Στο Ναύπλιο για πολλά χρόνια δέσποζε ένα πανέµορφο σπίτι. Η αυλή του ήταν το «χάζι» για
τους ντόπιους που περνούσαν απέξω για να θαυµάσουν τον πλούτο και την καλαισθησία που
αναδυόταν από το οίκηµα. Ολα αυτά, όµως, ξεκίνησαν να αποτελούν ιστορία από τις αρχές
της δεκαετίας του ‘30…
«Την ιστορία που θα σας πω την
έχω ακούσει από τη γιαγιά µου που
ήταν γέννηµα θρέµµα Ναυπλιώτισσα. Με
τις φιλενάδες της, τις περιποιηµένες οµορ-
φογυναίκες της εποχής, έκαναν βόλτα κάθε
απόγευµα στους µαγευτικούς δρόµους της
πόλης. Ο αργός περίπατος πάντα τις οδη-
γούσε ως την πόρτα του οµορφότερου
σπιτιού της περιοχής, κοντά στην παραλία.
Μέχρι και τα ραντεβού τους τα έδιναν στον
αυλόγυρό του! Η γιαγιά µου, µάλιστα, έκα-
νε λόγο για έναν πελώριο φίκο που στόλιζε
το κέντρο του κήπου, φυτεµένος από τα
πρώτα χρόνια της δηµιουργίας του σπι-
τιού. Κατά τη δεκαετία του ‘30, όµως, η
οικογένεια που έµενε στο σπίτι αποφάσισε
να κόψει το γιγαντιαίο φίκο για άγνωστο
λόγο. Κάτι τέτοιο, όµως, δεν ήταν δα κι
εύκολη δουλειά. Τουλάχιστον τρεις άντρες
πάλεψαν για να το “καταφέρουν”. Και όταν
και το τελευταίο κοµµατάκι του έγινε βορά
του τζακιού, άρχισαν όλα…
Κάθε µέλος της οικογένειας συνάντησε
σύντοµα το θάνατο. Αλλος µε περισσότερο
κι άλλος µε λιγότερο βίαιο τρόπο, αποχαι-
ρέτησε αυτό το µάταιο κόσµο και το σπίτι
µε την όµορφη αυλή. Το άκρως ενδιαφέρον
στοιχείο, όµως, είναι πως απέναντι απ’ το
σπίτι η οικογένεια είχε στην ιδιοκτησία της
ένα µαγαζί που σκεπαζόταν από τη σκιά του
φίκου. Και ενώ τα γύρω µαγαζιά συνεχίζουν
µέχρι και σήµερα να δουλεύουν και να έχουν
πελατεία, στο κατάστηµα της ξεκληρισµένης
φαµίλιας έπαψε να µπαίνει κόσµος απ’ τη
στιγµή που κόπηκε ο φίκος! Κατά καιρούς
όλο και κάποιος το νοίκιαζε και το δούλευε
ως ζαχαροπλαστείο, άλλος ως ταβέρνα ή
ως εστιατόριο. Μέχρι και ένα µπιλιαρδάδικο
άνοιξε, αλλά ο επιχειρηµατίας είδε ότι οι
δουλειές δεν πήγαιναν καλά και ένα πρωί
έκλεισε για τα καλά την πόρτα, χωρίς να
κοιτάξει πίσω. Η τελευταία προσπάθεια ήταν
ενός νοικάρη να ανοίξει µια ταβέρνα. Οταν
κατάλαβε όµως ότι δεν θα µπορέσει να επι-
τύχει στο συγκεκριµένο µαγαζί, µάζεψε τα
µπογαλάκια του και άνοιξε την ταβέρνα του
λίγα µέτρα παρακάτω, και από τότε άρχισε
να βλέπει χαρά στις τσέπες του.
Για πολλούς από εµάς τους ντόπιους,
το µαγαζί που έβλεπε ο φίκος είναι ένα κα-
ταραµένο µέρος που δεν µπορεί να “σταυ-
ρώσει” ιδιοκτήτη για πολύ καιρό. Λες και το
φυτό καταράστηκε τους ιδιοκτήτες του, την
ώρα που άφηνε την τελευταία του πνοή
στην αυλή που τόσο αγάπησε!».
Από την Ισαβέλλα Ρ. όπως τα διηγήθηκε
στην Ειρήνη Φ. Κουτσαύτη.
Από περιοδικό Φαινόμενα τεύχος 120
τους ντόπιους που περνούσαν απέξω για να θαυµάσουν τον πλούτο και την καλαισθησία που
αναδυόταν από το οίκηµα. Ολα αυτά, όµως, ξεκίνησαν να αποτελούν ιστορία από τις αρχές
της δεκαετίας του ‘30…
«Την ιστορία που θα σας πω την
έχω ακούσει από τη γιαγιά µου που
ήταν γέννηµα θρέµµα Ναυπλιώτισσα. Με
τις φιλενάδες της, τις περιποιηµένες οµορ-
φογυναίκες της εποχής, έκαναν βόλτα κάθε
απόγευµα στους µαγευτικούς δρόµους της
πόλης. Ο αργός περίπατος πάντα τις οδη-
γούσε ως την πόρτα του οµορφότερου
σπιτιού της περιοχής, κοντά στην παραλία.
Μέχρι και τα ραντεβού τους τα έδιναν στον
αυλόγυρό του! Η γιαγιά µου, µάλιστα, έκα-
νε λόγο για έναν πελώριο φίκο που στόλιζε
το κέντρο του κήπου, φυτεµένος από τα
πρώτα χρόνια της δηµιουργίας του σπι-
τιού. Κατά τη δεκαετία του ‘30, όµως, η
οικογένεια που έµενε στο σπίτι αποφάσισε
να κόψει το γιγαντιαίο φίκο για άγνωστο
λόγο. Κάτι τέτοιο, όµως, δεν ήταν δα κι
εύκολη δουλειά. Τουλάχιστον τρεις άντρες
πάλεψαν για να το “καταφέρουν”. Και όταν
και το τελευταίο κοµµατάκι του έγινε βορά
του τζακιού, άρχισαν όλα…
Κάθε µέλος της οικογένειας συνάντησε
σύντοµα το θάνατο. Αλλος µε περισσότερο
κι άλλος µε λιγότερο βίαιο τρόπο, αποχαι-
ρέτησε αυτό το µάταιο κόσµο και το σπίτι
µε την όµορφη αυλή. Το άκρως ενδιαφέρον
στοιχείο, όµως, είναι πως απέναντι απ’ το
σπίτι η οικογένεια είχε στην ιδιοκτησία της
ένα µαγαζί που σκεπαζόταν από τη σκιά του
φίκου. Και ενώ τα γύρω µαγαζιά συνεχίζουν
µέχρι και σήµερα να δουλεύουν και να έχουν
πελατεία, στο κατάστηµα της ξεκληρισµένης
φαµίλιας έπαψε να µπαίνει κόσµος απ’ τη
στιγµή που κόπηκε ο φίκος! Κατά καιρούς
όλο και κάποιος το νοίκιαζε και το δούλευε
ως ζαχαροπλαστείο, άλλος ως ταβέρνα ή
ως εστιατόριο. Μέχρι και ένα µπιλιαρδάδικο
άνοιξε, αλλά ο επιχειρηµατίας είδε ότι οι
δουλειές δεν πήγαιναν καλά και ένα πρωί
έκλεισε για τα καλά την πόρτα, χωρίς να
κοιτάξει πίσω. Η τελευταία προσπάθεια ήταν
ενός νοικάρη να ανοίξει µια ταβέρνα. Οταν
κατάλαβε όµως ότι δεν θα µπορέσει να επι-
τύχει στο συγκεκριµένο µαγαζί, µάζεψε τα
µπογαλάκια του και άνοιξε την ταβέρνα του
λίγα µέτρα παρακάτω, και από τότε άρχισε
να βλέπει χαρά στις τσέπες του.
Για πολλούς από εµάς τους ντόπιους,
το µαγαζί που έβλεπε ο φίκος είναι ένα κα-
ταραµένο µέρος που δεν µπορεί να “σταυ-
ρώσει” ιδιοκτήτη για πολύ καιρό. Λες και το
φυτό καταράστηκε τους ιδιοκτήτες του, την
ώρα που άφηνε την τελευταία του πνοή
στην αυλή που τόσο αγάπησε!».
Από την Ισαβέλλα Ρ. όπως τα διηγήθηκε
στην Ειρήνη Φ. Κουτσαύτη.
Από περιοδικό Φαινόμενα τεύχος 120
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΡΟΣΟΧΗ: Οι απόψεις των αναρτήσεων δεν ταυτίζονται υποχρεωτικά με τις δικές μας.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.