Ο Γερμανός, καθηγητής Νεώτερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Χάγκεν Φλάισερ, που έχει ερευνήσει την υπόθεση του κατοχικού δανείου, έχει παρουσίασει στοιχεία που αποδεικνύον το δίκιο της Ελλάδας στη διεκδίκηση των χρημάτων που λεηλάτησαν οι συμπατριώτες του. Σε κείμενό του που δημοσιεύτηκε στον “Πολεμικό Τύπο” είχε αναφέρει ότι οι Ναζί συμπεριέλαβαν τελικά στο δάνειο από την Ελλάδα κάθε δικό τους έξοδο στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Βόρειας Αφρικής. Ενώ παραθέτει το στοιχείο ότι οι δυνάμεις κατοχής, 6 ημέρες πριν αναχωρήσουν από την Ελλάδα, πλήρωσαν δύο δόσεις από τα δανεικά, στοιχείο αναγνώρισης της υποχρέωσης, από τον ίδιο τον Χίτλερ. Ενώ το 1957 ο Γερμανός πρέσβης στην Αθήνα Άλτενμπουργκ δήλωνε ότι δεν ήταν εντελώς αδικαιολόγητη η ελληνική αξίωση για την επιστροφή των χρημάτων στα ταμεία.
Έγραφε τότε, μεταξύ άλλων, ο Χάγκεν Φλάισερ:
Σε σχέση με αυτά τα περαιτέρω “αναγκαιούντα ποσά” τα απαιτουντα ως μηνιαία “δανειακή” καταβολή από την Ελλάδα οι γερμανικές ιδίως Αρχές χρησιμοποιούσαν μιαν άκρως ελαστική ερμηνεία του όρου “έξοδα πολέμου”. Σύμφωνα με τη γερμανική εκδοχή, τα έξοδα πολέμου ξεπερνούσαν κατά πολύ τα έξοδα κατοχής που προβλέπονταν και καλύπτονταν από το πολεμικό δίκαιο, αφού συμπεριλάμβαναν
“όλα τα έξοδα του πολέμου ππου διεξάγεται μέσα στην κατεχόμενη χώρα ή με αφετηρία αυτήν”. Η διατύπωση αυτή αφορούσε κυρίως εις γερμανικές επιχειρήσεις στην Αν. Μεσόγειο και στη Βόρεια Αφρική. Σημειωτέον ότι τον Ιούνιο του 1942 στο αποκορύφωμα της εκστρατείας του Ρόμελ το Ναυτικό είχε επωμισθεί ιδιαίτερα καθήκοντα συνδετικού κρίκου ανάμεσα στις δύο ηπείρους και επομένως το “μερίδιό” του στα έξοδα που βάραιναν την Ελλάδα εκτινάχθηκε στο 69% του συνολικού ποσού που έλαβαν τα τρία όπλα της Βέρμαχτ!
Ετσι οι πιο αρμόδιοι Γερμανοί ειδήμονες παραδέχθηκαν ότι “δεν έγινε διαχωρισμός ανάμεσα στα ποσά που ήταν αναγκαία για την τήρηση της τάξεως και της ασφάλειας στην Ελλάδα και στα έξοδα που προέκυψαν στην Ελλάδα για τη διεξαγωγή του πολέμου κατά της Αγγλίας στο μεσογειακό χώρο”. Επιπλέον η κατοχική κυβέρνηση των Αθηνών επιβαρύνθηκε με τα έξοδα των στρατευμάτων στη Β’ Ήπειρο η οποία υπαγόταν στη Γερμανική Στρατιωτική Διοίκηση Ελλάδος.
Από τα έξοδα εντός της χώρας 50% τουλάχιστον από τις ελληνικές πληρωμές χρησιμοποιούνταν για οχυρωματικά ή άλλα “κατασκευαστικά έργα”.
Παρ’ ότι οι Γερμανοί δημοσίως διατείνονταν ότι τα έργα αυτά και το κόστος που συνεπαγονταν αφορούσαν πρωτίστως στην “ανοικοδόμηση της Ελλάδας”, η τελική έκθεση του οικονομικού επιτελείου ανασκεύασε τους ισχυρισμούς αυτούς. Οι συντάκτες της, μετά την αποχώρηση της Βέρμαχτ από την Ελλάδα παραδέχθηκαν ενδοϋπηρεσιακώς ότι μόνον το 1.2% των κατασκευαστικών έργων “ωφελούσαν από κοινού Γερμανία και Ελλάδα”.
Για τα αναληφθέν τα ποσά το “Πρωτόκολλο” της Ρώμης είχε καθορίσει:
“Δια των ποσών τούτων θα χρεώνονται υπό της Τραπέζης της Ελλάδος εις νέους ανοιχθησομένους άτοκους λογαριασμούς η Γερμανική και Ιταλική Κυβέρνησις εις δραχμάς αναλόγως των υφ’ εκατέρων των δύο στρατευμάτων κατοχής αναλαμβανομένων ποσών”.
Επομένως για την επιστροφή του “δανείου” οι εταίροι του Άξονα είχαν μεσω υψηλόβαθμων αξιωματούχων των δύο υπουργείων Εξωτερικών δεσμευτεί έστω και με κάποια φραστική επιφύλαξη απέναντι στο ελληνικό Δημόσιο.
Η γερμανική πλευρά μάλιστα αναγνώριζε την υποχρέωση αυτή όχι μόνο με την ενδοϋπηρεσιακά χρησιμοποιούμενη ορολογία αλλά και έμπρακτα όταν ήδη από το 1943 άρχισε (παράλληλα με την είσπραξη νέων δανειοληπτικών ποσών από την Τράπεζα της Ελλάδος) την αποπληρωμή των παλαιοτέρων χρεώσεων σε μηνιαίες δόσεις. Μάλιστα η τελευταία εξόφληση σε ύψος 300 τρισεκατομμυρίων (πληθωριστικών!) δραχμών καταβλήθηκε στην (κατοχική) κυβέρνηση Ράλλη έξι μέρες πριν από την αποχώρηση της Βέρμαχτ!
Ενα μήνα πριν από την οριστική κατάρρευση του “Τρίτου Ράιχ”, το άλλοτε οικονομικό επιτελείο της Γερμανικής Πρεσβείας στην Αθήνα υπέβαλε μια ογκωδέστατη τελική έκθεση στον πρόεδρο της Ράιχμπανκ, με κοινοποίηση προς το γερμανικό ΥΠ.ΕΞ στην οποία το “δάνειο” χαρακτηριζόταν ως “πολιτικό χρέος”. Για τον προσδιορισμό του ύψους του “γερμανικού χρέους προς την Ελλάδα” (sic) οι συντάκτες κατέβαλαν φιλότιμες προσπάθειες να εκτιμήσουν τα αστρονομικά ποσά με βάση ένα σταθερό νόμισμα τελικά υπολογίσαν ότι το γερμανικό χρέος ανέρχεται στο ποσό των 476 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων.
Για τους παραπάνω λόγους η ελληνική κυβέρνηση σωστά εμμένει πλέον σε μια στρατηγική που υπογραμμίζει την ιδιαιτερότητα του Κατοχικού Δανείου με συνέπεια να μη δημιουργείται κανένα “προηγούμενο” για τους Γερμανούς σε αντιδιαστολή με τις αξιώσεις άλλων πάλαι ποτέ γερμανοκρατούμενων χωρών αποφεύγοντας έτσι κάθε σύνδεση του “δανείου” με το αίτημα των επανορθώσεων (κράτους προς κράτος) που δεν πρόκειται να ικανοποιηθεί από τη Γερμανία κυριολεκτικά “με καμιά κυβέρνηση”. Η στρατηγική αυτή ενισχύεται και από την επανειλημμένη παραδοχή του κατοχικού Γερμανού πρέσβη στην Αθήνα Αλτενμπουργκ π.χ. το 1957 με αφορμή τη σχετική συζήτηση στο ελληνικό κοινοβούλιο ότι η συγκεκριμένη ελληνική αξίωση “δεν είναι εντελώς αδικαιολόγητη” ενώ το ακριβές ύψος θα έπρεπε να καθορισθεί σε διμερείς διαπραγματεύσεις.
Εδώ ακριβώς έγκειται το παράλογο του ζητήματος. Οι επίσημοι εκπρόσωποι του ναζιστικού Ράιχ πριν και μετά το τέλος του Πολέμου έχουν αναγνωρίσει τη συγκεκριμένη υποχρέωση της Γερμανίας έναντι της Ελλάδας. Αντιθέτως η κυβέρνηση της ΟΔΓ δημοκρατικής διαδόχου του Ράιχ αρνείται ακόμη και να συζητήσει το θέμα, μη παραλαμβάνοντας ούτε τα σχετικά έγγραφα επικαλούμενη μάλιστα ρήτρα σε προπολεμική γερμανοελληνική “σύμβαση περί αμοιβαίας δικαστικής αντιλήψεως” επί καθεστώτων Χιτλερ/Μεταξά... Η σύμβαση αυτή επέτρεπε την απόρριψη της επίδοσης εγγράφου στην περίπτωση που ένα συμβαλλόμενο κράτος έκρινε ότι αυτό μπορούσε “να θίξη τα κυριαρχικά δικαιώματα ή την ασφάλειάν του”!
patris.gr
Έγραφε τότε, μεταξύ άλλων, ο Χάγκεν Φλάισερ:
Σε σχέση με αυτά τα περαιτέρω “αναγκαιούντα ποσά” τα απαιτουντα ως μηνιαία “δανειακή” καταβολή από την Ελλάδα οι γερμανικές ιδίως Αρχές χρησιμοποιούσαν μιαν άκρως ελαστική ερμηνεία του όρου “έξοδα πολέμου”. Σύμφωνα με τη γερμανική εκδοχή, τα έξοδα πολέμου ξεπερνούσαν κατά πολύ τα έξοδα κατοχής που προβλέπονταν και καλύπτονταν από το πολεμικό δίκαιο, αφού συμπεριλάμβαναν
“όλα τα έξοδα του πολέμου ππου διεξάγεται μέσα στην κατεχόμενη χώρα ή με αφετηρία αυτήν”. Η διατύπωση αυτή αφορούσε κυρίως εις γερμανικές επιχειρήσεις στην Αν. Μεσόγειο και στη Βόρεια Αφρική. Σημειωτέον ότι τον Ιούνιο του 1942 στο αποκορύφωμα της εκστρατείας του Ρόμελ το Ναυτικό είχε επωμισθεί ιδιαίτερα καθήκοντα συνδετικού κρίκου ανάμεσα στις δύο ηπείρους και επομένως το “μερίδιό” του στα έξοδα που βάραιναν την Ελλάδα εκτινάχθηκε στο 69% του συνολικού ποσού που έλαβαν τα τρία όπλα της Βέρμαχτ!
Ετσι οι πιο αρμόδιοι Γερμανοί ειδήμονες παραδέχθηκαν ότι “δεν έγινε διαχωρισμός ανάμεσα στα ποσά που ήταν αναγκαία για την τήρηση της τάξεως και της ασφάλειας στην Ελλάδα και στα έξοδα που προέκυψαν στην Ελλάδα για τη διεξαγωγή του πολέμου κατά της Αγγλίας στο μεσογειακό χώρο”. Επιπλέον η κατοχική κυβέρνηση των Αθηνών επιβαρύνθηκε με τα έξοδα των στρατευμάτων στη Β’ Ήπειρο η οποία υπαγόταν στη Γερμανική Στρατιωτική Διοίκηση Ελλάδος.
Από τα έξοδα εντός της χώρας 50% τουλάχιστον από τις ελληνικές πληρωμές χρησιμοποιούνταν για οχυρωματικά ή άλλα “κατασκευαστικά έργα”.
Παρ’ ότι οι Γερμανοί δημοσίως διατείνονταν ότι τα έργα αυτά και το κόστος που συνεπαγονταν αφορούσαν πρωτίστως στην “ανοικοδόμηση της Ελλάδας”, η τελική έκθεση του οικονομικού επιτελείου ανασκεύασε τους ισχυρισμούς αυτούς. Οι συντάκτες της, μετά την αποχώρηση της Βέρμαχτ από την Ελλάδα παραδέχθηκαν ενδοϋπηρεσιακώς ότι μόνον το 1.2% των κατασκευαστικών έργων “ωφελούσαν από κοινού Γερμανία και Ελλάδα”.
Για τα αναληφθέν τα ποσά το “Πρωτόκολλο” της Ρώμης είχε καθορίσει:
“Δια των ποσών τούτων θα χρεώνονται υπό της Τραπέζης της Ελλάδος εις νέους ανοιχθησομένους άτοκους λογαριασμούς η Γερμανική και Ιταλική Κυβέρνησις εις δραχμάς αναλόγως των υφ’ εκατέρων των δύο στρατευμάτων κατοχής αναλαμβανομένων ποσών”.
Επομένως για την επιστροφή του “δανείου” οι εταίροι του Άξονα είχαν μεσω υψηλόβαθμων αξιωματούχων των δύο υπουργείων Εξωτερικών δεσμευτεί έστω και με κάποια φραστική επιφύλαξη απέναντι στο ελληνικό Δημόσιο.
Η γερμανική πλευρά μάλιστα αναγνώριζε την υποχρέωση αυτή όχι μόνο με την ενδοϋπηρεσιακά χρησιμοποιούμενη ορολογία αλλά και έμπρακτα όταν ήδη από το 1943 άρχισε (παράλληλα με την είσπραξη νέων δανειοληπτικών ποσών από την Τράπεζα της Ελλάδος) την αποπληρωμή των παλαιοτέρων χρεώσεων σε μηνιαίες δόσεις. Μάλιστα η τελευταία εξόφληση σε ύψος 300 τρισεκατομμυρίων (πληθωριστικών!) δραχμών καταβλήθηκε στην (κατοχική) κυβέρνηση Ράλλη έξι μέρες πριν από την αποχώρηση της Βέρμαχτ!
Ενα μήνα πριν από την οριστική κατάρρευση του “Τρίτου Ράιχ”, το άλλοτε οικονομικό επιτελείο της Γερμανικής Πρεσβείας στην Αθήνα υπέβαλε μια ογκωδέστατη τελική έκθεση στον πρόεδρο της Ράιχμπανκ, με κοινοποίηση προς το γερμανικό ΥΠ.ΕΞ στην οποία το “δάνειο” χαρακτηριζόταν ως “πολιτικό χρέος”. Για τον προσδιορισμό του ύψους του “γερμανικού χρέους προς την Ελλάδα” (sic) οι συντάκτες κατέβαλαν φιλότιμες προσπάθειες να εκτιμήσουν τα αστρονομικά ποσά με βάση ένα σταθερό νόμισμα τελικά υπολογίσαν ότι το γερμανικό χρέος ανέρχεται στο ποσό των 476 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων.
Για τους παραπάνω λόγους η ελληνική κυβέρνηση σωστά εμμένει πλέον σε μια στρατηγική που υπογραμμίζει την ιδιαιτερότητα του Κατοχικού Δανείου με συνέπεια να μη δημιουργείται κανένα “προηγούμενο” για τους Γερμανούς σε αντιδιαστολή με τις αξιώσεις άλλων πάλαι ποτέ γερμανοκρατούμενων χωρών αποφεύγοντας έτσι κάθε σύνδεση του “δανείου” με το αίτημα των επανορθώσεων (κράτους προς κράτος) που δεν πρόκειται να ικανοποιηθεί από τη Γερμανία κυριολεκτικά “με καμιά κυβέρνηση”. Η στρατηγική αυτή ενισχύεται και από την επανειλημμένη παραδοχή του κατοχικού Γερμανού πρέσβη στην Αθήνα Αλτενμπουργκ π.χ. το 1957 με αφορμή τη σχετική συζήτηση στο ελληνικό κοινοβούλιο ότι η συγκεκριμένη ελληνική αξίωση “δεν είναι εντελώς αδικαιολόγητη” ενώ το ακριβές ύψος θα έπρεπε να καθορισθεί σε διμερείς διαπραγματεύσεις.
Εδώ ακριβώς έγκειται το παράλογο του ζητήματος. Οι επίσημοι εκπρόσωποι του ναζιστικού Ράιχ πριν και μετά το τέλος του Πολέμου έχουν αναγνωρίσει τη συγκεκριμένη υποχρέωση της Γερμανίας έναντι της Ελλάδας. Αντιθέτως η κυβέρνηση της ΟΔΓ δημοκρατικής διαδόχου του Ράιχ αρνείται ακόμη και να συζητήσει το θέμα, μη παραλαμβάνοντας ούτε τα σχετικά έγγραφα επικαλούμενη μάλιστα ρήτρα σε προπολεμική γερμανοελληνική “σύμβαση περί αμοιβαίας δικαστικής αντιλήψεως” επί καθεστώτων Χιτλερ/Μεταξά... Η σύμβαση αυτή επέτρεπε την απόρριψη της επίδοσης εγγράφου στην περίπτωση που ένα συμβαλλόμενο κράτος έκρινε ότι αυτό μπορούσε “να θίξη τα κυριαρχικά δικαιώματα ή την ασφάλειάν του”!
patris.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΡΟΣΟΧΗ: Οι απόψεις των αναρτήσεων δεν ταυτίζονται υποχρεωτικά με τις δικές μας.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.