«Αμήν λέγω υμίν ότι οι τελώναι και αι πόρναι προάγουσιν υμάς εις την βασιλείαν του Θεού»
Άκουσα πρόσφατα την είδηση θανάτου για μια “γνωστή” μου άγνωστη... και χάρηκα! Ναι, δε διαβάσατε λάθος... Χάρηκα πολύ, γιατί η είδηση αυτή, παρότι αφορούσε θάνατο, σηματοδοτούσε ένα καλό τέλος σε μια ιστορία που ξεκίνησε άσχημα. Τέλος καλό... όλα καλά! Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν!
Όλοι, όσοι την ήξεραν, βεβαιώνουν -μαζί τους κι εγώ- ότι έκανε ελεημοσύνες αυτή η πόρνη... και βοηθούσε κρυφά άπορες φοιτήτριες!
Για αυτή τη μακαρίτισσα πουτάνα θα σας πω... Και δεν θα αναφέρω το όνομα της, από σεβασμό στη ιερή μνήμη της.
Ίσως κάποιος από σας, αν είναι “περπατημένος” Θεσσαλονικιός, να καταλάβει για ποιά πρόκειται...
Αυτή λοιπόν τη γυναίκα την είχε καβαλήσει από μικρή ο δαίμονας της πορνείας.
Δεν ήταν μόνο η οικονομική ανάγκη που την έσπρωξε στο πεζοδρόμιο. Φαίνεται ότι το “ζήταγε” κι η φύση της...
Δεν ήταν μόνο η οικονομική ανάγκη που την έσπρωξε στο πεζοδρόμιο. Φαίνεται ότι το “ζήταγε” κι η φύση της...
Έτσι βγήκε νωρίς νωρίς στην “πιάτσα” και μπήκε στη ζωή του περιθωρίου και των κόκκινων φαναριών...
Αυτή την πουτάνα, μια μέρα τη μίσθωσε ένας περίεργος πελάτης, που αντί να πλαγιάσει μαζί της, κάθισε κοντά της και της μίλαγε καμμιά ώρα. Της έδωσε στο τέλος κι ένα ποσό, πέρα από την αμοιβή της, για την ώρα που της “έκλεψε”, και μετά εξαφανίστηκε απ’ τη ζωή της.
Στην αρχή η πουτάνα γέλασε μαζί του.
«Κοίτα να δεις ανωμαλία των ανθρώπων», σκέφτηκε... «έρχεται ο τύπος στο μπουρδέλλο, κι αντί να με γα...σει κάθεται δίπλα μου και κλαίει... και μου μιλάει για μετάνοια κι ελεημοσύνες...»
Σιγά σιγά όμως, χωρίς να καταλάβει πώς, ήρθε στα λόγια του...
Της είχε δώσει ένα ποσό (έξτρα από την αμοιβή της, για την ώρα που της “έφαγε”) παρακαλώντας την να το δώσει οπωσδήποτε ελεημοσύνη σε κάποιον που έχει ανάγκη...
Εκείνη το σκέφτηκε από δω, το σκέφτηκε από κει...
Εκείνη το σκέφτηκε από δω, το σκέφτηκε από κει...
«Πουτάνα είμαι, είπε, σιγά που θα πετάξω λεφτά... αλλά στα κομμάτια να πάει!» Και το έδωσε ελεημοσύνη, όπως ο “βαρεμένος” πελάτης της είχε ζητήσει.
Όμως, παραδόξως, αισθάνθηκε όμορφα...
Τό ‘κανε, το ξανάκανε από μόνη της... και είδε ότι αυτό της έδινε μια περίεργη χαρά...
Έτσι, πήρε να σκέφτεται: «Κάνω που κάνω το κακό... ε! τί μου κοστίζει να κάνω και λίγο καλό πότε πότε, αφού μάλιστα με γεμίζει μ’ αυτή την πρωτόγνωρη χαρά...;!»
Έτσι, πήρε να σκέφτεται: «Κάνω που κάνω το κακό... ε! τί μου κοστίζει να κάνω και λίγο καλό πότε πότε, αφού μάλιστα με γεμίζει μ’ αυτή την πρωτόγνωρη χαρά...;!»
Έτσι άρχισε να δίνει ελεημοσύνη συστηματικά, και μάλιστα κρυφά...
Πέρασε λίγος καιρός και μια άλλη σκέψη της “καρφώθηκε” στο μυαλό, από εκείνα τα χαζά που ο “βαρεμένος” πελάτης της είχε πει: «Πουλάς το κορμί σου όλη τη βδομάδα, μια ώρα στις τόσες μέρες δεν μπορείς να κάνεις και μια τίμια δουλειά...; Κι απ’ τα τίμια λεφτά που θα πιάσεις, ν’ ανάψεις ένα κερί στην εκκλησιά...;!»
Πέρασε λίγος καιρός και μια άλλη σκέψη της “καρφώθηκε” στο μυαλό, από εκείνα τα χαζά που ο “βαρεμένος” πελάτης της είχε πει: «Πουλάς το κορμί σου όλη τη βδομάδα, μια ώρα στις τόσες μέρες δεν μπορείς να κάνεις και μια τίμια δουλειά...; Κι απ’ τα τίμια λεφτά που θα πιάσεις, ν’ ανάψεις ένα κερί στην εκκλησιά...;!»
Έψαξε λοιπόν και βρήκε μια αγγελία για καθαρίστρια, κι άρχισε να καθαρίζει τη σκάλα μιας πολυκατοικίας...
Χάρηκε σα μικρό παιδί, όταν έπιασε στα χέρια της, για πρώτη φορά, τίμια λεφτά...
Εκείνο το καιρό έπεσε δίπλα της μια ομορφονιά, που μόλις είχε βγει στο κλαρί...
Εκείνο το καιρό έπεσε δίπλα της μια ομορφονιά, που μόλις είχε βγει στο κλαρί...
Τη λυπήθηκε. Σκέφτηκε, ότι ίσως η μικρή από ανάγκη το κάνει...
Τη μάζεψε λοιπόν, τη δασκάλεψε με το ύφος της “πιάτσας” και κατάφερε να την ξεκόψει απ’ το πεζοδρόμιο... Της κάλυπτε τα έξοδα, την έστειλε σε φροντιστήριο και τελικα μπόρεσε και την έβαλε στην ακαδημία. Δεν ξέρω για νηπιαγωγό η για δασκάλα... Κάτι τέτοιο.
Κι όταν αποφοίτησε, την εδίωξε μακριά της. «Είσαι κυρία τώρα, της λέει. Μια κυρία δεν μπορεί να έχει σχέσεις με πουτάνες, σαν εμένα... Φύγε μακριά να ξεχάσεις, και να φτιάξεις τη ζωή σου.»
Κι όταν αποφοίτησε, την εδίωξε μακριά της. «Είσαι κυρία τώρα, της λέει. Μια κυρία δεν μπορεί να έχει σχέσεις με πουτάνες, σαν εμένα... Φύγε μακριά να ξεχάσεις, και να φτιάξεις τη ζωή σου.»
Έτσι περνούσε τον καιρό της η πουτάνα της γειτονιάς μου. Με τσάντες που άφηνε κρυφά τη νύχτα στις πόρτες φτωχών φοιτητών, και «νταντεύοντας» σα μάννα όλο και κάποιο κορίτσι που άρπαζε από την πιάτσα...
Αυτή η γυναίκα δεν τολμούσε να μπει στην εκκλησιά.
Καθόταν πάντοτε απέναντι... παρατηρώντας αν περάσει κάποιο παιδί, το φώναζε και το παρακαλούσε να μπει, αντί για την ίδια, στην εκκλησιά και να της ανάψει ένα κερί... Ένα κερί που αγόραζε από τα λεφτά που της δίνανε για την σκάλα που καθάριζε, όχι από κείνα που έβγαζε στο μπουρδέλλο.
Βέβαια μερικές φορές με κάποια από τα εύκολα λεφτά της “πιάτσας” έκανε ελεημοσύνη... αλλά από κείνα δεν άναβε ποτέ κερί! Μόνο από τά άλλα, τα τίμια, της καθαρίστριας... Και όσα περισσεύσανε από τα τίμια λεφτά της σκούπας και της σφουγγαρίστρας, τα ‘στελνε -λένε- σ’ ένα φτωχό κελλί στ’ Αγιονόρος...
Με τον καιρό έγινε πολύ “φιλάργυρη” με τον εαυτό της.
Ψαλίδιζε συνέχεια... μέχρι που άρχισε να κόβει ακόμα και τα απαραίτητα.
Τι είναι άλλωστε ο ελεήμων; Ένας μεταποιημένος φιλάργυρος, που ξεκίνησε να αποθησαυρίζει στον ουρανό...
Τι είναι άλλωστε ο ελεήμων; Ένας μεταποιημένος φιλάργυρος, που ξεκίνησε να αποθησαυρίζει στον ουρανό...
Σε αυτή τη φάση της ζωής της, γνώρισα την πουτάνα της γειτονιάς μου...
Είχε ξεκινήσει να φτιάξει τζάμπα τα δόντια της στην οδοντιατρική Σχολή και, φοιτητής όντας τότε, ευδόκησε ο Θεός και την ανέλαβα εγώ, χωρίς να το έχω επιδιώξει...
Είχε ξεκινήσει να φτιάξει τζάμπα τα δόντια της στην οδοντιατρική Σχολή και, φοιτητής όντας τότε, ευδόκησε ο Θεός και την ανέλαβα εγώ, χωρίς να το έχω επιδιώξει...
Χάρηκα πολύ όταν την είδα ξανά μπροστά μου, γιατί ήδη τη γνώριζα από κάτι που είχε συμβεί...
Είχα βρει κάποτε κι εγώ μια τσάντα με τρόφιμα στην πόρτα μου. Και ψάχνοντας το μίττο της υπόθεσης, έμαθα γι’ αυτήν... όταν κάποιος γείτονας μου έκανε λόγο για την «τρελή» πουτάνα της γειτονιάς...
Η περιέργεια με ώθησε τότε να ρωτήσω με επιφύλαξη και τον περιπτερά της πλατείας, και αυτός μου είπε...
«Κάθεται στο πεζοδρόμιο, απέναντι απ’ την εκκλησία... και ψάχνει κανένα παιδί διερχόμενο να μπει να της ανάψει κερί... η ζουρλή δεν πάει να το ανάψει μόνη της. Στάσου να τη δεις... έχει πολλή πλάκα!»
Την έστησα λοιπόν και παραμόνεψα και όντως την είδα...
Και μια μέρα την ακολούθησα και είδα που έπλενε τις σκάλες...
Και μια νύχτα πάλι, γυρίζοντας σπίτι, την είδα φορτωμένη με σακούλες... Και είδα να τις αφήνει σε κατώφλια απόρων φοιτητών και φοιτητριών…
Είθε ο Σωτήρας Χριστός, ο Ζωντανός Θεός του ελέους και των οικτιρμών, να την έχει συγχωρήσει... και να την έχει αναπαύσει ανάμεσα στους Δικαίους της Βασιλείας Του...
Αιωνία σου η μνήμη, σπλαγχνικιά πουτάνα της γειτονιάς μου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΡΟΣΟΧΗ: Οι απόψεις των αναρτήσεων δεν ταυτίζονται υποχρεωτικά με τις δικές μας.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.