Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2011

Η Ελληνική Οικονομία μετά τον Οκτώβριο του 1940


Με αφορμή την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, αλιεύσαμε από τη σύγχρονη βιβλιογραφία ένα κείμενο από το ιδιαίτερα ενδιαφέρον βιβλίο του Αλέξη Φραγκιάδη με τίτλο «Ελληνική Οικονομία», που αναφέρεται στις οικονομικές επιπτώσεις που είχε η χώρα μετά την ιταλική επίθεση τον Οκτώβριο του 1940.
1940 - 1944: Οι χειρότεροι εφιάλτες του Μεσοπολέμου γίνονται πραγματικότητα
Μετά την ιταλική επίθεση, τον Οκτώβριο του 1940, συνέβησαν όλα εκείνα που οι μεσοπολεμικές κυβερνήσεις είχαν προσπαθήσει περισσότερο να αποτρέψουν. Παρά τη νίκη των Ελλήνων στο αλβανικό μέτωπο, η Ιταλία και η
Βουλγαρία, παλαιοί διεκδικητές των ελληνικών εδαφών, διαμέλισαν τη χώρα, με την υποστήριξη της ναζιστικής Γερμανίας.
Η διακοπή του διεθνούς, αλλά και του εσωτερικού διαπεριφερειακού εμπορίου, η αποδιοργάνωση της παραγωγής και η βίαιη απόσπαση τροφίμων από τα στρατεύματα κατοχής ακύρωσαν εντελώς τα επιτεύγματα της μεσοπολεμικής αγροτικής πολιτικής. Αντί της σιτάρκειας, η σιτοδεία οδήγησε εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες σε θάνατο από λιμό.
Η δικτατορία του Μεταξά είχε εξαρθρώσει πλήρως τις αριστερές οργανώσεις. Όμως, υπό τις ακραίες συνθήκες της Κατοχής, οι αριστερές δυνάμεις ανασυντάχθηκαν και έθεσαν υπό τον έλεγχό τους εκτεταμένα τμήματα της χώρας. Η κοινωνική αμφισβήτηση έλαβε τη μορφή ένοπλης επανάστασης. Η αποκατάσταση του αστικού καθεστώτος δεν επρόκειτο να επιτευχθεί παρά μόνο έπειτα από μια εμφύλια σύρραξη, που κράτησε μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1940.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος επιβεβαίωσε λοιπόν τους φόβους του Μεσοπολέμου με τον πιο τραγικό τρόπο. Η νέα γεωγραφική διάρθρωση της χώρας δεν της επέτρεψε ούτε να παραμείνει ουδέτερη ούτε να συγκεντρώσει οικονομικές και πληθυσμιακές δυνάμεις επαρκείς για την άμυνά της. Η μοναδική ελπίδα που απέμενε ήταν η νίκη των Συμμάχων.
α. Δωρεάν χαρτονομίσματα
Περισσότερα από τα μισά θύματα του πολέμου, 250.000 με 300.000 άνθρωποι, πέθαναν από έλλειψη στοιχειώδους τροφής και περίθαλψης, κυρίως τον χειμώνα του 1941 - 1942 στην Αθήνα και στα νησιά, όπου το πρόβλημα του ανεφοδιασμού ήταν οξύτερο. Στη Μακεδονία δυσκολότερος ήταν ο χειμώνας του 1942 - 1943. Στην Πελοπόννησο και στην Ήπειρο η αποδιοργάνωση της παραγωγής επιδείνωσε τον υποσιτισμό το 1943 - 1944· αιτία, οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της Βέρμαχτ κατά των αντιστασιακών δυνάμεων.
Πηγή του προβλήματος ήταν η ναζιστική στρατηγική, που επεφύλασσε στην Ελλάδα ρόλο προκεχωρημένου κέντρου ανεφοδιασμού. Οι δυνάμεις του Άξονα είχαν συμφωνήσει ότι η Ελλάδα ανήκε στο «ζωτικό χώρο» της Ιταλίας και της Βουλγαρίας, οι οποίες θα μοιράζονταν τα ελληνικά εδάφη μετά την κοινή νίκη στην οποία απέβλεπαν. Κατά συνέπεια, ο Χίτλερ αδιαφορούσε για την ολοκληρωτική καταστροφή ανθρωπίνων και υλικών πόρων που επέφερε η τακτική του.
Από την άλλη πλευρά, ο βρετανικός αποκλεισμός από τη θάλασσα, έως το καλοκαίρι του 1942, δεν επέτρεπε ούτε καν τη διέλευση πλοίων που μετέφεραν τρόφιμα. Πίεζε έτσι και αυτός την τροφοδοσία, όχι μόνο της ναζιστικής οικονομίας αλλά και του συνόλου των εδαφών που κατείχαν οι δυνάμεις του Άξονα, άρα και της Ελλάδας.
Κύριος στόχος των Ναζί ήταν η συγκέντρωση αγαθών για τις ανάγκες του μετώπου στη Βόρεια Αφρική. Πρώτο μέλημά τους ήταν να κατάσχουν τα διαθέσιμα αποθέματα και στη συνέχεια να εγκαταστήσουν μηχανισμούς που θα εξασφάλιζαν τη μέγιστη δυνατή απόσπαση αγαθών σε συνεχή βάση, τόσο στις ζώνες που διατήρησαν υπό την ευθύνη τους όσο και σε εκείνες που τέθηκαν υπό ιταλική και βουλγαρική διοίκηση.
Ο σχεδιασμός του εγχειρήματος είχε απασχολήσει τα υψηλότερα κλιμάκια της ναζιστικής ιεραρχίας και αποτελούσε μέρος της συνολικής στρατηγικής του Χίτλερ για τη διεξαγωγή του πολέμου. Η απόσπαση αγαθών, περισσότερο απ’ ό,τι στις άμεσες κατασχέσεις ειδών, στηριζόταν στα δάνεια από το Ελληνικό Δημόσιο, προκειμένου να αντιμετωπιστούν, δήθεν, οι «δαπάνες κατοχής». Τα δάνεια αυτά συνίσταντο ουσιαστικά στη συνεχή εκτύπωση μεγάλων ποσοτήτων χαρτονομίσματος, το οποίο χρησιμοποιούσε η Βέρμαχτ για να προμηθεύεται τα αγαθά που εμφανίζονταν στην ελληνική αγορά ή για να διατηρεί σε λειτουργία βιομηχανικές μονάδες που παρήγαν για τις ανάγκες της. Μικρό μέρος των αγαθών αυτών προορίζονταν για το στρατό κατοχής· τα περισσότερα στέλνονταν στα πολεμικά μέτωπα και τη Γερμανία.
Όπως ήταν επόμενο, η αύξηση της ποσότητας του χρήματος οδηγούσε σε ολοένα και μεγαλύτερο πληθωρισμό, από τους μεγαλύτερους που έχουν καταγραφεί ποτέ στην ιστορία. Τις πληθωριστικές τάσεις ενίσχυσαν η αποδιοργάνωση της παραγωγής, η μείωση της προσφοράς αγαθών και η αναπόφευκτη ανάπτυξη της μαύρης αγοράς. Το φρέσκο χαρτονόμισμα που εισαγόταν σε κυκλοφορία αύξανε τον πληθωρισμό σε ρυθμό, κατά κανόνα, πολλαπλάσιο του όγκου του, όχι μόνο επειδή η προσφορά αγαθών ήταν ανελαστική αλλά και επειδή η χρήση του οδηγούσε σε άμεση απόσυρση αγαθών από την αγορά, επιδεινώνοντας ακόμη περισσότερο την αναντιστοιχία προσφοράς - ζήτησης.
Διαθέτοντας πρωτοβουλία κινήσεων, η ναζιστική επιμελητεία επωφελείτο από την αρχική καθυστέρηση της διάδοσης κάθε νέου πληθωριστικού κύματος: μπορούσε καθημερινά να προμηθεύεται τα αγαθά που εντόπιζε στην αγορά με φρεσκοτυπωμένα χαρτονομίσματα, προτού το καινούργιο χρήμα προκαλέσει νέα ώθηση του πληθωρισμού και χάσει την αξία του. Ο μηχανισμός αυτός φαίνεται να λειτούργησε αποτελεσματικά στο μεγαλύτερο διάστημα της Κατοχής, καθώς η ποσότητα νέου χαρτονομίσματος που εισερχόταν κάθε φορά στην κυκλοφορία ισοδυναμούσε με ένα αρκετά σταθερό και κατά περιόδους αυξανόμενο όγκο αγαθών, παρά τις περισσότερο ακανόνιστες αυξομειώσεις των τιμών των προϊόντων.
Από την άλλη πλευρά, η δωσιλογική «κυβέρνηση» όριζε ανώτατες τιμές πώλησης για ορισμένα βασικά είδη και είχε θεσπίσει κάποια μέτρα για τη συγκέντρωση τροφίμων από τις αγροτικές περιοχές, προκειμένου να τα διαθέτει στον αστικό πληθυσμό με δελτίο. Οι ποσότητες τροφίμων που συγκεντρώνονταν και διανέμονταν με αυτόν τον τρόπο ήταν όμως εντελώς ανεπαρκείς. Έχει υπολογιστεί ότι το χειμώνα του 1941 - 1942 τα τρόφιμα του δελτίου στην Αθήνα δεν περιείχαν ούτε το ένα τρίτο των ελάχιστων θερμίδων που θα εξασφάλιζαν την επιβίωση του πληθυσμού.
Η ανεπάρκεια του επίσημου συστήματος συγκέντρωσης τροφίμων οφειλόταν τόσο στη δυσκολία να αποσπασθούν τα τρόφιμα από τους παραγωγούς όσο και στην πλήρη διάλυση των συγκοινωνιών, που είχε ως αποτέλεσμα την πολυδιάσπαση του ελληνικού χώρου σε σχεδόν ανεξάρτητες τοπικές οικονομίες. Οι αγρότες με τη μικρότερη παραγωγή είχαν κάθε λόγο να μην παραδίδουν τη σοδειά τους και να προτιμούν να τη διατηρήσουν για δική τους κατανάλωση ή για άμεση ανταλλαγή με προϊόντα που είχαν ανάγκη. Πολλοί από τους πλουσιότερους αγρότες που διέθεταν μεγάλα πλεονάσματα προτιμούσαν να τα πωλούν σε μαυραγορίτες. Οι κατά τόπους στρατιωτικές αρχές κατοχής πάλι, δεν είχαν κανένα λόγο να επιτρέπουν να εξάγονται από την περιοχή τους προϊόντα τα οποία μπορούσαν να διοχετεύσουν στη μαύρη αγορά για δικό τους όφελος, όπως πολύ συχνά έκαναν.
Και από την πλευρά της ελληνικής «κυβέρνησης», όμως, η εφαρμογή των μέτρων ανακούφισης του πληθυσμού ήταν χλιαρή, όχι μόνο επειδή η λειτουργία του κρατικού μηχανισμού είχε ατονήσει αλλά και διότι οι δωσίλογοι είχαν άμεσες διασυνδέσεις με τους μαυραγορίτες και συμμετείχαν με διάφορους τρόπους στα κέρδη τους. Έτσι, οι ανώτατες τιμές ήταν εικονικές· σπανίως μπορούσε να βρει κανείς προϊόντα στην αγορά στις τιμές αυτές. Πραγματικές ήταν οι τιμές της μαύρης αγοράς, που ήταν πολύ υψηλότερες. Οι κατακτητές ήταν οι καλύτεροι πελάτες των μαυραγοριτών. Άλλωστε, τα φρεσκοτυπωμένα χαρτονομίσματα που διέθεταν σε αφθονία δεν τους κόστιζαν τίποτε, αφού τα αποσπούσαν από την Τράπεζα της Ελλάδος χωρίς αντάλλαγμα.
Ο πληθωρισμός και η μαύρη αγορά έπληξαν ασύμμετρα την αγοραστική δύναμη των διαφόρων στρωμάτων του πληθυσμού και οδήγησαν σε τρομερές ανακατανομές εισοδημάτων και περιουσιών. Τα πιο καίρια πλήγματα δέχτηκαν, όπως ήταν επόμενο, τα φτωχότερα στρώματα, που είδαν τα ημερομίσθιά τους να κατρακυλούν σε κλάσματα της πραγματικής προπολεμικής τους αξίας, συχνά μικρότερα από το ένα δέκατο. Ανάμεσα στα στρώματα αυτά ήταν βεβαίως και τα περισσότερα θύματα του λιμού. Τελικά, οι μηχανές που τύπωναν τα χαρτονομίσματα προκάλεσαν πολύ περισσότερα θύματα και από τα πολυβόλα των Ναζί, οι οποίοι θανάτωσαν «μόλις» 70.000 Έλληνες!
Οξύτατα προβλήματα αντιμετώπισαν επίσης όσοι στηρίζονταν σε σταθερά χρηματικά εισοδήματα ή τραπεζικές καταθέσεις ή είχε διακοπεί η παραγωγική τους δραστηριότητα. Οι άνθρωποι αυτοί, προκειμένου να επιβιώσουν, αναγκάστηκαν να πουλήσουν τα κινητά και ακίνητα υπάρχοντά τους σε εξευτελιστικές τιμές.
Πηγή: Αλέξης Φραγκιάδης
Ελληνική Οικονομία
19ος - 20ός Αιώνας
Από τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας στην Οικονομική Νομισματική Ένωση
Εκδόσεις: Νεφέλη
Σελ.: 240

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΡΟΣΟΧΗ: Οι απόψεις των αναρτήσεων δεν ταυτίζονται υποχρεωτικά με τις δικές μας.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.