Ιούνιος 2014. Σκηνές που είχαμε δει μόνο σε αμερικανικές ταινίες ζωντανεύουν μπροστά μας. Άστεγοι ζουν κάτω από γέφυρες...
Οι «κλοσάρ» των Αθηνών δεν μένουν κάτω από γέφυρες που είναι απομακρυσμένες ή έχουν χαμηλό κυκλοφοριακό φόρτο. Για την ακρίβεια αυτό δεν ενδιαφέρει και πολύ αυτούς που βρέθηκαν στον δρόμο και μετέφεραν το σπιτικό τους κάτω από μία γέφυρα. Αντίθετα επιλέγουν τα νέα τους «καταλύματα» με κριτήριο την εγγύτητα κάποιας εκκλησίας. Ο λόγος; Θέλουν να βρίσκονται κοντά στα σημεία που η εκκλησία
διανέμει δωρεάν γεύματα, ώστε να εξασφαλίζουν την καθημερινή τροφή.
Το protothema.gr βρέθηκε και μίλησε με αυτούς τους ανθρώπους.
Ο 60χρόνος Γιώργος, ζει εδώ και τρία χρόνια κάτω από μια γέφυρα της παραλιακής οδού, απέναντι από το Σ.Ε.Φ.
Ο Γιώργος ζει κάτω από μία γέφυρα περίπου τρία χρόνια, χωρίς οικογένεια με μοναδική παρέα για κουβέντα ορισμένους αστυνομικούς που περνούν από τη γέφυρα
Ίσως να έχετε περάσει από το συγκεκριμένο σημείο και να μην θυμόσαστε τίποτα ή να μην μπήκατε καν στο κόπο να κοιτάξετε αριστερά ή δεξιά στις γέφυρες, από τις οποίες περνάτε με αυξημένη ταχύτητα.
Τον βρήκα να κοιμάται στο αυτοσχέδιο κρεβάτι του κουκουλωμένος. Ίσως για να αποφεύγει την σκόνη του σημείου και λίγο τον εκκωφαντικό ήχο των αυτοκινήτων.
Αυτόν τον χώρο έκανε σπιτικό του ο 60χρονος
Του μίλησα και τρόμαξε. Άλλωστε, ποιος θα μπορούσε να τον ψάχνει, αφού δεν έχει οικογένεια ούτε και συγγενείς. Σήκωσε το κεφάλι του από την κουβέρτα και με κοίταξε τρομαγμένος.
Του μίλησα πάλι πρώτος και έτσι άρχισε η κουβέντα μας στο αυτοσχέδιο «σπίτι» του που ζει εδώ και δύο χρόνια.
Ξαφνιασμένος όπως ήταν, μου μίλησε λίγο για την ζωή του. «Μηχανικός ήμουν, απολύθηκα, και δεν θέλει πολύ να μείνεις άστεγος, ειδικά αν δεν έχεις οικογένεια» ανέφερε με πόνο καρδιάς, κοιτώντας την απέναντι γέφυρα.
Ο ήχος των αυτοκίνητων δεν επέτρεπε και πολλές κουβέντες. «Τον ήχο των αυτοκινήτων τον συνήθισα, δεν είναι τίποτα» μου είπε χαριτολογώντας. «Ο άνθρωπος πολλά συνηθίζει» πρόσθεσε...
Ένα καρότσι, ένα στρώμα και μερικά ρούχα είναι όλη του η περιουσία
Τον ρώτησα γιατί δεν πάει σε μια πλατεία που θα είναι πιο ήσυχα. «Στις πλατείες υπάρχουν οι ναρκομανείς, οι οποίοι μας διώχνουν εμάς τους «καθαρούς», θέλουν τα παγκάκια δικά τους» ήταν η απάντηση του.
«Δεν ζητιανεύω, δεν μπορώ. Εδώ που μένω έχει νερό ευτυχώς. Να είναι καλά και οι άνθρωποι στην Παναγιά την Μυρτιδιώτισσα με τα συσσίτια τους» ανέφερε χαρακτηριστικά για το φαγητό του.
Συνεχίζοντας ο Γιώργος μίλησε και για τους φίλους του τους αστυνομικούς. «Που και που περνάνε αστυνομικοί με το περιπολικό και με ρωτούν πως είμαι και ανταλλάσουμε μια κουβέντα, αφήνοντάς μου πάντα κάτι» εννοώντας μια σοκολάτα, ένα γλυκό ή ακόμα και ρούχα.
Τον ρώτησα άμα υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι που κοιμούνται στις γέφυρες. «Γεμάτες είναι, Έλληνες, Ρουμάνοι και Σύριοι έχουν τα προνόμια των γεφυρών, στις πλατείες οι ναρκομανείς και τα γκέτο», ήταν η απάντηση του.
Μερικά χιλιόμετρα μακρύτερα, προς τα βορειοδυτικά της Αθήνας, ζει εδώ και αρκετό καιρό με την οικογένεια του στην γέφυρα της Λεωφόρου Κηφισού με Λένορμαν, ο Βαρέι από την Ρουμανία.
Ο Βαρέι δούλευε στην οικοδομή όμως τώρα δεν έχει δουλειές και αναγκάστηκε να βρει προσωρινό κατάλυμα κάτω από την γέφυρα
Δεν ήξερε καλά ελληνικά ούτε και αγγλικά. Παρόλα αυτά βρήκαμε την χρυσή τομή και συνεννοηθήκαμε. Το αυτοσχέδιο «σπίτι» του Βαρέι περιλαμβάνει ένα διπλό στρώμα, δύο μονά και έναν μεγάλο καθρέπτη.
Στο συγκεκριμένο σημείο έχει φτιάξει το «σπίτι» του ο Βαρέι που ήρθε από την Ρουμανία για ένα καλύτερο μέλλον
Ενώ ήθελε πολύ να μιλήσει δεν μπορούσε γιατί δεν ήξερε την γλώσσα. «Ήρθα στην Ελλάδα με την είσοδο της Ρουμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δούλευα οικοδομή» ανέφερε σε σπαστά ελληνικά ο Βαρέι.
Γυρνάω το βλέμμα μου προς το διπλό «κρεβάτι» και βλέπω στην άκρη του στρώματος παπούτσια παιδικά, του τα δείχνω, εκείνος μου γνέφει το κεφάλι, του δείχνω με τα δάχτυλα μου τον αριθμό δύο και δεν συμφωνεί, στα τρία δάχτυλα συμφώνησε.
«Και που είναι τα παιδιά;» τον ρώτησα... «Στα φανάρια», απάντησε.
Στην αριστερή του μεριά λίγο παραπέρα από τα στρώματα είχε ένα τελάρο με μαύρες μπανάνες, προφανώς για φαγητό.
Τον ρώτησα γενικότερα τι τρώνε και μου έδειξε την εκκλησία της Παναγίας λίγο πιο κάτω στην οδό Λένορμαν.
Φεύγοντας από το αυτοσχέδιο «σπίτι» του Βαρέι προχώρησα μέχρι τα φανάρια μήπως και δω τα παιδιά του.
Δεν τα βρήκα. Ποιος ξέρει; Συλλογίστηκα. Κοίταξα την εκκλησία και έφυγα κάνοντας τον σταυρό μου...
του Χρήστου Χατζησπύρουπηγή
hellas-now.com
Οι «κλοσάρ» των Αθηνών δεν μένουν κάτω από γέφυρες που είναι απομακρυσμένες ή έχουν χαμηλό κυκλοφοριακό φόρτο. Για την ακρίβεια αυτό δεν ενδιαφέρει και πολύ αυτούς που βρέθηκαν στον δρόμο και μετέφεραν το σπιτικό τους κάτω από μία γέφυρα. Αντίθετα επιλέγουν τα νέα τους «καταλύματα» με κριτήριο την εγγύτητα κάποιας εκκλησίας. Ο λόγος; Θέλουν να βρίσκονται κοντά στα σημεία που η εκκλησία
διανέμει δωρεάν γεύματα, ώστε να εξασφαλίζουν την καθημερινή τροφή.
Το protothema.gr βρέθηκε και μίλησε με αυτούς τους ανθρώπους.
Ο 60χρόνος Γιώργος, ζει εδώ και τρία χρόνια κάτω από μια γέφυρα της παραλιακής οδού, απέναντι από το Σ.Ε.Φ.
Ο Γιώργος ζει κάτω από μία γέφυρα περίπου τρία χρόνια, χωρίς οικογένεια με μοναδική παρέα για κουβέντα ορισμένους αστυνομικούς που περνούν από τη γέφυρα
Ίσως να έχετε περάσει από το συγκεκριμένο σημείο και να μην θυμόσαστε τίποτα ή να μην μπήκατε καν στο κόπο να κοιτάξετε αριστερά ή δεξιά στις γέφυρες, από τις οποίες περνάτε με αυξημένη ταχύτητα.
Τον βρήκα να κοιμάται στο αυτοσχέδιο κρεβάτι του κουκουλωμένος. Ίσως για να αποφεύγει την σκόνη του σημείου και λίγο τον εκκωφαντικό ήχο των αυτοκινήτων.
Αυτόν τον χώρο έκανε σπιτικό του ο 60χρονος
Του μίλησα και τρόμαξε. Άλλωστε, ποιος θα μπορούσε να τον ψάχνει, αφού δεν έχει οικογένεια ούτε και συγγενείς. Σήκωσε το κεφάλι του από την κουβέρτα και με κοίταξε τρομαγμένος.
Του μίλησα πάλι πρώτος και έτσι άρχισε η κουβέντα μας στο αυτοσχέδιο «σπίτι» του που ζει εδώ και δύο χρόνια.
Ξαφνιασμένος όπως ήταν, μου μίλησε λίγο για την ζωή του. «Μηχανικός ήμουν, απολύθηκα, και δεν θέλει πολύ να μείνεις άστεγος, ειδικά αν δεν έχεις οικογένεια» ανέφερε με πόνο καρδιάς, κοιτώντας την απέναντι γέφυρα.
Ο ήχος των αυτοκίνητων δεν επέτρεπε και πολλές κουβέντες. «Τον ήχο των αυτοκινήτων τον συνήθισα, δεν είναι τίποτα» μου είπε χαριτολογώντας. «Ο άνθρωπος πολλά συνηθίζει» πρόσθεσε...
Ένα καρότσι, ένα στρώμα και μερικά ρούχα είναι όλη του η περιουσία
Τον ρώτησα γιατί δεν πάει σε μια πλατεία που θα είναι πιο ήσυχα. «Στις πλατείες υπάρχουν οι ναρκομανείς, οι οποίοι μας διώχνουν εμάς τους «καθαρούς», θέλουν τα παγκάκια δικά τους» ήταν η απάντηση του.
«Δεν ζητιανεύω, δεν μπορώ. Εδώ που μένω έχει νερό ευτυχώς. Να είναι καλά και οι άνθρωποι στην Παναγιά την Μυρτιδιώτισσα με τα συσσίτια τους» ανέφερε χαρακτηριστικά για το φαγητό του.
Συνεχίζοντας ο Γιώργος μίλησε και για τους φίλους του τους αστυνομικούς. «Που και που περνάνε αστυνομικοί με το περιπολικό και με ρωτούν πως είμαι και ανταλλάσουμε μια κουβέντα, αφήνοντάς μου πάντα κάτι» εννοώντας μια σοκολάτα, ένα γλυκό ή ακόμα και ρούχα.
Τον ρώτησα άμα υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι που κοιμούνται στις γέφυρες. «Γεμάτες είναι, Έλληνες, Ρουμάνοι και Σύριοι έχουν τα προνόμια των γεφυρών, στις πλατείες οι ναρκομανείς και τα γκέτο», ήταν η απάντηση του.
Μερικά χιλιόμετρα μακρύτερα, προς τα βορειοδυτικά της Αθήνας, ζει εδώ και αρκετό καιρό με την οικογένεια του στην γέφυρα της Λεωφόρου Κηφισού με Λένορμαν, ο Βαρέι από την Ρουμανία.
Ο Βαρέι δούλευε στην οικοδομή όμως τώρα δεν έχει δουλειές και αναγκάστηκε να βρει προσωρινό κατάλυμα κάτω από την γέφυρα
Δεν ήξερε καλά ελληνικά ούτε και αγγλικά. Παρόλα αυτά βρήκαμε την χρυσή τομή και συνεννοηθήκαμε. Το αυτοσχέδιο «σπίτι» του Βαρέι περιλαμβάνει ένα διπλό στρώμα, δύο μονά και έναν μεγάλο καθρέπτη.
Στο συγκεκριμένο σημείο έχει φτιάξει το «σπίτι» του ο Βαρέι που ήρθε από την Ρουμανία για ένα καλύτερο μέλλον
Ενώ ήθελε πολύ να μιλήσει δεν μπορούσε γιατί δεν ήξερε την γλώσσα. «Ήρθα στην Ελλάδα με την είσοδο της Ρουμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δούλευα οικοδομή» ανέφερε σε σπαστά ελληνικά ο Βαρέι.
Γυρνάω το βλέμμα μου προς το διπλό «κρεβάτι» και βλέπω στην άκρη του στρώματος παπούτσια παιδικά, του τα δείχνω, εκείνος μου γνέφει το κεφάλι, του δείχνω με τα δάχτυλα μου τον αριθμό δύο και δεν συμφωνεί, στα τρία δάχτυλα συμφώνησε.
«Και που είναι τα παιδιά;» τον ρώτησα... «Στα φανάρια», απάντησε.
Στην αριστερή του μεριά λίγο παραπέρα από τα στρώματα είχε ένα τελάρο με μαύρες μπανάνες, προφανώς για φαγητό.
Τον ρώτησα γενικότερα τι τρώνε και μου έδειξε την εκκλησία της Παναγίας λίγο πιο κάτω στην οδό Λένορμαν.
Φεύγοντας από το αυτοσχέδιο «σπίτι» του Βαρέι προχώρησα μέχρι τα φανάρια μήπως και δω τα παιδιά του.
Δεν τα βρήκα. Ποιος ξέρει; Συλλογίστηκα. Κοίταξα την εκκλησία και έφυγα κάνοντας τον σταυρό μου...
του Χρήστου Χατζησπύρουπηγή
hellas-now.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΡΟΣΟΧΗ: Οι απόψεις των αναρτήσεων δεν ταυτίζονται υποχρεωτικά με τις δικές μας.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.