Του Αθανάσιου Δέμου | Αναδημοσίευση από: aftonomi | Φωτό: Marie-Lan Nguyen
Οι αρχαίοι Έλληνες δεν θεωρούνται μόνο οι εφευρέτες του κρασιού, αλλά και της ταβέρνας και γενικά των κέντρων διασκέδασης. Στην αρχαία Αθήνα, τα καπηλειά ήταν τόσο πολλά, ώστε ο Περικλής με ένα διάταγμά του, θέλησε να τα καταργήσει μια για πάντα. Έπεσαν, όμως, στη μέση οι δημογέροντες και δεν τον άφησαν να πραγματοποιήσει την απόφασή του.
"Αν το κάνεις αυτό", του είπαν, "θα στερήσεις τον λαό από μια ευχαρίστηση και το κράτος (πόλη) από ένα έσοδο. Ίσως, μάλιστα, το σπουδαιότερο έσοδό του".
Την εποχή εκείνη το κρασί της Αττικής ήταν φημισμένο. Οι ξένοι που επισκέπτονταν την Αθήνα, το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να σπεύσουν στα καπηλειά, για να κατεβάσουν μερικές κούπες κρασί. Τα καπηλειά αυτά, ιδιαίτερα του Πειραιά, που ήταν διεθνές λιμάνι, ήταν καθαρά καταστήματα, με ζωγραφικές παραστάσεις στους τοίχους από τις γιορτές του Διονύσου και του Πανός.
Όπως ξέρουμε και οι δύο ήταν θεοί του κρασιού και της ευθυμίας. Εκτός, όμως, από τις παραστάσεις αυτές, υπήρχαν στους τοίχους γραμμένα και διάφορα δίστιχα, όπως αυτά που βρέθηκαν πάνω σε κάτι πλάκες, πριν από πενήντα χρόνια στις ανασκαφές του Κεραμικού. Τα παραθέτουμε σε μετάφραση:
Άμα θέλεις να γλεντήσεις, / πιες κρασί στου Πολυδάμα,
να ξεχάσεις πόνους, λύπες, / και τον εαυτό σου αντάμα.
Το κρασί του Αλκαμένη / το ευλόγησαν οι θεοί.
Πίνοντάς το μεταφέρεσαι / στου Ολύμπου την κορφή.
Χθες, με δυο κύπελλα κρασί, / του Φάνητος μεθούσα
αν έπινα άλλο, τη ζωή / θε ν’ αποχαιρετούσα.
Ο τύραννος των Αθηνών Πεισίστρατος, για να δώσει λίγη διασκέδαση στους Αθηναίους, που τους ανάγκαζε να δουλεύουν σκληρά, έβαλε σ’ όλα τα καπηλειά μικρές εταίρες για να προσφέρουν κρασί στους κουρασμένους και να τους ξεκουράζουν. Ανάμεσα στ’ άλλα καθήκοντά τους τραγουδούσαν και χόρευαν, ανάλογα με τις απαιτήσεις των θαμώνων. Είναι κρίμα που χάθηκε ολότελα η μουσική των αρχαίων αυτών τραγουδιών. Γιατί θα ακούγαμε σίγουρα κάτι παρόμοιο με τα λαϊκά μας τραγούδια.
Ο Θησέας, γυρίζοντας από την Κρήτη νικητής, κατέβηκε στη Δήλο, την καθάρισε από τα αγριοκάτσικα που είχαν πλημμυρίσει το νησί και έστησε με τα κέρατά τους τον περίφημο κεράτινο βωμό. Ύστερα χόρεψε γυμνός τον χορό γέρανο, γεμάτο τσακίσματα, για να παραστήσει τους αγώνες του στο Λαβύρινθο του Μινώταυρου. Από τότε, ο χορός αυτός επικράτησε παντού. Έγινε, δηλαδή, της μόδας και τον χόρευαν στα πανηγύρια και στα καπηλειά, όταν έρχονταν στο κέφι.
Στην Κόρινθο τα καπηλειά αφθονούσαν σε βαθμό αφάνταστο, επειδή όλο το εμπόριο Ανατολής και Δύσης, μαζευόταν στο λιμάνι της. Είχε τετρακόσιες χιλιάδες κατοίκους και άλλους τόσους δούλους. Όσο για τους ξένους, αυτοί ήταν αμέτρητοι. Πολλά από τα καπηλειά αυτά είχαν σκοπό καθαρά τουριστικό: Υπήρχαν π.χ. μαγαζιά στη μέση των μεγάλων δρόμων, για άνεση και ξεκούραση των ταξιδιωτών.
Οι αρχαίοι Έλληνες, των οποίων τα κτήματα συνόρευαν με τους δρόμους αυτούς, συνήθιζαν να ανοίγουν τέτοιου είδους καταστήματα, για να πουλούν στους περαστικούς το κρασί τους.
Στην Κόρινθο, όπως και στην Αθήνα, τα καπηλειά-ταβέρνες χωρίζονταν σε λαϊκές και αριστοκρατικές. Στις πρώτες, σύχναζαν συνήθως οι ναυτικοί, οι μεροκαματιάρηδες και οι δούλοι. Στις δεύτερες, όλη η αφρόκρεμα της πόλης. Ανάμεσα στους αριστοκράτες, που πήγαιναν να περάσουν την ώρα τους εκεί, έβλεπε κανείς στρατηγούς και άλλους αξιωματούχους.
Στην αρχαία Ελλάδα έχουμε και τα συμπόσια που είχαν αναπτυχθεί σε οργανωμένο κοινωνικό θεσμό με κανονισμούς και εθιμοτυπία καθορισμένη. Ήταν η κατ’ εξοχήν μορφή κοινωνικής συγκέντρωσης. Ήταν τα κέντρα ανταλλαγής ιδεών και πνευματικών ζυμώσεων. Και αυτό ήταν απαραίτητο, αφού δεν υπήρχαν σχολεία ανώτερα, ούτε βιβλιοθήκες, ούτε άλλα μέσα, μέσα πρόχειρης δημοσιότητας, η δε κυκλοφορία και διάδοση των λογοτεχνικών και επιστημονικών έργων γινόταν προφορικώς κυρίως.
Από την εποχή του Ομήρου ο θεσμός αυτός ήταν αναπτυγμένος.
Στην Ιλιάδα ο Νέστορας λέει ότι ένα καλό συμπόσιο δημιουργεί την καταλληλότερη ατμόσφαιρα εγκαρδιότητας για συζήτηση σοβαρών υποθέσεων. Γνωστά είναι επίσης από την Οδύσσεια τα μεγαλοπρεπή συμπόσια στα ανάκτορα του Αλκίνοου και του Οδυσσέα, τα οποία συνοδεύονταν από τη μουσική διάσημων αοιδών.
Αυτόν τον χαρακτήρα άνετης πνευματικότητας και αδέσμευτης κοινωνικότητας είχαν τα συμπόσια στην Ιωνία και στην Αθήνα. Στις καθαρώς δωρικές πόλεις, σε όσες δεν είχε διαδοθεί μέσω της ναυτιλίας και του εμπορίου, ο ιωνικός τρόπος ζωής (όπως συνέβη στην Κόρινθο και στα Μέγαρα) όπου οι άνθρωποι δεν είχαν ευφράδεια λόγου, δεν είχαν ευχέρεια στη συζήτηση, αναπτύχθηκαν τα συσσίτια με τη μορφή μάλλον στρατιωτικής συνεστίασης πειθαρχημένης και λιτής.
Στα συμπόσια αυτά γίνονταν, κυρίως, φιλοσοφικές συζητήσεις. Άρχιζε συνήθως ενωρίς το βράδυ και κρατούσε μέχρι το πρωί. Περιλάμβανε δύο αυτοτελή μέρη, το δείπνον ή σύνδειπνον και τον πότον. Το δείπνον ήταν δευτερεύον, διαρκούσε λίγο και γινότανε χωρίς πολλές συνομιλίες και άλλες πνευματικές απολαύσεις.
Αμέσως μετά το φαγητό απομακρύνονταν τα τραπεζάκια, οι δούλοι πρόσφεραν στους συνδαιτημόνες νερό, για να νίψουν τα χέρια τους και άρχιζε το δεύτερο μέρος του συμποσίου που ήταν και το κυριότερο, ο πότος.
Οι συμπότες έπιναν ολίγον άκρατον οίνον (χωρίς νερό) προς τιμήν του «αγαθού δαίμονος». Κατόπιν εμοιράζονταν σε όλους στεφάνια και ο στεφανούμενος ήταν έτσι υπό την προστασία του θεού.
Εγίνονταν οι σπονδές σε διάφορους θεούς (Δία Ολύμπιο, θεούς Ολύμπιους, Δία Σωτήρα κ.λπ.), έκαιαν λιβάνι και όλοι μαζί εν χορώ με συνοδεία συνήθως αυλών έψαλλαν έναν ύμνο στον θεό. Έτσι, ήταν πλέον έτοιμοι να αρχίσουν την οινοποσία.
Έπιναν πάντοτε κρασί νερωμένο (κεκραμένον οίνον), για να μη μεθάνε... Εγινότανε εκλογή συμποσιάρχου, ο οποίος ήταν, τρόπον τινά, ο τελετάρχης του συμποσίου. Κατόπιν οριζόταν το θέμα που θα συζητούσαν.
Όλα αυτά γίνονταν κατά σειρά με ορισμένη τάξη, όπως όριζε ο συμποσίαρχος ή εκείνος που είχε προτείνει το θέμα που θα συζητούσαν (ο πατήρ του λόγου).
Πολλές φορές το θέμα που θα συζητούσαν δεν ήταν το ίδιο για όλους. Ο προηγούμενος όριζε μετά την εκτέλεση της εντολής του, το θέμα της ομιλίας του επομένου. Έτσι, εξασφάλιζαν, ότι και οι επόμενοι θα επρόσεχαν τις ομιλίες και δεν θα ήταν απασχολημένοι με την ετοιμασία της δικής τους ομιλίας, η οποία έπρεπε να είναι αληθινά αυτοσχέδια.
Ο Πλάτων, στους Νόμους, τονίζει ότι το συμπόσιο, όταν διεξάγεται σωστά, είναι μεγάλο σχολείο, γιατί διδάσκει τον άνθρωπο το μεγάλο καθήκον του άριστου πολίτη: Να άρχει και να άρχεται με δικαιοσύνη. Τον διδάσκει την ελευθερία, χωρίς εξαναγκασμό, υποταγή στους νόμους, τον διδάσκει το θάρρος.
Το παράδειγμα του Πλάτωνος, ο οποίος και στην πράξη της Ακαδημίας εισήγαγε τα κοινά συμπόσια, τα πλήρη ευτραπέλου νηφαλιότητας, ακολούθησαν και οι κατόπιν φιλόσοφοι. Αλλά ο θεσμός των συμποσίων δεν ήταν δυνατό να διατηρηθεί. Εχάθηκε, όπως εχάθηκε και η κοινωνία η λεπτή και λιτή, εντός της οποίας αναπτύχθηκε ο θεσμός αυτός και άνθησε...
Permalink
Comments
POST A COMMENT
Comments are moderated, and will not appear until the author has approved them.
Comment below or sign in with Typepad Facebook TwitterGoogle+and more...
(URLs automatically linked.)
Your Information
(Name and email address are required. Email address will not be displayed with the comment.)
- See more at: http://www.egriechen.info/2014/05/etsi-diaskedazan-oi-arxaioi-ellines.html#sthash.fuvNG6El.OJkFfYoH.dpuf
Οι αρχαίοι Έλληνες δεν θεωρούνται μόνο οι εφευρέτες του κρασιού, αλλά και της ταβέρνας και γενικά των κέντρων διασκέδασης. Στην αρχαία Αθήνα, τα καπηλειά ήταν τόσο πολλά, ώστε ο Περικλής με ένα διάταγμά του, θέλησε να τα καταργήσει μια για πάντα. Έπεσαν, όμως, στη μέση οι δημογέροντες και δεν τον άφησαν να πραγματοποιήσει την απόφασή του.
"Αν το κάνεις αυτό", του είπαν, "θα στερήσεις τον λαό από μια ευχαρίστηση και το κράτος (πόλη) από ένα έσοδο. Ίσως, μάλιστα, το σπουδαιότερο έσοδό του".
Την εποχή εκείνη το κρασί της Αττικής ήταν φημισμένο. Οι ξένοι που επισκέπτονταν την Αθήνα, το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να σπεύσουν στα καπηλειά, για να κατεβάσουν μερικές κούπες κρασί. Τα καπηλειά αυτά, ιδιαίτερα του Πειραιά, που ήταν διεθνές λιμάνι, ήταν καθαρά καταστήματα, με ζωγραφικές παραστάσεις στους τοίχους από τις γιορτές του Διονύσου και του Πανός.
Όπως ξέρουμε και οι δύο ήταν θεοί του κρασιού και της ευθυμίας. Εκτός, όμως, από τις παραστάσεις αυτές, υπήρχαν στους τοίχους γραμμένα και διάφορα δίστιχα, όπως αυτά που βρέθηκαν πάνω σε κάτι πλάκες, πριν από πενήντα χρόνια στις ανασκαφές του Κεραμικού. Τα παραθέτουμε σε μετάφραση:
Άμα θέλεις να γλεντήσεις, / πιες κρασί στου Πολυδάμα,
να ξεχάσεις πόνους, λύπες, / και τον εαυτό σου αντάμα.
Το κρασί του Αλκαμένη / το ευλόγησαν οι θεοί.
Πίνοντάς το μεταφέρεσαι / στου Ολύμπου την κορφή.
Χθες, με δυο κύπελλα κρασί, / του Φάνητος μεθούσα
αν έπινα άλλο, τη ζωή / θε ν’ αποχαιρετούσα.
Ο τύραννος των Αθηνών Πεισίστρατος, για να δώσει λίγη διασκέδαση στους Αθηναίους, που τους ανάγκαζε να δουλεύουν σκληρά, έβαλε σ’ όλα τα καπηλειά μικρές εταίρες για να προσφέρουν κρασί στους κουρασμένους και να τους ξεκουράζουν. Ανάμεσα στ’ άλλα καθήκοντά τους τραγουδούσαν και χόρευαν, ανάλογα με τις απαιτήσεις των θαμώνων. Είναι κρίμα που χάθηκε ολότελα η μουσική των αρχαίων αυτών τραγουδιών. Γιατί θα ακούγαμε σίγουρα κάτι παρόμοιο με τα λαϊκά μας τραγούδια.
Ο Θησέας, γυρίζοντας από την Κρήτη νικητής, κατέβηκε στη Δήλο, την καθάρισε από τα αγριοκάτσικα που είχαν πλημμυρίσει το νησί και έστησε με τα κέρατά τους τον περίφημο κεράτινο βωμό. Ύστερα χόρεψε γυμνός τον χορό γέρανο, γεμάτο τσακίσματα, για να παραστήσει τους αγώνες του στο Λαβύρινθο του Μινώταυρου. Από τότε, ο χορός αυτός επικράτησε παντού. Έγινε, δηλαδή, της μόδας και τον χόρευαν στα πανηγύρια και στα καπηλειά, όταν έρχονταν στο κέφι.
Στην Κόρινθο τα καπηλειά αφθονούσαν σε βαθμό αφάνταστο, επειδή όλο το εμπόριο Ανατολής και Δύσης, μαζευόταν στο λιμάνι της. Είχε τετρακόσιες χιλιάδες κατοίκους και άλλους τόσους δούλους. Όσο για τους ξένους, αυτοί ήταν αμέτρητοι. Πολλά από τα καπηλειά αυτά είχαν σκοπό καθαρά τουριστικό: Υπήρχαν π.χ. μαγαζιά στη μέση των μεγάλων δρόμων, για άνεση και ξεκούραση των ταξιδιωτών.
Οι αρχαίοι Έλληνες, των οποίων τα κτήματα συνόρευαν με τους δρόμους αυτούς, συνήθιζαν να ανοίγουν τέτοιου είδους καταστήματα, για να πουλούν στους περαστικούς το κρασί τους.
Στην Κόρινθο, όπως και στην Αθήνα, τα καπηλειά-ταβέρνες χωρίζονταν σε λαϊκές και αριστοκρατικές. Στις πρώτες, σύχναζαν συνήθως οι ναυτικοί, οι μεροκαματιάρηδες και οι δούλοι. Στις δεύτερες, όλη η αφρόκρεμα της πόλης. Ανάμεσα στους αριστοκράτες, που πήγαιναν να περάσουν την ώρα τους εκεί, έβλεπε κανείς στρατηγούς και άλλους αξιωματούχους.
Στην αρχαία Ελλάδα έχουμε και τα συμπόσια που είχαν αναπτυχθεί σε οργανωμένο κοινωνικό θεσμό με κανονισμούς και εθιμοτυπία καθορισμένη. Ήταν η κατ’ εξοχήν μορφή κοινωνικής συγκέντρωσης. Ήταν τα κέντρα ανταλλαγής ιδεών και πνευματικών ζυμώσεων. Και αυτό ήταν απαραίτητο, αφού δεν υπήρχαν σχολεία ανώτερα, ούτε βιβλιοθήκες, ούτε άλλα μέσα, μέσα πρόχειρης δημοσιότητας, η δε κυκλοφορία και διάδοση των λογοτεχνικών και επιστημονικών έργων γινόταν προφορικώς κυρίως.
Από την εποχή του Ομήρου ο θεσμός αυτός ήταν αναπτυγμένος.
Στην Ιλιάδα ο Νέστορας λέει ότι ένα καλό συμπόσιο δημιουργεί την καταλληλότερη ατμόσφαιρα εγκαρδιότητας για συζήτηση σοβαρών υποθέσεων. Γνωστά είναι επίσης από την Οδύσσεια τα μεγαλοπρεπή συμπόσια στα ανάκτορα του Αλκίνοου και του Οδυσσέα, τα οποία συνοδεύονταν από τη μουσική διάσημων αοιδών.
Αυτόν τον χαρακτήρα άνετης πνευματικότητας και αδέσμευτης κοινωνικότητας είχαν τα συμπόσια στην Ιωνία και στην Αθήνα. Στις καθαρώς δωρικές πόλεις, σε όσες δεν είχε διαδοθεί μέσω της ναυτιλίας και του εμπορίου, ο ιωνικός τρόπος ζωής (όπως συνέβη στην Κόρινθο και στα Μέγαρα) όπου οι άνθρωποι δεν είχαν ευφράδεια λόγου, δεν είχαν ευχέρεια στη συζήτηση, αναπτύχθηκαν τα συσσίτια με τη μορφή μάλλον στρατιωτικής συνεστίασης πειθαρχημένης και λιτής.
Στα συμπόσια αυτά γίνονταν, κυρίως, φιλοσοφικές συζητήσεις. Άρχιζε συνήθως ενωρίς το βράδυ και κρατούσε μέχρι το πρωί. Περιλάμβανε δύο αυτοτελή μέρη, το δείπνον ή σύνδειπνον και τον πότον. Το δείπνον ήταν δευτερεύον, διαρκούσε λίγο και γινότανε χωρίς πολλές συνομιλίες και άλλες πνευματικές απολαύσεις.
Αμέσως μετά το φαγητό απομακρύνονταν τα τραπεζάκια, οι δούλοι πρόσφεραν στους συνδαιτημόνες νερό, για να νίψουν τα χέρια τους και άρχιζε το δεύτερο μέρος του συμποσίου που ήταν και το κυριότερο, ο πότος.
Οι συμπότες έπιναν ολίγον άκρατον οίνον (χωρίς νερό) προς τιμήν του «αγαθού δαίμονος». Κατόπιν εμοιράζονταν σε όλους στεφάνια και ο στεφανούμενος ήταν έτσι υπό την προστασία του θεού.
Εγίνονταν οι σπονδές σε διάφορους θεούς (Δία Ολύμπιο, θεούς Ολύμπιους, Δία Σωτήρα κ.λπ.), έκαιαν λιβάνι και όλοι μαζί εν χορώ με συνοδεία συνήθως αυλών έψαλλαν έναν ύμνο στον θεό. Έτσι, ήταν πλέον έτοιμοι να αρχίσουν την οινοποσία.
Έπιναν πάντοτε κρασί νερωμένο (κεκραμένον οίνον), για να μη μεθάνε... Εγινότανε εκλογή συμποσιάρχου, ο οποίος ήταν, τρόπον τινά, ο τελετάρχης του συμποσίου. Κατόπιν οριζόταν το θέμα που θα συζητούσαν.
Όλα αυτά γίνονταν κατά σειρά με ορισμένη τάξη, όπως όριζε ο συμποσίαρχος ή εκείνος που είχε προτείνει το θέμα που θα συζητούσαν (ο πατήρ του λόγου).
Πολλές φορές το θέμα που θα συζητούσαν δεν ήταν το ίδιο για όλους. Ο προηγούμενος όριζε μετά την εκτέλεση της εντολής του, το θέμα της ομιλίας του επομένου. Έτσι, εξασφάλιζαν, ότι και οι επόμενοι θα επρόσεχαν τις ομιλίες και δεν θα ήταν απασχολημένοι με την ετοιμασία της δικής τους ομιλίας, η οποία έπρεπε να είναι αληθινά αυτοσχέδια.
Ο Πλάτων, στους Νόμους, τονίζει ότι το συμπόσιο, όταν διεξάγεται σωστά, είναι μεγάλο σχολείο, γιατί διδάσκει τον άνθρωπο το μεγάλο καθήκον του άριστου πολίτη: Να άρχει και να άρχεται με δικαιοσύνη. Τον διδάσκει την ελευθερία, χωρίς εξαναγκασμό, υποταγή στους νόμους, τον διδάσκει το θάρρος.
Το παράδειγμα του Πλάτωνος, ο οποίος και στην πράξη της Ακαδημίας εισήγαγε τα κοινά συμπόσια, τα πλήρη ευτραπέλου νηφαλιότητας, ακολούθησαν και οι κατόπιν φιλόσοφοι. Αλλά ο θεσμός των συμποσίων δεν ήταν δυνατό να διατηρηθεί. Εχάθηκε, όπως εχάθηκε και η κοινωνία η λεπτή και λιτή, εντός της οποίας αναπτύχθηκε ο θεσμός αυτός και άνθησε...
egriechen.info
korinthiakoi-orizontes
Οι αρχαίοι Έλληνες δεν θεωρούνται μόνο οι εφευρέτες του κρασιού, αλλά και της ταβέρνας και γενικά των κέντρων διασκέδασης. Στην αρχαία Αθήνα, τα καπηλειά ήταν τόσο πολλά, ώστε ο Περικλής με ένα διάταγμά του, θέλησε να τα καταργήσει μια για πάντα. Έπεσαν, όμως, στη μέση οι δημογέροντες και δεν τον άφησαν να πραγματοποιήσει την απόφασή του.
"Αν το κάνεις αυτό", του είπαν, "θα στερήσεις τον λαό από μια ευχαρίστηση και το κράτος (πόλη) από ένα έσοδο. Ίσως, μάλιστα, το σπουδαιότερο έσοδό του".
Την εποχή εκείνη το κρασί της Αττικής ήταν φημισμένο. Οι ξένοι που επισκέπτονταν την Αθήνα, το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να σπεύσουν στα καπηλειά, για να κατεβάσουν μερικές κούπες κρασί. Τα καπηλειά αυτά, ιδιαίτερα του Πειραιά, που ήταν διεθνές λιμάνι, ήταν καθαρά καταστήματα, με ζωγραφικές παραστάσεις στους τοίχους από τις γιορτές του Διονύσου και του Πανός.
Όπως ξέρουμε και οι δύο ήταν θεοί του κρασιού και της ευθυμίας. Εκτός, όμως, από τις παραστάσεις αυτές, υπήρχαν στους τοίχους γραμμένα και διάφορα δίστιχα, όπως αυτά που βρέθηκαν πάνω σε κάτι πλάκες, πριν από πενήντα χρόνια στις ανασκαφές του Κεραμικού. Τα παραθέτουμε σε μετάφραση:
Άμα θέλεις να γλεντήσεις, / πιες κρασί στου Πολυδάμα,
να ξεχάσεις πόνους, λύπες, / και τον εαυτό σου αντάμα.
Το κρασί του Αλκαμένη / το ευλόγησαν οι θεοί.
Πίνοντάς το μεταφέρεσαι / στου Ολύμπου την κορφή.
Χθες, με δυο κύπελλα κρασί, / του Φάνητος μεθούσα
αν έπινα άλλο, τη ζωή / θε ν’ αποχαιρετούσα.
Ο τύραννος των Αθηνών Πεισίστρατος, για να δώσει λίγη διασκέδαση στους Αθηναίους, που τους ανάγκαζε να δουλεύουν σκληρά, έβαλε σ’ όλα τα καπηλειά μικρές εταίρες για να προσφέρουν κρασί στους κουρασμένους και να τους ξεκουράζουν. Ανάμεσα στ’ άλλα καθήκοντά τους τραγουδούσαν και χόρευαν, ανάλογα με τις απαιτήσεις των θαμώνων. Είναι κρίμα που χάθηκε ολότελα η μουσική των αρχαίων αυτών τραγουδιών. Γιατί θα ακούγαμε σίγουρα κάτι παρόμοιο με τα λαϊκά μας τραγούδια.
Ο Θησέας, γυρίζοντας από την Κρήτη νικητής, κατέβηκε στη Δήλο, την καθάρισε από τα αγριοκάτσικα που είχαν πλημμυρίσει το νησί και έστησε με τα κέρατά τους τον περίφημο κεράτινο βωμό. Ύστερα χόρεψε γυμνός τον χορό γέρανο, γεμάτο τσακίσματα, για να παραστήσει τους αγώνες του στο Λαβύρινθο του Μινώταυρου. Από τότε, ο χορός αυτός επικράτησε παντού. Έγινε, δηλαδή, της μόδας και τον χόρευαν στα πανηγύρια και στα καπηλειά, όταν έρχονταν στο κέφι.
Στην Κόρινθο τα καπηλειά αφθονούσαν σε βαθμό αφάνταστο, επειδή όλο το εμπόριο Ανατολής και Δύσης, μαζευόταν στο λιμάνι της. Είχε τετρακόσιες χιλιάδες κατοίκους και άλλους τόσους δούλους. Όσο για τους ξένους, αυτοί ήταν αμέτρητοι. Πολλά από τα καπηλειά αυτά είχαν σκοπό καθαρά τουριστικό: Υπήρχαν π.χ. μαγαζιά στη μέση των μεγάλων δρόμων, για άνεση και ξεκούραση των ταξιδιωτών.
Οι αρχαίοι Έλληνες, των οποίων τα κτήματα συνόρευαν με τους δρόμους αυτούς, συνήθιζαν να ανοίγουν τέτοιου είδους καταστήματα, για να πουλούν στους περαστικούς το κρασί τους.
Στην Κόρινθο, όπως και στην Αθήνα, τα καπηλειά-ταβέρνες χωρίζονταν σε λαϊκές και αριστοκρατικές. Στις πρώτες, σύχναζαν συνήθως οι ναυτικοί, οι μεροκαματιάρηδες και οι δούλοι. Στις δεύτερες, όλη η αφρόκρεμα της πόλης. Ανάμεσα στους αριστοκράτες, που πήγαιναν να περάσουν την ώρα τους εκεί, έβλεπε κανείς στρατηγούς και άλλους αξιωματούχους.
Στην αρχαία Ελλάδα έχουμε και τα συμπόσια που είχαν αναπτυχθεί σε οργανωμένο κοινωνικό θεσμό με κανονισμούς και εθιμοτυπία καθορισμένη. Ήταν η κατ’ εξοχήν μορφή κοινωνικής συγκέντρωσης. Ήταν τα κέντρα ανταλλαγής ιδεών και πνευματικών ζυμώσεων. Και αυτό ήταν απαραίτητο, αφού δεν υπήρχαν σχολεία ανώτερα, ούτε βιβλιοθήκες, ούτε άλλα μέσα, μέσα πρόχειρης δημοσιότητας, η δε κυκλοφορία και διάδοση των λογοτεχνικών και επιστημονικών έργων γινόταν προφορικώς κυρίως.
Από την εποχή του Ομήρου ο θεσμός αυτός ήταν αναπτυγμένος.
Στην Ιλιάδα ο Νέστορας λέει ότι ένα καλό συμπόσιο δημιουργεί την καταλληλότερη ατμόσφαιρα εγκαρδιότητας για συζήτηση σοβαρών υποθέσεων. Γνωστά είναι επίσης από την Οδύσσεια τα μεγαλοπρεπή συμπόσια στα ανάκτορα του Αλκίνοου και του Οδυσσέα, τα οποία συνοδεύονταν από τη μουσική διάσημων αοιδών.
Αυτόν τον χαρακτήρα άνετης πνευματικότητας και αδέσμευτης κοινωνικότητας είχαν τα συμπόσια στην Ιωνία και στην Αθήνα. Στις καθαρώς δωρικές πόλεις, σε όσες δεν είχε διαδοθεί μέσω της ναυτιλίας και του εμπορίου, ο ιωνικός τρόπος ζωής (όπως συνέβη στην Κόρινθο και στα Μέγαρα) όπου οι άνθρωποι δεν είχαν ευφράδεια λόγου, δεν είχαν ευχέρεια στη συζήτηση, αναπτύχθηκαν τα συσσίτια με τη μορφή μάλλον στρατιωτικής συνεστίασης πειθαρχημένης και λιτής.
Στα συμπόσια αυτά γίνονταν, κυρίως, φιλοσοφικές συζητήσεις. Άρχιζε συνήθως ενωρίς το βράδυ και κρατούσε μέχρι το πρωί. Περιλάμβανε δύο αυτοτελή μέρη, το δείπνον ή σύνδειπνον και τον πότον. Το δείπνον ήταν δευτερεύον, διαρκούσε λίγο και γινότανε χωρίς πολλές συνομιλίες και άλλες πνευματικές απολαύσεις.
Αμέσως μετά το φαγητό απομακρύνονταν τα τραπεζάκια, οι δούλοι πρόσφεραν στους συνδαιτημόνες νερό, για να νίψουν τα χέρια τους και άρχιζε το δεύτερο μέρος του συμποσίου που ήταν και το κυριότερο, ο πότος.
Οι συμπότες έπιναν ολίγον άκρατον οίνον (χωρίς νερό) προς τιμήν του «αγαθού δαίμονος». Κατόπιν εμοιράζονταν σε όλους στεφάνια και ο στεφανούμενος ήταν έτσι υπό την προστασία του θεού.
Εγίνονταν οι σπονδές σε διάφορους θεούς (Δία Ολύμπιο, θεούς Ολύμπιους, Δία Σωτήρα κ.λπ.), έκαιαν λιβάνι και όλοι μαζί εν χορώ με συνοδεία συνήθως αυλών έψαλλαν έναν ύμνο στον θεό. Έτσι, ήταν πλέον έτοιμοι να αρχίσουν την οινοποσία.
Έπιναν πάντοτε κρασί νερωμένο (κεκραμένον οίνον), για να μη μεθάνε... Εγινότανε εκλογή συμποσιάρχου, ο οποίος ήταν, τρόπον τινά, ο τελετάρχης του συμποσίου. Κατόπιν οριζόταν το θέμα που θα συζητούσαν.
Όλα αυτά γίνονταν κατά σειρά με ορισμένη τάξη, όπως όριζε ο συμποσίαρχος ή εκείνος που είχε προτείνει το θέμα που θα συζητούσαν (ο πατήρ του λόγου).
Πολλές φορές το θέμα που θα συζητούσαν δεν ήταν το ίδιο για όλους. Ο προηγούμενος όριζε μετά την εκτέλεση της εντολής του, το θέμα της ομιλίας του επομένου. Έτσι, εξασφάλιζαν, ότι και οι επόμενοι θα επρόσεχαν τις ομιλίες και δεν θα ήταν απασχολημένοι με την ετοιμασία της δικής τους ομιλίας, η οποία έπρεπε να είναι αληθινά αυτοσχέδια.
Ο Πλάτων, στους Νόμους, τονίζει ότι το συμπόσιο, όταν διεξάγεται σωστά, είναι μεγάλο σχολείο, γιατί διδάσκει τον άνθρωπο το μεγάλο καθήκον του άριστου πολίτη: Να άρχει και να άρχεται με δικαιοσύνη. Τον διδάσκει την ελευθερία, χωρίς εξαναγκασμό, υποταγή στους νόμους, τον διδάσκει το θάρρος.
Το παράδειγμα του Πλάτωνος, ο οποίος και στην πράξη της Ακαδημίας εισήγαγε τα κοινά συμπόσια, τα πλήρη ευτραπέλου νηφαλιότητας, ακολούθησαν και οι κατόπιν φιλόσοφοι. Αλλά ο θεσμός των συμποσίων δεν ήταν δυνατό να διατηρηθεί. Εχάθηκε, όπως εχάθηκε και η κοινωνία η λεπτή και λιτή, εντός της οποίας αναπτύχθηκε ο θεσμός αυτός και άνθησε...
Permalink
Comments
POST A COMMENT
Comments are moderated, and will not appear until the author has approved them.
Comment below or sign in with Typepad Facebook TwitterGoogle+and more...
(URLs automatically linked.)
Your Information
(Name and email address are required. Email address will not be displayed with the comment.)
- See more at: http://www.egriechen.info/2014/05/etsi-diaskedazan-oi-arxaioi-ellines.html#sthash.fuvNG6El.OJkFfYoH.dpuf
Οι αρχαίοι Έλληνες δεν θεωρούνται μόνο οι εφευρέτες του κρασιού, αλλά και της ταβέρνας και γενικά των κέντρων διασκέδασης. Στην αρχαία Αθήνα, τα καπηλειά ήταν τόσο πολλά, ώστε ο Περικλής με ένα διάταγμά του, θέλησε να τα καταργήσει μια για πάντα. Έπεσαν, όμως, στη μέση οι δημογέροντες και δεν τον άφησαν να πραγματοποιήσει την απόφασή του.
"Αν το κάνεις αυτό", του είπαν, "θα στερήσεις τον λαό από μια ευχαρίστηση και το κράτος (πόλη) από ένα έσοδο. Ίσως, μάλιστα, το σπουδαιότερο έσοδό του".
Την εποχή εκείνη το κρασί της Αττικής ήταν φημισμένο. Οι ξένοι που επισκέπτονταν την Αθήνα, το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να σπεύσουν στα καπηλειά, για να κατεβάσουν μερικές κούπες κρασί. Τα καπηλειά αυτά, ιδιαίτερα του Πειραιά, που ήταν διεθνές λιμάνι, ήταν καθαρά καταστήματα, με ζωγραφικές παραστάσεις στους τοίχους από τις γιορτές του Διονύσου και του Πανός.
Όπως ξέρουμε και οι δύο ήταν θεοί του κρασιού και της ευθυμίας. Εκτός, όμως, από τις παραστάσεις αυτές, υπήρχαν στους τοίχους γραμμένα και διάφορα δίστιχα, όπως αυτά που βρέθηκαν πάνω σε κάτι πλάκες, πριν από πενήντα χρόνια στις ανασκαφές του Κεραμικού. Τα παραθέτουμε σε μετάφραση:
Άμα θέλεις να γλεντήσεις, / πιες κρασί στου Πολυδάμα,
να ξεχάσεις πόνους, λύπες, / και τον εαυτό σου αντάμα.
Το κρασί του Αλκαμένη / το ευλόγησαν οι θεοί.
Πίνοντάς το μεταφέρεσαι / στου Ολύμπου την κορφή.
Χθες, με δυο κύπελλα κρασί, / του Φάνητος μεθούσα
αν έπινα άλλο, τη ζωή / θε ν’ αποχαιρετούσα.
Ο τύραννος των Αθηνών Πεισίστρατος, για να δώσει λίγη διασκέδαση στους Αθηναίους, που τους ανάγκαζε να δουλεύουν σκληρά, έβαλε σ’ όλα τα καπηλειά μικρές εταίρες για να προσφέρουν κρασί στους κουρασμένους και να τους ξεκουράζουν. Ανάμεσα στ’ άλλα καθήκοντά τους τραγουδούσαν και χόρευαν, ανάλογα με τις απαιτήσεις των θαμώνων. Είναι κρίμα που χάθηκε ολότελα η μουσική των αρχαίων αυτών τραγουδιών. Γιατί θα ακούγαμε σίγουρα κάτι παρόμοιο με τα λαϊκά μας τραγούδια.
Ο Θησέας, γυρίζοντας από την Κρήτη νικητής, κατέβηκε στη Δήλο, την καθάρισε από τα αγριοκάτσικα που είχαν πλημμυρίσει το νησί και έστησε με τα κέρατά τους τον περίφημο κεράτινο βωμό. Ύστερα χόρεψε γυμνός τον χορό γέρανο, γεμάτο τσακίσματα, για να παραστήσει τους αγώνες του στο Λαβύρινθο του Μινώταυρου. Από τότε, ο χορός αυτός επικράτησε παντού. Έγινε, δηλαδή, της μόδας και τον χόρευαν στα πανηγύρια και στα καπηλειά, όταν έρχονταν στο κέφι.
Στην Κόρινθο τα καπηλειά αφθονούσαν σε βαθμό αφάνταστο, επειδή όλο το εμπόριο Ανατολής και Δύσης, μαζευόταν στο λιμάνι της. Είχε τετρακόσιες χιλιάδες κατοίκους και άλλους τόσους δούλους. Όσο για τους ξένους, αυτοί ήταν αμέτρητοι. Πολλά από τα καπηλειά αυτά είχαν σκοπό καθαρά τουριστικό: Υπήρχαν π.χ. μαγαζιά στη μέση των μεγάλων δρόμων, για άνεση και ξεκούραση των ταξιδιωτών.
Οι αρχαίοι Έλληνες, των οποίων τα κτήματα συνόρευαν με τους δρόμους αυτούς, συνήθιζαν να ανοίγουν τέτοιου είδους καταστήματα, για να πουλούν στους περαστικούς το κρασί τους.
Στην Κόρινθο, όπως και στην Αθήνα, τα καπηλειά-ταβέρνες χωρίζονταν σε λαϊκές και αριστοκρατικές. Στις πρώτες, σύχναζαν συνήθως οι ναυτικοί, οι μεροκαματιάρηδες και οι δούλοι. Στις δεύτερες, όλη η αφρόκρεμα της πόλης. Ανάμεσα στους αριστοκράτες, που πήγαιναν να περάσουν την ώρα τους εκεί, έβλεπε κανείς στρατηγούς και άλλους αξιωματούχους.
Στην αρχαία Ελλάδα έχουμε και τα συμπόσια που είχαν αναπτυχθεί σε οργανωμένο κοινωνικό θεσμό με κανονισμούς και εθιμοτυπία καθορισμένη. Ήταν η κατ’ εξοχήν μορφή κοινωνικής συγκέντρωσης. Ήταν τα κέντρα ανταλλαγής ιδεών και πνευματικών ζυμώσεων. Και αυτό ήταν απαραίτητο, αφού δεν υπήρχαν σχολεία ανώτερα, ούτε βιβλιοθήκες, ούτε άλλα μέσα, μέσα πρόχειρης δημοσιότητας, η δε κυκλοφορία και διάδοση των λογοτεχνικών και επιστημονικών έργων γινόταν προφορικώς κυρίως.
Από την εποχή του Ομήρου ο θεσμός αυτός ήταν αναπτυγμένος.
Στην Ιλιάδα ο Νέστορας λέει ότι ένα καλό συμπόσιο δημιουργεί την καταλληλότερη ατμόσφαιρα εγκαρδιότητας για συζήτηση σοβαρών υποθέσεων. Γνωστά είναι επίσης από την Οδύσσεια τα μεγαλοπρεπή συμπόσια στα ανάκτορα του Αλκίνοου και του Οδυσσέα, τα οποία συνοδεύονταν από τη μουσική διάσημων αοιδών.
Αυτόν τον χαρακτήρα άνετης πνευματικότητας και αδέσμευτης κοινωνικότητας είχαν τα συμπόσια στην Ιωνία και στην Αθήνα. Στις καθαρώς δωρικές πόλεις, σε όσες δεν είχε διαδοθεί μέσω της ναυτιλίας και του εμπορίου, ο ιωνικός τρόπος ζωής (όπως συνέβη στην Κόρινθο και στα Μέγαρα) όπου οι άνθρωποι δεν είχαν ευφράδεια λόγου, δεν είχαν ευχέρεια στη συζήτηση, αναπτύχθηκαν τα συσσίτια με τη μορφή μάλλον στρατιωτικής συνεστίασης πειθαρχημένης και λιτής.
Στα συμπόσια αυτά γίνονταν, κυρίως, φιλοσοφικές συζητήσεις. Άρχιζε συνήθως ενωρίς το βράδυ και κρατούσε μέχρι το πρωί. Περιλάμβανε δύο αυτοτελή μέρη, το δείπνον ή σύνδειπνον και τον πότον. Το δείπνον ήταν δευτερεύον, διαρκούσε λίγο και γινότανε χωρίς πολλές συνομιλίες και άλλες πνευματικές απολαύσεις.
Αμέσως μετά το φαγητό απομακρύνονταν τα τραπεζάκια, οι δούλοι πρόσφεραν στους συνδαιτημόνες νερό, για να νίψουν τα χέρια τους και άρχιζε το δεύτερο μέρος του συμποσίου που ήταν και το κυριότερο, ο πότος.
Οι συμπότες έπιναν ολίγον άκρατον οίνον (χωρίς νερό) προς τιμήν του «αγαθού δαίμονος». Κατόπιν εμοιράζονταν σε όλους στεφάνια και ο στεφανούμενος ήταν έτσι υπό την προστασία του θεού.
Εγίνονταν οι σπονδές σε διάφορους θεούς (Δία Ολύμπιο, θεούς Ολύμπιους, Δία Σωτήρα κ.λπ.), έκαιαν λιβάνι και όλοι μαζί εν χορώ με συνοδεία συνήθως αυλών έψαλλαν έναν ύμνο στον θεό. Έτσι, ήταν πλέον έτοιμοι να αρχίσουν την οινοποσία.
Έπιναν πάντοτε κρασί νερωμένο (κεκραμένον οίνον), για να μη μεθάνε... Εγινότανε εκλογή συμποσιάρχου, ο οποίος ήταν, τρόπον τινά, ο τελετάρχης του συμποσίου. Κατόπιν οριζόταν το θέμα που θα συζητούσαν.
Όλα αυτά γίνονταν κατά σειρά με ορισμένη τάξη, όπως όριζε ο συμποσίαρχος ή εκείνος που είχε προτείνει το θέμα που θα συζητούσαν (ο πατήρ του λόγου).
Πολλές φορές το θέμα που θα συζητούσαν δεν ήταν το ίδιο για όλους. Ο προηγούμενος όριζε μετά την εκτέλεση της εντολής του, το θέμα της ομιλίας του επομένου. Έτσι, εξασφάλιζαν, ότι και οι επόμενοι θα επρόσεχαν τις ομιλίες και δεν θα ήταν απασχολημένοι με την ετοιμασία της δικής τους ομιλίας, η οποία έπρεπε να είναι αληθινά αυτοσχέδια.
Ο Πλάτων, στους Νόμους, τονίζει ότι το συμπόσιο, όταν διεξάγεται σωστά, είναι μεγάλο σχολείο, γιατί διδάσκει τον άνθρωπο το μεγάλο καθήκον του άριστου πολίτη: Να άρχει και να άρχεται με δικαιοσύνη. Τον διδάσκει την ελευθερία, χωρίς εξαναγκασμό, υποταγή στους νόμους, τον διδάσκει το θάρρος.
Το παράδειγμα του Πλάτωνος, ο οποίος και στην πράξη της Ακαδημίας εισήγαγε τα κοινά συμπόσια, τα πλήρη ευτραπέλου νηφαλιότητας, ακολούθησαν και οι κατόπιν φιλόσοφοι. Αλλά ο θεσμός των συμποσίων δεν ήταν δυνατό να διατηρηθεί. Εχάθηκε, όπως εχάθηκε και η κοινωνία η λεπτή και λιτή, εντός της οποίας αναπτύχθηκε ο θεσμός αυτός και άνθησε...
egriechen.info
korinthiakoi-orizontes
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΡΟΣΟΧΗ: Οι απόψεις των αναρτήσεων δεν ταυτίζονται υποχρεωτικά με τις δικές μας.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.