Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης γεννήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 1938 στο χωριό Τσάδα, της επαρχίας Πάφου. Μπήκε νωρίς στον αγώνα, από τα μαθητικά του χρόνια κιόλας. Το 1953, σε ηλικία 15 ετών, κατεβάζει και τεμαχίζει την αγγλική σημαία στο Κολέγιο της Πάφου, κατά την ημέρα στέψης της Βασίλισσας Ελισάβετ στο Λονδίνο.
Δύο χρόνια αργότερα, συλλαμβάνεται ως μέλος της νεολαίας της ΕΟΚΑ και οδηγείται στο δικαστήριο, με την κατηγορία της συμμετοχής σε παράνομη οχλαγωγία. Ο Βαγορής, έτσι τον έλεγαν, αρνείται την κατηγορία και η δίκη του αναβάλλεται, για τις 6 Δεκεμβρίου. Στις 4 του μηνός δηλώνει στον πατέρα του, ότι προκειμένου να βρεθεί στην φυλακή, θα πάει στο βουνό να συνεχίσει τον αγώνα. Στην συνέχεια πηγαίνει στο σχολείο του κι αφήνει πάνω στην έδρα, το περίφημο τραγούδι του αποχαιρετισμού, προς τους συμμαθητές και τους καθηγητές του, τονίζοντας τον λόγο της φυγής του:
«Θα πάρω μιαν ανηφοριά
θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια
που παν στην Λευτεριά……»
«Της φυλακής
δεν τα σηκώνω εγώ τα βάρη
γι’ αυτό θα φύγω
για βουνά και ρεματιές.
Να χω τη νύχτα
Συντροφιά μου το φεγγάρι
και την ημέρα
να μιλώ με τις ιτιές».
Κι έτσι, ο Ευαγόρας αποφασίζει να περάσει από τα λημέρια του ανταρτοπολέμου. Ο πατέρας του, του δίνει την ευχή του. Προτού φύγει για τα βουνά, συναντά μια συμμαθήτρια του και της δίνει ένα γράμμα που απευθύνεται στους συμμαθητές του. Σ’ αυτό, ο ποιητής γίνεται προφήτης του ηρωικού τέλους που τον περίμενε: «Αυτή την ώρα κάποιος λείπει ανάμεσα σας. Κάποιος που φεύγει αναζητώντας λίγο λεύτερο αέρα. Κάποιος που μπορεί να μην τον ξαναδείτε παρά μόνο νεκρό. Μην κλάψετε στον τάφο του. Δεν κάνει να τον κλαίτε…».
Στις 18 Δεκεμβρίου 1956 συλλαμβάνεται εκ νέου και κατηγορείται για κατοχή και διακίνηση παράνομου οπλισμού. Η δίκη του ορίζεται για τον Μάρτιο του 1957. Στη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας δεν αφήνει περιθώρια στους δικηγόρους του για να τον υπερασπιστούν. Παραδέχεται την ενοχή του, με αξιοθαύμαστο τρόπο: «Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Ό,τι έκαμα το έκαμα ως Έλλην Κύπριος όστις ζητεί την Ελευθερίαν του. Τίποτα άλλο».
Την επομένη της καταδίκης του Παλληκαρίδη σε θάνατο, ο κόσμος ξεσηκώνεται για να σώσει τον νεαρό μαθητή. Οι εκκλήσεις για την απονομή χάριτος από την Ελλάδα, την Αγγλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες απορρίπτονται από τον άγγλο κυβερνήτη Τζον Χάρντινγκ και την αγγλική διπλωματία.
Ο Βαγορής, όπως ήταν το χαϊδευτικό του, δεν πτοείται. Στο τελευταίο γράμμα του δηλώνει: «Θ' ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να 'ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλι δεν πειράζει. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το καθετί. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα, τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί.»
Τα μεσάνυχτα της 13ης Μαρτίου 1957 οδηγείται στην αγχόνη. Τραγουδά τον Εθνικό Ύμνο. Δύο λεπτά αργότερα (14 Μαρτίου) η καταπακτή ανοίγει και ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης περνά στην αιωνιότητα.
redskywarning
Δύο χρόνια αργότερα, συλλαμβάνεται ως μέλος της νεολαίας της ΕΟΚΑ και οδηγείται στο δικαστήριο, με την κατηγορία της συμμετοχής σε παράνομη οχλαγωγία. Ο Βαγορής, έτσι τον έλεγαν, αρνείται την κατηγορία και η δίκη του αναβάλλεται, για τις 6 Δεκεμβρίου. Στις 4 του μηνός δηλώνει στον πατέρα του, ότι προκειμένου να βρεθεί στην φυλακή, θα πάει στο βουνό να συνεχίσει τον αγώνα. Στην συνέχεια πηγαίνει στο σχολείο του κι αφήνει πάνω στην έδρα, το περίφημο τραγούδι του αποχαιρετισμού, προς τους συμμαθητές και τους καθηγητές του, τονίζοντας τον λόγο της φυγής του:
«Θα πάρω μιαν ανηφοριά
θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια
που παν στην Λευτεριά……»
«Της φυλακής
δεν τα σηκώνω εγώ τα βάρη
γι’ αυτό θα φύγω
για βουνά και ρεματιές.
Να χω τη νύχτα
Συντροφιά μου το φεγγάρι
και την ημέρα
να μιλώ με τις ιτιές».
Κι έτσι, ο Ευαγόρας αποφασίζει να περάσει από τα λημέρια του ανταρτοπολέμου. Ο πατέρας του, του δίνει την ευχή του. Προτού φύγει για τα βουνά, συναντά μια συμμαθήτρια του και της δίνει ένα γράμμα που απευθύνεται στους συμμαθητές του. Σ’ αυτό, ο ποιητής γίνεται προφήτης του ηρωικού τέλους που τον περίμενε: «Αυτή την ώρα κάποιος λείπει ανάμεσα σας. Κάποιος που φεύγει αναζητώντας λίγο λεύτερο αέρα. Κάποιος που μπορεί να μην τον ξαναδείτε παρά μόνο νεκρό. Μην κλάψετε στον τάφο του. Δεν κάνει να τον κλαίτε…».
Στις 18 Δεκεμβρίου 1956 συλλαμβάνεται εκ νέου και κατηγορείται για κατοχή και διακίνηση παράνομου οπλισμού. Η δίκη του ορίζεται για τον Μάρτιο του 1957. Στη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας δεν αφήνει περιθώρια στους δικηγόρους του για να τον υπερασπιστούν. Παραδέχεται την ενοχή του, με αξιοθαύμαστο τρόπο: «Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Ό,τι έκαμα το έκαμα ως Έλλην Κύπριος όστις ζητεί την Ελευθερίαν του. Τίποτα άλλο».
Την επομένη της καταδίκης του Παλληκαρίδη σε θάνατο, ο κόσμος ξεσηκώνεται για να σώσει τον νεαρό μαθητή. Οι εκκλήσεις για την απονομή χάριτος από την Ελλάδα, την Αγγλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες απορρίπτονται από τον άγγλο κυβερνήτη Τζον Χάρντινγκ και την αγγλική διπλωματία.
Ο Βαγορής, όπως ήταν το χαϊδευτικό του, δεν πτοείται. Στο τελευταίο γράμμα του δηλώνει: «Θ' ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να 'ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλι δεν πειράζει. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το καθετί. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα, τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί.»
Τα μεσάνυχτα της 13ης Μαρτίου 1957 οδηγείται στην αγχόνη. Τραγουδά τον Εθνικό Ύμνο. Δύο λεπτά αργότερα (14 Μαρτίου) η καταπακτή ανοίγει και ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης περνά στην αιωνιότητα.
redskywarning
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΡΟΣΟΧΗ: Οι απόψεις των αναρτήσεων δεν ταυτίζονται υποχρεωτικά με τις δικές μας.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.