας.
Μέσα στὸν ἄνθρωπο εἶνε δυὸ δυνάμεις· ἡ μία σὲ παίρνει καὶ σὲ ἀνεβάζει στὰ οὐράνια, ἡ ἄλλη σὲ ἁρπάζει καὶ σὲ βυθίζει στὸν ᾅδη· ἕνας ἄγγελος ποὺ μὲ τὶς φτεροῦγες του μᾶς ὑψώνει στὸν οὐρανό, κ᾿ ἕνας σατανᾶς ποὺ μᾶς σπρώχνει στὴν κόλασι. Ἂν θέλῃς γίνεσαι ἢ ἀπόστολος Παῦλος καὶ πετᾷς στὰ ὕψη ἢ Ἰούδας καὶ προδίδεις τὸ Χριστό. Δυὸ δυνάμεις παλεύουν. Τὸ κακὸ μᾶς καλεῖ ὁ Χριστὸς νὰ μισήσουμε, τὴν ἁμαρτία, τὸ πάθος ἤ, ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, τὸ «γουρουνάκι» ποὺ ἔχουμε μέσα μας καὶ μᾶς σπρώχνει στὸ κακό.
Τὸ κακὸ εἶνε πολύμορφο· ἡ ἁμαρτία εἶνε δέντρο μὲ πολλὲς διακλαδώσεις. Πορνεία, μοιχεία, κλοπή, πλεονεξία, γαστριμαργία, μῖσος, ὀργή… Πλῆθος οἱ ἁμαρτίες. Καὶ ὅταν αὐτὲς χρονίζουν, ἡ ψυχὴ ἀποκτᾷ πάθη. «Ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν» σημαίνει νὰ κηρύξουμε αὐτοπόλεμο ἐναντίον ὅλων αὐτῶν.
Ὤ νὰ μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος νὰ ξεῤῥιζώσῃ αὐτὰ τὰ κακά! Δῶστε μου ἀνθρώπους ἀπηλλαγμένους ἀπὸ ἁμαρτίες καὶ πάθη, καὶ ἡ γῆ θὰ γίνῃ παράδεισος. Τώρα τὸ κακὸ βασιλεύει καὶ κάνει τὴ ζωή μας κόλασι.
* * *
Δὲ θὰ πῶ περισσότερα. Πρὶν τελειώσω θὰ ὑπογραμμίσω ἕνα κακό, ποὺ μαστίζει ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνες. Εἶνε ἡ φιλονικία, τὸ μῖσος, ἡ διχόνοια. Ἀναφέρω δύο – τρία παραδείγματα.
ϗ Βλέπεις τὴν οἰκογένεια καὶ τὴ νομίζεις ἀγαπημένη. Ἡ γυναίκα ὅμως μισεῖ τὸν ἄντρα, κι ἂς τρώῃ κι ἂς κοιμᾶται μαζί του. Ἔτσι ἐξηγεῖται πῶς μιὰ γυναίκα πῆρε τσεκούρι καὶ σκότωσε τὸν ἄντρα της καὶ ἔφριξε ὁ κόσμος.
ϗ Ὅταν περιώδευα ὡς ἱεροκήρυκας στὴν Πίνδο μὲ τὰ πόδια ―τὸ καλύτερο αὐτοκίνητο―, πέρασα κι ἀπὸ ἕνα χωριὸ μὲ βοσκούς, μὲ τοπία, μὲ δάση, μὲ νερὰ κρυστάλλινα – παράδεισος ἦταν. Σὲ λίγο ὅμως τί ἔμαθα· τὸ χωριὸ διχάστηκε. Ὁ σατανᾶς ἔσπειρε μῖσος ἀνάμεσά τους. Χωρίστηκαν σὲ δυὸ παρατάξεις, ἅρπαξαν τὶς καραμπίνες καὶ σκοτωθήκανε. Δέκα νεκροὶ καὶ σαράντα τραυματίες! Ἔσβησε τὸ χωριό, δὲν ὑπάρχει. Ἔλειψε ἡ ἀγάπη; δὲν ὑπάρχει οὔτε οἰκογένεια οὔτε χωριό.
ϗ Θέλετε κ᾿ ἕνα ἄλλο; Αὐτὸ τὸ μῆνα ἡ πατρίδα θρηνεῖ τὴν ἐπέτειο τῆς μικρασιατικῆς καταστροφῆς· τέτοια ἐποχὴ ἦταν. Πῶς ἦρθε ἡ συμφορά; μᾶς νίκησαν οἱ Τοῦρκοι; Ὄχι. Ὁ διος ὁ Κεμάλ τὸ εἶπε· «Δὲ νικήσαμε τοὺς Ἕλληνες· μόνοι τους νικήθηκαν, μὲ τὴ διχόνοια». Ἑνωμένοι κι ἀγαπημένοι, ἤμασταν ἀήττητοι· ὅταν γίναμε δυὸ παρατάξεις, διαλυθήκαμε.
Καὶ τώρα πάλι τέτοια σημάδια διαιρέσεως παρουσιάζονται. Καὶ κλαίω κι ἀναστενάζω, γιατὶ φοβοῦμαι καμμιὰ νέα καταστροφὴ χειρότερη. Διότι φύγαμε ἀπὸ τὸ Θεό.
Ὁ Χριστὸς κάνει προσκλητήριο ἐπιστρατεύσεως. Ὁ σταυρός του κάνει θαύματα, κάνει καὶ τοὺς λύκους ἀρνία. Ἡ Ἐκκλησία μας καλεῖ ὅλα τὰ παιδιά της κοντά, χωρὶς διακρίσεις, σὰν τὴν κλῶσσα ποὺ ἀγαπάει ὅλα τὰ πουλάκια της ὁποιοδήποτε χρῶμα κι ἂν ἔχουν. Κ᾿ ἐσεῖς εἶστε παιδιὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς πατρίδος. Μείνετε ἀγαπημένοι καὶ ἑνωμένοι. Τότε θὰ ἑορτάζουμε μὲ ἀγαλλίασι τὶς μεγάλες ἑορτὲς καὶ θὰ λέμε· Δόξα στὸ Θεό, δόξα στὸ Χριστό· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Δημητρίου Κούτουρλα – Εὐβοίας 18-9-1988)
hellasforce.comΤΟΝ Σεπτέμβριο, ἀγαπητοί μου, ποὺ ὁ λαός μας τὸν λέει καὶ τρυγητή, γιατὶ τρυγοῦν τὸν εὐλογημένο καρπὸ τῆς ἀμπέλου, εἶνε ἡ μεγάλη ἑορτὴ τοῦ Σταυροῦ. Προσκυνοῦμε τὸ σταυρό, ποὺ κάνει θαύματα. Γιὰ παράδειγμα, στὴ Θήβα, σ᾿ ἕνα χωριό, κάποιος ἔκοψε ἕνα πεῦκο καὶ μέσα στὸν κορμὸ εἶδε ζωγραφισμένο σταυρό, κ᾿ ἔμεινε κατάπληκτος. Χτύπησε ἡ καμπάνα, μαζεύτηκε λαὸς καὶ κλῆρος μὲ τὸ δεσπότη κ᾿ ἔκαναν δέησι. Καὶ μόνο αὐτό;
Ἀναρίθμητα τὰ θαύματα τοῦ σταυροῦ. Ἀλλὰ τὸ μεγαλύτερο, ἐμπρὸς στὸ ὁποῖο ὠχριοῦν ὅλα τὰ ἄλλα, εἶνε ὅτι ὁ σταυρὸς ―κι ὅταν λέμε σταυρὸ ἐννοοῦμε τὸν Ἐσταυρωμένο― τί ἔκανε; Πῆρε ἕνα λύκο καὶ τὸν ἔκανε ἀρνί· πῆρε τὸ λῃστή, ποὺ τὰ χέρια του ἔσταζαν αἷμα, καὶ τὸν ἔκανε νὰ πῇ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42). Αὐτὰ τὰ θαύματα, ποὺ μεταβάλλουν τὸν ἄνθρωπο, εἶνε τὰ μεγαλύτερα.
Τὸν Σεπτέμβριο λοιπὸν ἡ πιὸ μεγάλη γιορτὴ εἶνε ἡ Ὕψωσις τοῦ Σταυροῦ. Τὸν ἄλλο μῆνα, τὸν Ὀκτώβριο, οἱ Ἕλληνες ποὺ πιστεύουν στὸ Χριστὸ καὶ ἀγαποῦν τὴν πατρίδα περιμένουν νὰ ἑορτάσουν τὴν ἑορτὴ τῆς 28ης Ὀκτωβρίου, ποὺ γράφτηκε στὴν ἱστορία. Ἡ Ἰταλία μὲ τὸ δικτάτορά της χτύπησε τὴν πόρτα μας καὶ εἶπε· «Ἑλλάς, παραδόσου! προθεσμία τρεῖς ὧρες». Καὶ ἡ Ἑλλὰς μὲ τὸ στόμα τοῦ τότε πρωθυπουργοῦ της ἀπήντησε «Μολὼν λαβέ!» (αὐτὸ ποὺ εἶπαν οἱ πρόγονοί μας στὶς Θερμοπύλες)· εἶπε τὸ «Ὄχι». Ἤμουν νεαρὸς διάκονος στὸ Μεσολόγγι κι ἀκούω τὴ νύχτα νὰ χτυποῦν καμπάνες, νὰ τοιχοκολλοῦν προκηρύξεις καὶ ὅλοι νὰ λένε· Πόλεμος! ἐπιστράτευσις!… Εκοσι ἡλικίες κατετάγησαν. Ἄλλαξε ἡ ὄψι τῆς Ἑλλάδος. Οἱ γεωργοὶ ἄφησαν τὰ δρεπάνια, οἱ βοσκοὶ τὰ πρόβατα, οἱ ἐργάτες τὰ ἐργαλεῖα, οἱ δασκάλοι τὰ σχολεῖα. Τὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος, μὲ τὸ σταυρουδάκι τοῦ Κυρίου στὸ στῆθος, μὲ τὴν εὐχὴ μανάδων καὶ συζύγων ποὺ τοὺς φώναζαν «Ἡ Παναγιὰ μαζί σας», ἀνέβηκαν στὰ βουνὰ τῆς Πίνδου. Καὶ πῆραν τὶς κορυφὲς καὶ τὶς ἕνωσαν μὲ τ᾿ ἀστέρια! Ἡ Ἑλλὰς γνώρισε μοναδικὴ τιμή. Τότε, ὅταν στὴ Νέα Ὑόρκη καὶ στὸ Λονδῖνο ἔβλεπαν Ἕλληνα, τὸν σήκωναν στὰ χέρια. Τέτοια δόξα εἶχε τὶς μέρες ἐκεῖνες ἡ πατρίδα μας ἑνωμένη ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.
Θὰ μοῦ πῆτε· Καλὰ εἶν᾿ αὐτά, ἀλλὰ νὰ τὰ πῇ ὁ δάσκαλος, ὁ καθηγητής, ὁ νομάρχης, ὁ πρωθυπουργός, ὁ πρόεδρος τῆς δημοκρατίας. Ἐμεῖς ἀπὸ σένα περιμένουμε ν᾿ ἀκούσουμε λόγο ἐκκλησιαστικό, ὄχι ἐθνικό.
* * *
Ἀπαντῶ.
Γιὰ μᾶς οἱ γιορτὲς ἔχουν διπλὸ χαρακτῆρα, θρησκευτικὸ καὶ ἐθνικό. Πίστις καὶ πατρὶς εἶνε ἑνωμένα ὅπως τὸ κρέας μὲ τὸ νύχι. Ὅποιος ἀγαπάει τὸ ἕνα, ἀγαπάει καὶ τὸ ἄλλο. Στὰ ψηλὰ βουνά, ποὺ ἀνεβήκαμε τὰ χρόνια ἐκεῖνα ὡς στρατιωτικοὶ ἱερεῖς, κάθε βράδυ γινόταν προσκλητήριο, καὶ ἄκουγες· «Ἀπών· ἔπεσε ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος»! Κι ὅταν κατελάμβαναν μιὰ κορυφὴ καὶ ὕψωναν τὴ σημαία μας, ἔψαλλαν «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια…». Συνεπῶς, δὲν εἶμαι ἐκτὸς θέματος. Ἄλλωστε καὶ τὸ εὐαγγέλιο σήμερα ταιριάζει μὲ αὐτὰ ποὺ λέω. Πῶς ταιριάζει;
Ἂν ἀγαποῦμε τὴν πατρίδα μιὰ φορά, χίλιες φορὲς πρέπει ν᾿ ἀγαποῦμε τὸ Χριστό μας, ποὺ εἶνε πάνω ἀπὸ τὴν πατρίδα κι ἀπ᾿ ὅλο τὸ σύμπαν. Κι ὅπως ἡ πατρίδα κάνει ἐπιστράτευσι, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς κάνει ἐπιστράτευσι. Εἶνε ὁ ἀρχηγός μας, ὁ ἀρχιστράτηγός μας, ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλέων. Σημαία του ὁ τίμιος σταυρός· σάλπιγγα τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου· στρατιῶτες ὅλοι ἐμεῖς. Κι ὅπως ὁ στρατιώτης βγάζει τὰ ροῦχα του καὶ βάζει τὴ στολὴ τοῦ στρατοῦ, ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς. Καὶ τὸ εὐαγγέλιο σήμερα, μὲ ἁπλᾶ λόγια, τί λέει; Κάνει προσκλητήριο. Πόλεμος γίνεται! ὄχι ὁρατός, ἀλλὰ ἀόρατος καὶ ἀσυγκρίτως σπουδαιότερος. Ἐπιστράτευσι κάνει ὁ Χριστός. Τὸν ἀκούσατε τί εἶπε; «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν…» (Μᾶρκ. 8,34). Σᾶς καλῶ ὅλους, ἄντρες – γυναῖκες – παιδιά, μικροὺς – μεγάλους, δεξιοὺς – ἀριστερούς, ὅλων τῶν χρωμάτων, νὰ καταταχθῆτε μὲ τὴ θέλησί σας ὑπὸ τὴν σημαία μου. Δὲν βιάζει κανένα. Θέλει ἐθελοντάς, ὄχι διὰ τῆς βίας. Ὁ Χριστὸς σέβεται τὴν ἐλευθερία μας.
Τί χρειάζεται; Ἕνα, δύο, τρία πράγματα. Τὸ ἕνα· «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν». Τὸ δεύτερο· «καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ». Τὸ τρίτο «καὶ ἀκολουθείτω μοι» (ἔ.ἀ.). Ἀπὸ αὐτὰ θὰ ἐξηγήσω τὸ πρῶτο, «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν».
* * *
Ὅποιος θέλει νὰ εἶνε Χριστιανός, «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν». Τί σημαίνει «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν»; Νὰ ἀρνηθῇς, νὰ μισήσῃς τὸν ἑαυτό σου. Δύσκολο πρᾶγμα αὐτό. Ὁ ἄνθρωπος εἶνε διπλός, ἔχει σῶμα καὶ ψυχή. Τί μᾶς λέει λοιπόν; Μερικοὶ τὸ ἑρμήνευσαν λάθος. Νόμισαν, ὅτι ὁ Χριστὸς λέει νὰ μισήσουμε τὸ σῶμα. Ὄχι, τέτοιο πρᾶγμα δὲ λέει ὁ Χριστός. Τὸ σῶμα εἶνε θαυμαστὸ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ· τὰ μάτια, τὰ αὐτιά, ἡ καρδιά, τὰ ἑκατομμύρια κύτταρα, τὰ πάντα. Εἶνε τὸ πιὸ θαυμαστὸ ἐργοστάσιο. Δὲν εἶπε λοιπὸν ὁ Χριστὸς νὰ μισήσουμε τὸ σῶμα. Ἀντιθέτως πρέπει νὰ τὸ προσέξουμε. Καὶ δὲν τὸ προσέχουμε, μὲ τὶς διάφορες ἁμαρτωλὲς καταχρήσεις ποὺ κάνουμε. Ὅποιος ζῇ ἐγκρατῆ βίον, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἔχει καὶ ὑγεία· ὅποιος ἔχει ἄσωτη ζωή, καταστρέφει καὶ τὴν ὑγεία.
Κάτι ἄλλο σημαίνει τὸ «Ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν». Ἐννοεῖ, νὰ μισήσουμε τὸν διεφθαρμένο ἑαυτό μας, τὴν κακία μας, τὸ κακὸ ποὺ φωλιάζει βαθειὰ μέσα στὴν καρδιά μας.
Μέσα στὸν ἄνθρωπο εἶνε δυὸ δυνάμεις· ἡ μία σὲ παίρνει καὶ σὲ ἀνεβάζει στὰ οὐράνια, ἡ ἄλλη σὲ ἁρπάζει καὶ σὲ βυθίζει στὸν ᾅδη· ἕνας ἄγγελος ποὺ μὲ τὶς φτεροῦγες του μᾶς ὑψώνει στὸν οὐρανό, κ᾿ ἕνας σατανᾶς ποὺ μᾶς σπρώχνει στὴν κόλασι. Ἂν θέλῃς γίνεσαι ἢ ἀπόστολος Παῦλος καὶ πετᾷς στὰ ὕψη ἢ Ἰούδας καὶ προδίδεις τὸ Χριστό. Δυὸ δυνάμεις παλεύουν. Τὸ κακὸ μᾶς καλεῖ ὁ Χριστὸς νὰ μισήσουμε, τὴν ἁμαρτία, τὸ πάθος ἤ, ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, τὸ «γουρουνάκι» ποὺ ἔχουμε μέσα μας καὶ μᾶς σπρώχνει στὸ κακό.
Τὸ κακὸ εἶνε πολύμορφο· ἡ ἁμαρτία εἶνε δέντρο μὲ πολλὲς διακλαδώσεις. Πορνεία, μοιχεία, κλοπή, πλεονεξία, γαστριμαργία, μῖσος, ὀργή… Πλῆθος οἱ ἁμαρτίες. Καὶ ὅταν αὐτὲς χρονίζουν, ἡ ψυχὴ ἀποκτᾷ πάθη. «Ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν» σημαίνει νὰ κηρύξουμε αὐτοπόλεμο ἐναντίον ὅλων αὐτῶν.
Ὤ νὰ μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος νὰ ξεῤῥιζώσῃ αὐτὰ τὰ κακά! Δῶστε μου ἀνθρώπους ἀπηλλαγμένους ἀπὸ ἁμαρτίες καὶ πάθη, καὶ ἡ γῆ θὰ γίνῃ παράδεισος. Τώρα τὸ κακὸ βασιλεύει καὶ κάνει τὴ ζωή μας κόλασι.
* * *
Δὲ θὰ πῶ περισσότερα. Πρὶν τελειώσω θὰ ὑπογραμμίσω ἕνα κακό, ποὺ μαστίζει ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνες. Εἶνε ἡ φιλονικία, τὸ μῖσος, ἡ διχόνοια. Ἀναφέρω δύο – τρία παραδείγματα.
ϗ Βλέπεις τὴν οἰκογένεια καὶ τὴ νομίζεις ἀγαπημένη. Ἡ γυναίκα ὅμως μισεῖ τὸν ἄντρα, κι ἂς τρώῃ κι ἂς κοιμᾶται μαζί του. Ἔτσι ἐξηγεῖται πῶς μιὰ γυναίκα πῆρε τσεκούρι καὶ σκότωσε τὸν ἄντρα της καὶ ἔφριξε ὁ κόσμος.
ϗ Ὅταν περιώδευα ὡς ἱεροκήρυκας στὴν Πίνδο μὲ τὰ πόδια ―τὸ καλύτερο αὐτοκίνητο―, πέρασα κι ἀπὸ ἕνα χωριὸ μὲ βοσκούς, μὲ τοπία, μὲ δάση, μὲ νερὰ κρυστάλλινα – παράδεισος ἦταν. Σὲ λίγο ὅμως τί ἔμαθα· τὸ χωριὸ διχάστηκε. Ὁ σατανᾶς ἔσπειρε μῖσος ἀνάμεσά τους. Χωρίστηκαν σὲ δυὸ παρατάξεις, ἅρπαξαν τὶς καραμπίνες καὶ σκοτωθήκανε. Δέκα νεκροὶ καὶ σαράντα τραυματίες! Ἔσβησε τὸ χωριό, δὲν ὑπάρχει. Ἔλειψε ἡ ἀγάπη; δὲν ὑπάρχει οὔτε οἰκογένεια οὔτε χωριό.
ϗ Θέλετε κ᾿ ἕνα ἄλλο; Αὐτὸ τὸ μῆνα ἡ πατρίδα θρηνεῖ τὴν ἐπέτειο τῆς μικρασιατικῆς καταστροφῆς· τέτοια ἐποχὴ ἦταν. Πῶς ἦρθε ἡ συμφορά; μᾶς νίκησαν οἱ Τοῦρκοι; Ὄχι. Ὁ διος ὁ Κεμάλ τὸ εἶπε· «Δὲ νικήσαμε τοὺς Ἕλληνες· μόνοι τους νικήθηκαν, μὲ τὴ διχόνοια». Ἑνωμένοι κι ἀγαπημένοι, ἤμασταν ἀήττητοι· ὅταν γίναμε δυὸ παρατάξεις, διαλυθήκαμε.
Καὶ τώρα πάλι τέτοια σημάδια διαιρέσεως παρουσιάζονται. Καὶ κλαίω κι ἀναστενάζω, γιατὶ φοβοῦμαι καμμιὰ νέα καταστροφὴ χειρότερη. Διότι φύγαμε ἀπὸ τὸ Θεό.
Ὁ Χριστὸς κάνει προσκλητήριο ἐπιστρατεύσεως. Ὁ σταυρός του κάνει θαύματα, κάνει καὶ τοὺς λύκους ἀρνία. Ἡ Ἐκκλησία μας καλεῖ ὅλα τὰ παιδιά της κοντά, χωρὶς διακρίσεις, σὰν τὴν κλῶσσα ποὺ ἀγαπάει ὅλα τὰ πουλάκια της ὁποιοδήποτε χρῶμα κι ἂν ἔχουν. Κ᾿ ἐσεῖς εἶστε παιδιὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς πατρίδος. Μείνετε ἀγαπημένοι καὶ ἑνωμένοι. Τότε θὰ ἑορτάζουμε μὲ ἀγαλλίασι τὶς μεγάλες ἑορτὲς καὶ θὰ λέμε· Δόξα στὸ Θεό, δόξα στὸ Χριστό· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Δημητρίου Κούτουρλα – Εὐβοίας 18-9-1988)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΡΟΣΟΧΗ: Οι απόψεις των αναρτήσεων δεν ταυτίζονται υποχρεωτικά με τις δικές μας.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.