Ο Κωνσταντίνος (Κώττας) Χρήστου (1860 – 1904) ήταν Έλληνας Μακεδονομάχος οπλαρχηγός, ο πρωτεργάτης του Μακεδονικού αγώνα, από τη Ρούλια (Κώτας) των Πρεσπών, της περιφερειακής ενότητας Φλώρινας.
Στις αρχές του 1897 ο Κώττας εγκατέλειψε τη Ρούλια και βγήκε στο βουνό ως αντάρτης. Η κατάσταση ήταν έκρυθμη λόγω της Μακεδονικής Επανάστασης του 1896 που ήταν ακόμα σε εξέλιξη αλλά και του επικείμενου Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Ο Κώττας άρχισε να καταδιώκει Οθωμανούς άρχοντες και έδωσε αρκετές μάχες με Οθωμανικά στρατεύματα. Την άνοιξη του 1897, η φήμη της δράσης του Κώττα ήταν τέτοια, που 28 νέοι των καλύτερων οικογενειών του Μοναστηρίου, μεταξύ των οποίων και ο βιομήχανος Νικόλαος Καζάζης, είχαν προετοιμαστεί και εξοπλιστεί, προκειμένου να τεθούν υπό τη ηγεσία του Κώττα.
Ο Κώττας με το σώμα του περιφέρονταν στις περιοχές Πρεσπών και Φλώρινας καταδιώκοντας Τούρκους και Τουρκαλβανούς μπέηδες που καταδυνάστευαν τους χριστιανικούς πληθυσμούς. Την εποχή εκείνη ήρθε σε επαφή με τον κομιτατζή της ΕΜΕΟ Λάζαρ Ποπτράικωφ, ο οποίος επίσης δρούσε τότε κατά Οθωμανικών στόχων. Έτσι παρόλο που διατήρησε την αυτονομία των κινήσεών του, εντάχθηκε στην ΕΜΕΟ και συνεργάστηκε σε πολλές επιχειρήσεις με αρκετά στελέχη της. Για τον Κώττα, είχε μεγαλύτερη σημασία η συσπείρωση όλων των χριστιανών κατά του Οθωμανικού ζυγού. Συνήθιζε να λέει ’’ας σκοτώσουμε πρώτα την αρκούδα και για το τομάρι, είναι εύκολο να το μοιράσουμε’’. Το 1898 ο Κώττας με την ομάδα του, κατόρθωσε να συλλάβει και να εξοντώσει τον Τούρκο εισπράκτορα Ταχήρ, ο οποίος καταδυνάστευε τα χωριά της τότε υποδιοίκησης (καζά) Φλώρινας. Στις 29 Ιουλίου του ίδιου έτους εξόντωσε στην Τύρσια (Τρίβουνο) τον Νουρή μπέη, που ήταν ιδιαίτερα σκληρός με τους χριστιανούς της υποδιοίκησης (καζά) Φλώρινας
Το Πάσχα του 1899, ο Κώττας με το σώμα του κατάφερε να εξοντώσει τους Τουρκαλβανούς μπέηδες Τσαούς Σιαμπάν και Τζέλιο, σε ενέδρα στο Μπούφι (Ακρίτας).
Το Πάσχα του 1900, ο Κώττας με το σώμα του εξόντωσε τον Κασήμ αγά, ο οποίος ήταν ο ισχυρότερος μπέης της περιοχής και εξανάγκαζε σε εξαθλίωση τους κατοίκους του Σμαρδεσίου (Κρυσταλλοπηγής), της Μπρέσνιτσας (Βατοχωρίου), της Ρούλιας, της Τύρσιας (Τρίβουνου), της Όστιμας (Τριγώνου), τουΖελόβου (Αντάρτικου), της Ποζίβιστας (Χαλάρων), του Κονομπλατίου (Μακροχωρίου) και της Στάτιστας (Μελά), επιβάλλοντας βαρείς φόρους και χρησιμοποιώντας βίαια μέσα.
Τον Ιούλιο του 1900 ο Κώττας με το νέο σώμα του εξόντωσε τον Αμπεντίν αγά της Καστοριάς που καταπίεζε τους κατοίκους της περιοχής. Οι επιτυχίες αυτές εδραίωσαν την ηγετική παρουσία του Κώττα στην περιοχή Πρεσπών και Κορεστίων καθώς ανακούφισαν τους κατοίκους από την εκμετάλλευση των επίσημων και ανεπίσημων Οθωμανών δυναστών. Η μορφή του Κώττα έγινε θρύλος και αποτέλεσε την ελπίδα για τους κατοίκους της Βορειοδυτικής Μακεδονίας
Στις αρχές του 1902 ο Κώττας ανέλαβε, με τη συνδρομή του Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού καραβαγγέλη να συγκροτήσει ένοπλα σώματα Ελλήνωνσε διάφορα χωριά των Κορεστίων και των Πρεσπών, όπου η δράση των Βουλγάρων ήταν ακόμα δύσκολη. Με τον τρόπο αυτό, και υπό τη συνεχή καθοδήγηση του Κώττα, οι κάτοικοι των χωριών ένιωθαν πλέον ασφαλείς από τις επιθέσεις των Βουλγαρικών σωμάτων, ενώ οι ιερείς και δάσκαλοι μπόρεσαν ξανά να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, χωρίς προβλήματα.
Τον Ιούνιο του 1902 το σώμα του Κώττα Χρήστου δέχτηκε σφοδρή επίθεση από ισχυρό Οθωμανικό σταρτιωτικό απόσπασμα στη Ρούλια (Κώτας). Ο Κώττας οχυρώθηκε στο βορειοδυτικό άκρο του χωριού, στη θέση “Μαύρη Πέτρα” και ακολούθησε πολυήμερη σύγκρουση με τις Οθωμανικές δυνάμεις που υπέστησαν σημαντικές απώλειες. Τις ημέρες των συγκρούσεων οι Ρουλιώτες εγκατέλειψαν το χωριό τους και εγκαταστάθηκαν στη γειτονικήΜπρέσνιτσα (Βατοχώρι) για λόγους ασφαλείας. Οι Οθωμανοί βλέποντας ότι δεν μπορούν να κάμψουν την αντίσταση του Κώττα λεηλάτησαν τη Ρούλια.
Στις αρχές Οκτωβρίου του ίδιου έτους ο Κώττας με τη συνεργασία του Γιάγκωφ, επιχείρησαν επίθεση στην πόλη της Καστοριάς, αφού προηγουμένως είχαν ενημερώσει σχετικά τον Μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη. Στις 5 Οκτωβρίου κατέλαβαν τα υψώματα της Μπόμπιστας (Βέργας), όπου συγκρούστηκαν με Οθωμανικές στρατιωτικές δυνάμεις. Η μάχη ήταν σφοδρή και προκάλεσε σημαντικές απώλειες στην πλευρά του Κώττα. Μετά, από αυτή τη μάχη, αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν. Στη συνέχεια πολλοί άνδρες του καπετάν Κώττα κατέφυγαν στο Ελληνικό κράτος προκειμένου να αποφύγουν τη σύλληψη.
Στις αρχές Ιουλίου του 1903, αντιπροσωπεία της ΕΜΕΟ επισκέφτηκε τον Κώττα Χρήστου, προκειμένου να τον ενημερώσει για την ημερομηνία της επικείμενης εξέγερσης και να του ζητήσει συμμετοχή. Ο Κώττας δέχτηκε να συμμετάσχει αλλά ζήτησε να αναβληθεί χρονικά η εξέγερση καθώς θεωρούσε ότι θα οδηγούσε σε καταστροφή των χριστιανικών πληθυσμών. Γι αυτό το λόγο, η συμμετοχή του περιορίστηκε στην προστασία των Πρεσπών και Κορεστίων από ενδεχόμενα Οθωμανικά αντίποινα. Αμέσως μετά περιόδευσε στα χωριά των Πρεσπών και των Κορεστίων, όπου ασκούσε μεγάλη επιρροή και παρότρεινε τους κατοίκους να μη συμμετάσχουν. Στα μέσα Ιουλίου συγκέντρωσε το σώμα του στη Μπεσφήνα (Σφήκα) και από 'κεί κατευθύνθηκε στη Ρούλια (Κώτα), όπου συγκρούστηκε επιτυχώς με Οθωμανικό λόχο πεζικού.
Στις αρχές του 1904, ο Κώττας Χρήστου με τους οπλαρχηγούς Παύλο Κύρου, Σίμο Ιωαννίδη και τους συντρόφους του Βασίλειο Ράμμο από την Όστιμα (Τρίγωνο) και Ηλία Γκαδούτση από το Ζέλοβο (Αντάρτικο), μετέβησαν στην Αθήνα για να καταστρώσουν από κοινού με τους αξιωματικούς, την επίσημη έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα. Εκεί, ο Στέφανος Δραγούμης μεσολάβησε, ώστε ο διάδοχοςΚωνσταντίνος να συναντήσει τον Κώττα Χρήστου. Ο Κωνσταντίνος Χρήστου εξέθεσε στον διάδοχο Κωνσταντίνο την κρίσιμη κατάσταση του Ελληνισμού της Βορειοδυτικής Μακεδονίας και ζήτησε την αρωγή του Ελληνικού κράτους.
Έως το Μάιο του 1904 τα ενωμένα σώματα των Μακεδόνων και Κρητικών οπλαρχηγών, υπό τις γενικές οδηγίες του Κώττα Χρήστου έδρασαν στη Βορειοδυτική Μακεδονία, προσπαθώντας να εξοντώσουν τους Βούλγαρους κομιτατζήδες
Στις 9 Ιουνίου του 1904, Οθωμανικό απόσπασμα εντόπισε το κρησφύγετο του καπετάν Κώττα Χρήστου στη Ρούλια (Κώτα) όπου είχε απομείνει με τρεις στενούς συνεργάτες του και τον συνέλαβε.
Μετά τη σύλληψή του ο Κώττας Χρήστου, μεταφέρθηκε αρχικά στις φυλακές Καστοριάς, στη συνέχεια στις φυλακές Κορυτσάς και τελικά στις φυλακές Μοναστηρίου.
Κατά την κράτησή του στην φυλακή, ο Έλληνας πρόξενος του Μοναστηρίου Σταμάτιος Κιουζές Πεζάς και ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης, προσπάθησαν να τον αποφυλακίσουν αλλά οι Οθωμανικές αρχές ήταν ανένδοτες, καθώς εκκρεμούσαν σε βάρος του πολλές καταδίκες. Ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης πέτυχε συμφωνία με τους Οθωμανούς, ώστε να αποφυλακιστεί ο Κώττας με αντάλλαγμα την υπηρεσία του στον Οθωμανικό στρατό, κάτι που ο ίδιος φυσικά αρνήθηκε. Ο απαγχονισμός του αποφασίστηκε για το πρωινό της 27ης Σεπτεμβρίου του 1905. Απαίτησε να του φέρουν Έλληνα ορθόδοξο ιερέα που τον μετάλαβε και στη συνέχεια οδηγήθηκε στην πλατεία Ατ Παζάρ της πόλης του Μοναστηρίου. Κατά τη διαδρομή έως την πλατεία ο Κώττας Χρήστου σε μια απέλπιδα προσπάθεια ξέφυγε από τους φρουρούς του και διέφυγε στα στενά σοκάκια της πόλης. Ακολούθησε τεράστια κινητοποίηση των Οθωμανικών δυνάμεων και ανθρωποκυνηγητό στους δρόμους της πόλης και τελικά συνελήφθηκε. Οδηγήθηκε τελικά στην πλατεία Ατ Παζάρ και εκεί ο Κώττας απαίτησε να του λύσουν τα χέρια. Ανέβηκε μόνος του στο ικρίωμα και αποφασισμένος, αφού φώναξε για τελευταία φορά:
- Ντα ζίβι Γκ(ά)ρτσια! (Ζήτω η Ελλάς), και κλώτσησε μόνος του το υποπόδιο.
- atheatignosi
thesecretrealtruth.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΡΟΣΟΧΗ: Οι απόψεις των αναρτήσεων δεν ταυτίζονται υποχρεωτικά με τις δικές μας.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.