Του Αλέκου Α. Ανδρικάκη, andrikakis@patris.gr
Τελικά ποιoς χρωστάει σε ποιον; Απίστευτα ποσά, που φτάνουν μέχρι τα 13,3 εκατομμύρια χρυσές λίρες, άρπαξαν από τα δημόσια ταμεία οι δυνάμεις του Χίτλερ.
Ακόμη μεγαλύτερης ίσως αξίας οι αρπαγές προϊόντων και εθνικού πλούτου.
Πρωταγωνιστές στο λαθρεμπόριο και τη μαύρη αγορά
Έρευνα της «Π» στα πρακτικά της δίκης των δοσιλόγων πρωθυπουργών και υπουργών για τις γερμανικές οφειλές στη χώρα μας, που ουδέποτε πληρώθηκαν
Η χώρα στην κυριολεξία μπήκε στο γύψο και οι άνθρωποί της σε μια κρεατομηχανή, οδηγούμενοι στην απελπισία ή ακόμη και στο θάνατο, στο όνομα των οφειλών της Ελλάδας, κυρίως προς τη Γερμανία. Ουδέποτε όμως μας προσδιόρισαν αυτές τις οφειλές, ούτε καν τι έχουμε πληρώσει έναντι αυτών τα δύο τελευταία χρόνια της εφαρμογής των βάρβαρων μέτρων της λιτότητας.
Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ διαφορετική και περιέργως κρατείται αρκετά θολή όχι μόνο από τη γερμανική, αλλά και την ελληνική πλευρά. Τα στοιχεία που παρουσιάζει σήμερα η «Π» σε σχέση με το κατοχικό δάνειο, το λεγόμενο αναγκαστικό, δείχνουν ότι η Γερμανία έχει τεράστιες οφειλές προς την ελληνική πλευρά, τις οποίες είχε αναγνωρίσει ακόμη και η ναζιστική διακυβέρνησή της! Μόνο από τα ελληνικά ταμεία, δηλαδή την Τράπεζα της Ελλάδος, τον κρατικό προϋπολογισμό και τα ταμεία των δήμων και άλλων οργανισμών που συγκροτούσαν νομικά πρόσωπα, οι κατοχικές δυνάμεις πήραν σε ρευστό χρήμα από 12.798.000 έως 13.328.000 χρυσές λίρες! Το δικαστήριο, στην απόφασή του που εκδόθηκε στις 31 Μαΐου 1945, αναγνώρισε εκροές 9.097.000 χρυσών λιρών προς τους κατακτητές στο πλαίσιο του κατοχικού δανείου, ποσό στο οποίο δεν συμπεριλαμβάνεται σειρά άλλων αναλήψεων – κλοπών στην ουσία, τόσο από την Τράπεζα της Ελλάδος και σε βάρος του ελληνικού προϋπολογισμού, όσο και από τα ταμεία των δήμων και άλλων νομικών προσώπων. Τα χρήματα αυτά πάρθηκαν για τις ανάγκες του στρατού κατοχής, στο όνομα της γερμανικής κυβέρνησης. Αλλά, όπως κατατέθηκε και στη δίκη των δοσιλόγων πρωθυπουργών και υπουργών, που εξελίχθηκε από τις 21 Φεβρουαρίου μέχρι τις 31 Μαΐου 1945, τελικά οι Γερμανοί εξυπηρέτησαν από τα προϊόντα και τα χρήματα της Ελλάδας όχι μόνο τις δυνάμεις τους που βρίσκονταν στη χώρα, και οι οποίες υπολογίστηκαν στις 40.000 άνδρες, αλλά συνολικά στρατό 1.500.000 ανθρώπων, στην ευρύτερη περιοχή και στην εκστρατεία στη Βόρειο Αφρική! Φυσικά, στη σημερινή μας έρευνα δεν αναφερόμαστε στις τεράστιες απώλεις σε ανθρώπους, που έφτασαν περίπου το 1,5 εκατομμύριο ψυχές στη διάρκεια της κατοχής, και φυσικά αυτό δεν «πληρώνεται»... Ούτε συμπεριλαμβάνουμε τις καταστροφές οικισμών και περιουσιών. Για τις υλικές καταστροφές αυτής της μορφής, ήδη οι σύμμαχες χώρες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου επιδίκασαν στην Ελλάδα επανορθώσεις ύψους 7,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ποσό το οποίο ουδέποτε πλήρωσε η Γερμανία...
Ληστείες πριν καν το δάνειο...
Η «Πατρίς» αναζήτησε τα στοιχεία για τη λεηλασία των ταμείων και το κατοχικό δάνειο αλλά και την αρπαγή του ελληνικού πλούτου από τους Ναζί, ερευνώντας τα πρακτικά της δίκης δοσιλόγων, όπως δημοσιεύονταν καθημερινά στις εφημερίδες της εποχής. Τα στοιχεία έχουν την εγκυρότητα της παρουσίασής τους από τους ίδιους τους διαχειριστές των κονδυλίων ή των θεμάτων που αφορούσαν στη δράση των Γερμανών. Πρόκειται για υψηλόβαθμα στελέχη της Τράπεζας της Ελλάδος ή των βασικών υπουργείων, και κυρίως του υπουργείου Οικονομικών. Οι άνθρωποι αυτοί κατέθεταν επί ημέρες συγκλονιστικές λεπτομέρειες για τη διαρπαγή των χρημάτων ή των προϊόντων και των πλουτοπαραγωγικών πηγών του ελληνικού λαού και της χώρας. Όλοι τους είχαν άμεση γνώση τόσο για τα ποσά όσο και τις λεηλασίες των αρχών κατοχής, καθώς είτε οι ίδιοι είχαν τις εντολές να παραδίδουν χρήματα, είτε ήταν αποδέκτες και καταγραφείς των στοιχείων. Μάλιστα οι συγκλονιστικές καταθέσεις τους γίνονταν ενώπιον των κατοχικών πρωθυπουργών και υπουργών, που ουδέποτε διέψευσαν την ακρίβεια των καταθέσεων.
Σημειώνεται ότι όλα τα χρήματα (τεράστια ποσά) που οι κατοχικές δυνάμεις πήραν από τα ελληνικά κρατικά ταμεία, δεν είχαν τη μορφή του δανείου, καθώς, όπως ανέφερε σε άρθρο του στην «Π» στις 25 Ιανουαρίου 2010 ο πολιτειολόγος Τάσος Ηλιαδάκης, η δανειακή συμφωνία υπογράφηκε στις 14 Μαρτίου 1942, με αναδρομική ισχύ από την 1 Ιανουαρίου της ίδιας χρονιάς. Όμως Γερμανοί έπαιρναν χρήματα πολύ νωρίτερα, από τον Αύγουστο του 1941. Το δάνειο είχε υπογραφεί από τους πληρεξούσιους της Γερμανίας και της Ιταλίας στην Ελλάδα, αντίστοιχα Άλτενμπουργκ και Γκίτζι. Η Ελλάδα δεν είχε προσκληθεί και δεν ήταν παρούσα. Στην Ελλάδα την ανακοίνωσε μετά από εννιά μέρες ο Άλτενμπουργκ με την ρηματική διακοίνωση 160/23.3.1942 και ο Γκίτζι με το σημείωμά του Νο4/6406/461/23. 3.1942. Οι Ιταλοί συμμετείχαν στο δάνειο καθώς ήταν επίσης κατοχική δύναμη αλλά η Ιταλία στη συνέχεια επέστρεψε το δικό της μέρος του χρέους, ενώ η Γερμανία το αρνείται…
Στη συνεδρίαση της 17ης Μαρτίου ο υφυπουργός Οικονομικών της πρώτης μετακατοχικής κυβέρνησης, Αθανάσιος Σμπαρούνης, γενικός διευθυντής του ίδιου υπουργείου μέχρι το 1943, άρχισε να ξεδιπλώνει το μέγεθος της λεηλασίας των ταμείων και των προϊόντων. Όπως τόνιζε, οι Γερμανοί έπαιρναν χρήματα από τα ταμεία της Τράπεζας της Ελλάδος και μ’ αυτά αγόραζαν ελληνικά προϊόντα. Η χώρα δηλαδή πλήρωνε τα είδη διαβίωσης του στρατού 1,5 εκατομμυρίου ανδρών των Ες Ες στην Ευρώπη και στη Βόρειο Αφρική.
Παράλληλα, δέσμευαν μεγάλες ποσότητες διαφόρων προϊόντων και ειδών διαβίωσης που πωλούσαν ιδιώτες και τα αποδέσμευαν μόνο αφού οι ιδιοκτήτες τους πλήρωναν για να ξαναπάρουν τα προϊόντα τους!
Έθεσαν σε κυκλοφορία το κατοχικό μάρκο, το οποίο εκτύπωναν σε δύο αυτοκίνητα (!) στην Κηφισιά. Το κατοχικό μάρκο το επέβαλαν ως νόμισμα συναλλαγής, στη θέση της δραχμής την οποία απέσυραν. Όμως είχε ισχύ μόνο εντός της Ελλάδας, με συνέπεια η χώρα να έχει μηδενική νομισματική και οικονομική δυνατότητα για όλο το διάστημα της κατοχής.
Με το που κατέλαβαν τη χώρα οι Γερμανοί απαίτησαν να λάβουν το 50% του εθνικού εισοδήματος για τις ανάγκες τους. Το εισόδημα καθορίστηκε τότε από επιτροπή, στην οποία συμμετείχε και ο ίδιος ο μάρτυρας σε 25 δισεκατομμύρια, προπολεμικές δραχμές. Οι δυνάμεις του Χίτλερ ζήτησαν να έχουν κάθε μήνα 3 δισεκατομμύρια ως έξοδα κατοχής και άλλα 500 εκατομμύρια για διάφορα άλλα έξοδα. Ο ίδιος υποστήριξε στο δικαστήριο ότι, ως αρμόδιος υπάλληλος, τούς υπέδειξε να μειώσουν αυτό το ποσό. Μάλιστα, στην κατάθεσή του τόνισε ότι σύμφωνα με τη συνθήκη της Χάγης, δεν δικαιούνταν πάνω από 300 εκατομμύρια μηνιαίως. Ο Σμπαρούνης σημείωσε ότι οι Ιταλοί τότε δέχτηκαν να μειωθεί το δικό τους μερίδιο από 3 σε 1,5 δισεκατομμύριο αλλά θα μπορούσαν να παίρνουν ως προκαταβολές όσα άλλα ήθελαν! Έτσι, αρχικά τα έξοδα κατοχής έφταναν το μήνα τα 6 δισεκατομμύρια, ενώ αργότερα πολλαπλασιάστηκαν.
Το 1941, είπε, οι Γερμανοί εισέπραξαν τα 2/3 του ετήσιου εθνικού εισοδήματος. Κατά κεφαλή πληρώνονταν με 110 δραχμές ανά Έλληνα, ενώ στη Γαλλία, χώρα πλούσια σε σχέση με την Ελλάδα, 7 γαλλικά φράγκα, που αντιστοιχούσαν σε 70 ελληνικές δραχμές. Υπολόγισε, μάλιστα, ότι τα έξοδα κατοχής, χωρίς τα άλλα, ζημιές κλπ, έφτασαν τα 8 εκατομμύρια χρυσές λίρες.
Ο Σμπαρούνης κατέθεσε και μερικά ακόμη στοιχεία που δείχνουν το μέγεθος της λεηλασίας. Όπως ότι το 1941 δέσμευσαν 100.000 τόνους καπνού, τους οποίους έστειλαν στη Γερμανία, και φυσικά τους εμπορεύτηκαν. Για τις λεηλασίες αυτού του είδους πάντως υπήρξαν ακόμη πιο εντυπωσιακά στοιχεία, τα οποία θα παρουσιάσουμε στη συνέχεια, από άλλες μαρτυρίες.
Είπε ακόμη ότι με την είσοδο των Γερμανών και την κατάληψη της χώρας, η Γερμανία χρωστούσε από το κλήριγκ στην Ελλάδα 150 εκατομμύρια γερμανικά (γνήσια) μάρκα. Το κλήριγκ ήταν η συναλλαγή ανάμεσα στις δύο χώρες (από την εποχή της δικτατορίας του Μεταξά), σύμφωνα με την οποία η Γερμανία έπαιρνε τα ελληνικά προϊόντα και πλήρωνε στη συνέχεια την Ελλάδα με δικά της προϊόντα, συνήθως δεύτερης ποιότητας που δεν μπορούσε να κάνει εξαγωγή σε άλλες χώρες, και μάλιστα σε υψηλές τιμές τις οποίες καθόριζε η ίδια. Φυσικά από τα ελληνικά προϊόντα η Γερμανία έκανε δικές της εξαγωγές, κερδίζοντας ακόμη περισσότερο. Το γερμανικό χρέος απ’ αυτή τη συναλλαγή είχε φτάσει τα 150 εκατομμύρια μάρκα, τα οποία «εξόφλησε» ως κατοχική δύναμη φέρνοντας ποσότητες κάρβουνου τις οποίες κοστολόγησε … 150 εκατομμύρια γνήσια μάρκα. Ακόμη όμως κι αυτό το κάρβουνο χρησιμοποιήθηκε όχι για τις ελληνικές ανάγκες, αλλά για τα τρένα που μετέφεραν τον γερμανικό στρατό. Έτσι το γερμανικό χρέος των 150 εκατομμυρίων μάρκων ουδέποτε εξοφλήθηκε προς την Ελλάδα.
Η Ελλάδα πλήρωσε για το “τείχος της Ευρώπης!”
Ο Σμπαρούνης κατέθεσε επίσης ότι η Ελλάδα πλήρωσε για το «Τείχος της Ευρώπης» την κατασκευή του οποίου είχε ξεκινήσει ο Χίτλερ και μ’ αυτό προσπαθούσε να μπλοκάρει και να περιορίσει τις συμμαχικές δυνάμεις.
Στις 19 Μαρτίου, ο γενικός διευθυντής φορολογίας του υπουργείου Οικονομικών Αρ. Πέππας κατέθεσε ότι οι λεηλασίες των Γερμανών ξεκίνησαν με την κατάληψη της Αθήνας και του Πειραιά. Από τις πρώτες τους ενέργειες ήταν να δεσμεύσουν ό,τι υπήρχε στο τελωνείο του Πειραιά. Τα προς εισαγωγή είδη μοιράστηκαν ανάμεσα στους αξιωματικούς των Ες Ες, οι οποίοι τα εμπορεύτηκαν και έκαναν εξαγωγές στο εξωτερικό! Ανάμεσα στα άλλα, πήραν 7.000 τόνους γαιάνθρακες, χιλιάδες τόνους δέρματα, 8.000 σάκους καφέ, 3.000 τόνους ζάχαρη, 1.000 τόνους χοιρινό λίπος, 1.500 μπάλες από μαλλί. Επίσης από τα εμπορεύματα της ελεύθερης ζώνης πήραν, κατά διαστήματα, είδη αξίας 800.000 χρυσών λιρών και από τις Γενικές Αποθήκες είδη που άξιζαν 148.000 χρυσές λίρες.
Ο Πέππας κατέθεσε ότι τα κέρδη του γερμανικού στρατού ήταν τεράστια σ’ όλη την περίοδο της κατοχής από την εμπορεία καπνών, βασικού προϊόντος της χώρας την εποχή εκείνη, το οποίο στην ουσία κατέσχεσαν, χωρίς να πληρώσουν την αξία του. Μάλιστα ανέφερε ότι λίγες ημέρες μετά την κατάληψη της Αθήνας, ο στρατάρχης φον Λιστ εξέδωσε διαταγή για τη δέσμευση όλων των ποσοτήτων καπνών εσοδείας 1940. Το προϊόν πληρώθηκε σε δραχμές, που ήταν άνευ αξίας, σε εξευτελιστικές τιμές. Ανέφερε, για παράδειγμα, ότι από τη Λάρισα δεσμεύτηκαν όλες οι ποσότητες και το ποσό που καταβλήθηκε δεν αντιστοιχούσε καν στην αξία της... λινάτσας που χρησιμοποιήθηκε για το περιτύλιγμα! Εκτός από τα παραγωγικά καπνά, κατέσχεσαν και τα εμπορικά, όσες δηλαδή ποσότητες ήταν ήδη στην αγορά. Με τον τρόπο αυτό άρπαξαν 120.200.000 κιλά καπνών, αξίας 19 δισ. παλαιών, προπολεμικών δραχμών, στην ουσία χωρίς να πληρώσουν τίποτε. Και φυσικά αποκόμισαν τεράστια κέρδη!
Λαθρέμποροι!
Στη συνεδρίαση της 20ης Μαρτίου 1945, ο διευθυντής του υπουργείου Οικονομικών Μαγκριώτης έθεσε μια ακόμη πλευρά της οικονομικής λεηλασίας της χώρας: οι Γερμανοί προώθησαν το λαθρεμπόριο και τη μαύρη αγορά και κερδοσκόπησαν απ’ αυτό! Χαρακτηριστικά ανέφερε ότι ο Γερμανός φρούραρχος της Θεσσαλονίκης απαίτησε να σταματήσει η δίωξη του λαθρεμπορίου, ενώ το γερμανικό ναυαρχείο αξίωσε και παράλαβε, τελικά, 1 εκατομμύριο κουτιά σπίρτα του ελληνικού μονοπωλίου, τα οποία διοχέτευσε μέσω κάποιου Γκοτζάρα στη μαύρη αγορά, εξαφανίζοντας το νόμιμο εμπόριό τους.
Ανέφερε επίσης τη λεηλασία των αλυκών μ’ έναν τρόπο που θα χρησιμοποιούσαν κοινοί απατεώνες. Οι Γερμανοί χτυπούσαν συναγερμό, έφευγε ο κόσμος και έσπευδαν με ειδικά αυτοκίνητα τα οποία γέμιζαν αλάτι που στη συνέχεια προωθούσαν τη μαύρη αγορά. Το λεηλατημένο προϊόν αντάλλασσαν με τρόφιμα για το στρατό τους.
Ανάμεσα στ’ άλλα, ο Μαγκριώτης τόνισε ότι άρπαξαν και 2.500 τόνους φωτιστικού πετρελαίου.
Η λεηλασία των ταμείων
Συνολικά ποσά για το αναγκαστικό δάνειο και τη λεηλασία των ελληνικών ταμείων έδωσε ένας άλλος διευθυντής του υπουργείου Οικονομικών, ο Εμμανουήλ Δελαμάγκας. Όπως ανέφερε, με διαταγές του υπουργού Οικονομικών των κατοχικών κυβερνήσεων Σωτηρίου Γκοτζαμάνη, η Τράπεζα της Ελλάδος άρχισε να εκταμιεύει ποσά για τους Γερμανούς, χωρίς να προηγηθεί νομοθετική ρύθμιση, ούτε να υπάρξει νομισματική πρόβλεψη.
Οι Γερμανοί, κατά τα στοιχεία που παρουσίασε ο Δελαμάγκας:
-Πήραν ποσά που έφταναν τα 220 τετράκις εκατομμύρια, που αντιστοιχούσαν σε 7.350.000 χρυσές λίρες.
-Επιβάρυναν τα ταμεία για έργα διευκόλυνσης του στρατού τους με ποσά που έφτασαν τα 2.500.000 χρυσές λίρες.
-Πήραν από τα ταμεία των δήμων και άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ποσά που τότε ακόμη δεν μπορούσαν καν να υπολογιστούν.
-Κερδοσκόπησαν μέσω των γερμανικών εμπορικών εταιρειών «Ντεγκρίγκς» και «Σαντζιγκς» στις οποίες ανέθεσαν όλη την ευθύνη των εξαγωγών και εισαγωγών προϊόντων. Οι εταιρείες αυτές, εκτός από το γεγονός ότι κέρδισαν απροσδιόριστα ποσά μεταπωλώντας τα προϊόντα τόσο στο εξωτερικό (τα ελληνικά) όσο και στο εσωτερικό (τα εισαγόμενα), εισέπρατταν και εισφορές που έφταναν το 300% επί των τιμών!
Στις 21 Μαρτίου 1945 ο διευθυντής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γρηγορίου, που μίλησε για συστηματική οικονομική εξουθένωση του τόπου από την γερμανική κατοχική διοίκηση, παρουσίασε στοιχεία ότι οι Γερμανοί όσο και οι Ιταλοί είχαν δεσμευτεί εγγράφως να παίρνουν τα χρήματα ως έξοδα κατοχής στο όνομα των κυβερνήσεων τους, ώστε στη συνέχεια να επιστραφούν. Αυτό ήταν το περιεχόμενο της συμφωνίας που υπογράφηκε τον Μάρτιο του 1942. Εκείνος προσδιόρισε τα ποσά του δανείου κατά μισό εκατομμύριο περισσότερο απ’ τα στοιχεία του Δελαμάγκα. Είπε, δηλαδή, ότι τα έξοδα κατοχής έφτασαν τα 7.888.000 χρυσές λίρες, απ’ τα οποία τα 3,4 εκατομμύρια ήταν δόσεις του δανείου και τα υπόλοιπα 4,488 προκαταβολές.
Επιπλέον, την ίδια εποχή πήραν απ’ το ελληνικό δημόσιο άλλα 2 εκατομμύρια χρυσές λίρες από τα 6 εκατ. που προορίζονταν για τη λειτουργία των υπηρεσιών κλπ.
Ο μάρτυρας χαρακτήρισε το κλήριγκ ως μια από τις μεγαλύτερες καταστροφές του τόπου. Όπως τόνισε, ενώ οι Γερμανοί έπαιρναν τα καλύτερα ελληνικά προϊόντα και κερδοσκοπούσαν στο εξωτερικό μ’ αυτά, στην Ελλάδα, ως πληρωμή, έστελναν ελάχιστα προϊόντα, άχρηστα γι αυτούς, και σε τιμές πολύ υψηλές, ώστε να καλύπτονται οι οφειλές τους. Διατίμησαν τα ελληνικά προϊόντα, υπερτίμησαν τα γερμανικά κι έτσι η χώρα εμφανίστηκε να χρωστά στο κράτος των Ναζί 26,3 εκατ. γνήσια μάρκα, δηλαδή 13 εκατομμύρια χρυσές λίρες!
Ο γενικός διευθυντής του Χημείου του Κράτους, Μοδινός ανέφερε τη δέσμευση της παραγωγής της σταφίδας σ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής, γεγονός που αποτέλεσε τεράστια καταστροφή. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Δέσμευσαν για λογαριασμό τους όλη την παραγωγή μπαμπακιού, σύκων, κουκουλιών, ελαιολάδου, πυρηνέλαιου, αλλά και βιοτεχνικών ή βιομηχανικών προϊόντων, όπως σιδηρικών και άλλων προϊόντων.
Στις 6 Απριλίου ο διευθυντής του υπουργείου Γεωργίας Φιλιππόπουλος κατέθεσε ότι οι Ιταλοί άρπαξαν το λάδι παραγωγής 1941 και το διέθεσαν στη μαύρη αγορά. Το λάδι της Κρήτης εμπορεύτηκαν δύο λαθρέμποροι που ονομάζονταν Τουζόγλου και Γιάθεσης.
Μάζεψαν όλα τα κέρματα
Στη διάρκεια της δίκης ο επίτροπος του δικαστηρίου παρουσίασε επίσημο έγγραφο σύμφωνα με το οποίο οι Γερμανοί φόρτωσαν 10-11 βαγόνια τρένου με ελληνικά κέρματα, βάρους 28 εκατομμυρίων κιλών, και τα έστειλαν στη Γερμανία. Παραδόθηκαν επίσης 53 εκατομμύρια κιλά νικελένιων κερμάτων και πολλά εκατομμύρια κερμάτων, με άλλες ευκαιρίες! Πιθανώς οι Ναζί χρησιμοποίησαν τα κέρματα ως πρώτη ύλη για την παραγωγή νομίσματος.
ΟΙ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ
Τα στοιχεία απ’ τη δίκη των δοσιλόγων για τη ληστεία των ελληνικών ταμείων και του πλούτου της χώρας από τους Ναζί είχαν κεντρική θέση στην ειδησεογραφία των εφημερίδων τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1945. Το «Εμπρός» της 15ης Μαρτίου είχε πρωτοσέλιδο τίτλο «Αι ληστείαι των Γερμανών εις την Ελλάδα». Σχεδόν όλη η 3 σελίδα της «Ελευθερίας» της 3ης Μαρτίου κάνει λόγο για την αποκάλυψη στη δίκη ότι οι Γερμανοί έπαιρναν από την Ελλάδα όλα τα χρήματα προκειμένου να συντηρούν το στρατό τους στη Βόρειο Αφρική και σε άλλες περιοχές. Ο «Ριζοσπάστης» της 18ης Μαρτίου παρουσίασε τα στοιχεία που κατατέθηκαν σε σχέση με τα χρήματα της Τράπεζας της Ελλάδος που πήγαν για το «Ευρωπαϊκό φρούριο» (τείχος) του Χίτλερ αλλά και την κλοπή τεράστιων ποσοτήτων ελληνικών δραχμών (Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΡΟΣΟΧΗ: Οι απόψεις των αναρτήσεων δεν ταυτίζονται υποχρεωτικά με τις δικές μας.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.