• ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

    Πέμπτη 5 Μαρτίου 2015

    Οι Έλληνες που χάρισαν 3.000 χαμόγελα στην Αφρική

    Πώς είναι να φέρνεις το νερό έξω από την πόρτα ενός ηλικιωμένου που σε όλη του τη ζωή περπατούσε έξι ώρες την ημέρα για να το βρει; Οι δημιουργοί του ντοκιμαντέρ AfriQuest* μιλούν στο WE για το δύσκολο ταξίδι τους στην Αφρική, που συνδυάστηκε με ουσιαστική ανθρωπιστική προσφορά

    Από τον Χρήστο Αργύρη 
    Ελπιδοφόρος -ή Έλπις- και Δώρα: δύο ονόματα πολλά υποσχόμενα, ιδίως όταν ζευγαρώνουν. Εν προκειμένω, έχουμε να κάνουμε με την ευτυχή σύμπραξη δύο παιδιών που μπολιάστηκαν με την ιδέα του εθελοντισμού, τη συνδύασαν με την αγάπη τους για το ταξίδι κι έρχονται τώρα -«6 μήνες, 12 χώρες, 5 εθελοντικά προγράμματα και 15.000 χιλιόμετρα» μετά- να παρουσιάσουν τις περιπέτειές τους σε ένα ντοκιμαντέρ με τον τίτλο «AfriQuest: Διασχίζοντας την Αφρική - προσφέροντας 3.000 χαμόγελα».
    Αν ζούσε ο Αντώνης Σαμαράκης, θιασώτης και ο ίδιος μιας στάσης ζωής που του υπαγόρευσε να παραιτηθεί από τη δουλειά του στο υπουργείο εργασίας και να ταξιδέψει, μεταξύ άλλων και στην Αφρική, επικεφαλής της ελληνικής εκστρατείας ενάντια στο λιμό στην Αιθιοπία, ίσως σκεφτόταν να παραφράσει για χάρη τους τον τίτλο του «Ζητείται Ελπίς» ή να κάνει χώρο στη συλλογή του για ακόμη ένα διήγημα εμπνευσμένο από την ιστορία τους.
    «Έχοντας ζήσει για μερικούς μήνες στο Κέιπ Τάουν», εξηγεί ο Έλπις Χρυσοβέργης, «ήρθα σε επαφή με τον εθελοντισμό ως μορφή κοινωνικής προσφοράς που δεν είναι διαδεδομένη στην Ελλάδα. Ίσως γιατί δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ότι εθελοντισμός δεν είναι τόσο το να δίνεις, όσο το να παίρνεις: ικανοποίηση, χαρά, ευγνωμοσύνη».
      
    Το στερεότυπο θέλει τη Νότιο Αφρική έναν τόπο που βασιλεύουν η δυστυχία και η εγκληματικότητα. «Για εμένα και τη Δώρα, όμως, που ζήσαμε εκεί, γνωρίσαμε ωραία τοπία, καλούς ανθρώπους και δουλέψαμε εθελοντικά στο ορφανοτροφείο μιας παραγκούπολης, το μέρος αυτό ήταν ένα παράθυρο σε έναν αισιόδοξο κόσμο. Έτσι, οργανώνοντας το πρόγραμμα του ταξιδιού μας, που περιελάμβανε τη διάσχιση της Αφρικής από το νοτιότερο άκρο της μέχρι την Αίγυπτο, με μια σκηνή και δύο σακίδια στον ώμο, σκεφτήκαμε να οργανώσουμε διαδικτυακές καμπάνιες με στόχο να εξυπηρετήσουμε συγκεκριμένες ανάγκες κάποιων πληθυσμών και να προσθέσουμε στα μπαγκάζια μας μια κάμερα κι ένα τρίποδο, για να το δείξουμε όλο αυτό, σε μια απόπειρα να κάνουμε πιο ελκυστική την ιδέα του εθελοντισμού και στη χώρα μας». Αφού συγκέντρωσαν δουλεύοντας τα χρήματα που θα κάλυπταν το κόστος του ταξιδιού, το έριξαν στο διαδικτυακό crowdfunding για να χρηματοδοτήσουν αρχικά την παραγωγή του ντοκιμαντέρ και στη συνέχεια το πρώτο τους project: επίσκεψη στην Τανζανία και στήριξη της προσπάθειας που κάνει ο Κώστας Κουκούλης, μέσω μιας μη κερδοσκοπικής οργάνωσης που βοηθά τον ντόπιο πληθυσμό. «Περάσαμε πολύ όμορφα εκεί για 10 μέρες, κάνοντας το εθελοντικό μας πρόγραμμα σε ένα χωριό, με ανθρώπους που μιλούσαν μόνο σουαχίλι».
    Ο στόχος των 4.000 δολαρίων, που είχαν βάλει για αυτή την πρώτη καμπάνια, υπερκαλύφθηκε κατά 500 δολάρια. «Σκέψου ότι αν δεν υπήρχε το indiegogo -σ.σ. ιντερνετική πλατφόρμα crowdfunding- δεν θα είχαμε καταφέρει τίποτα».
    Εκτός των άλλων, μια καμπάνια που τρέχει στα αγγλικά, έχει περισσότερες πιθανότητες να πιάσει το στόχο της (σημαντικό, γιατί μόνο τότε το ποσό που έχει συγκεντρωθεί πιστώνεται στο λογαριασμό αυτού που ζητά χρηματοδότηση). «Επιπλέον, οι περισσότερες προσφορές έγιναν από ομογενείς ή ξένους. Από την Ελλάδα προήλθε μόνο το 40%.» Το 40% της συνεισφοράς, αλλά το 100% της κριτικής: «Η ένσταση πολλών από τους συμπατριώτες μας στα social media είχε να κάνει με το γεγονός ότι ενώ η χώρα μας βρίσκεται σε κρίση, εμείς αναλωθήκαμε στο να προσφέρουμε αλλού τη βοήθειά μας».
    Δεν είναι παραλογισμός; «Ναι», λέει ο Έλπις. «Καταλαβαίνω όσους αισθάνονται ότι πιέζονται λόγω της κρίσης, αλλά δεν μπορείς να συγκρίνεις ανόμοια πράγματα. Εδώ το ζήτημα είναι ψυχοκοινωνικό, εκεί υπάρχουν άνθρωποι που πεθαίνουν γιατί δεν έχουν πρόσβαση σε καθαρό νερό. Παρόλα αυτά, θα αξιοποιήσουμε την εμπειρία του εθελοντισμού στην Αφρική, προσπαθώντας να φανούμε χρήσιμοι και εδώ».
    Ξύπνημα στις 5 το πρωί, για να προλάβουν το λεωφορείο, ατέλειωτες ώρες στο δρόμο, δουλειά -και χειρωνακτική- σε ορφανοτροφεία και ιατρεία, στήσιμο της σκηνής (όπου δεν υπήρχε διαθέσιμο κατάλυμα ή δυνατότητα φιλοξενίας στο σπίτι κάποιου από τους ομογενείς με τους οποίους ήρθαν σε επαφή) και ύπνος από νωρίς.
    «Αυτός, τουλάχιστον, ήταν ο στόχος», λέει η Δώρα Μπίτση, «αλλά αν σκεφτείς ότι, πριν κοιμηθούμε, έπρεπε να κατεβάσουμε στους σκληρούς δίσκους το οπτικό υλικό που συγκεντρώσαμε μες στην ημέρα, να γράψουμε στο facebook και το blog μας και να κοιτάξουμε πώς πηγαίνει η χρηματοδότηση, αντιλαμβάνεσαι ότι ο χρόνος ανάπαυσης ήταν περιορισμένος». Αυτό το τελευταίο, το τσεκάρισμα της κάθε καμπάνιας, πρόσθεσε ακόμη μεγαλύτερο σασπένς στην καθημερινότητά τους: «Με το που ξεκινάς να τρέχεις μία τέτοιου είδους καμπάνια, αποκτάς μεγαλύτερη εξάρτηση από το κινητό και κάθε φορά που χτυπάει μήνυμα ανοίγεις με αγωνία για να δεις τι ποσό συγκέντρωσες».
    Οι περισσότερες προσφορές που δέχθηκαν ήταν μικρές, από 5 έως 20 δολάρια, αλλά αρκετές για να καλυφθούν οι στόχοι σε όλες τις περιπτώσεις. Στο πιο φιλόδοξο εγχείρημα, που αφορούσε την κατασκευή ενός πηγαδιού στο Σουδάν, το οποίο έδωσε πρόσβαση σε καθαρό νερό σε ένα χωριό 1.200 ανθρώπων, συγκεντρώθηκαν 1.500 δολάρια επιπλέον του στόχου (8.000), τα οποία έμειναν στην κοινότητα για να χρηματοδοτήσουν τη διάνοιξη και δεύτερου πηγαδιού. Όσο για τον πιο γαλαντόμο χρηματοδότη, ήταν μια παλιά συμμαθήτρια της Δώρας που ζει στο Ντουμπάι, η οποία πρόσφερε 1.000 δολάρια. «Μεγάλη έκπληξη, ιδίως αν σκεφτεί κανείς ότι δεν είχαν επικοινωνία μεταξύ τους τα τελευταία 4 χρόνια», λέει ο Έλπις, συμπληρώνοντας ότι δεν ήταν το μόνο ευχάριστο απρόοπτο. «Ένας Ελληνοκαναδός που είχε βάλει 200 δολάρια στην πρώτη καμπάνια, όταν είδε ότι ακολουθεί και δεύτερη πρόσφερε άλλα 600. ‘’Με άγγιξε πάρα πολύ’’, μου είπε. Ίσως το γεγονός ότι ήμασταν ‘’δύο μοναχικοί τρελοί’’ που δεν αντιπροσώπευαν κάποια οργάνωση να μέτρησε σε κάποιες περιπτώσεις και θετικά».
    Τα ορφανοτροφεία στη Νότιο Αφρική και την Αιθιοπία, το ιατρείο στην Τανζανία, η κατασκευή σχολικής αίθουσας σε σχολείο της Κένυας, το πηγάδι στο Σουδάν… Τόσο πολλά πράγματα και, μαζί, τόσο λίγα. «Το πλήρες δόσιμο είναι πάρα πολύ δύσκολο στην ουσία», παραδέχεται η Δώρα. «Και όλο αυτό που κάναμε, παρότι είναι σημαντικό, σκέφτομαι ότι θα μπορούσε να είναι πολύ περισσότερο αν αποφασίζαμε να αφιερωθούμε σε ένα άτομο, σε μία κατάσταση, σε ένα μέρος. Αισθάνθηκα αυτό το έλλειμμα, όταν, αφού είχαμε τελειώσει με το στήσιμο μιας βιβλιοθήκης, τα παιδιά που κάθονταν παράμερα άρχισαν δειλά δειλά να πλησιάζουν γιατί ήθελαν κάποιος να ασχοληθεί μαζί τους. Μέχρι που κάποιο μου ζήτησε να του διαβάσω ένα βιβλίο. Και μετά την αναχώρησή μου, τι; Δεν υπήρχε κανείς για να συνεχίσει». «Και όμως, αυτοί οι άνθρωποι δεν σου δίνουν αφορμή να τους λυπηθείς», ξεκαθαρίζει ο Έλπις. «Μπορεί να ζουν σε καταλύματα από τσίγκο, χωρίς πάτωμα, μπορεί να μην έχουν ούτε τα στοιχειώδη -στην Κένυα συναντήσαμε ‘’σχολείο’’ που, όλο κι όλο, είναι δύο σειρές παγκάκια κάτω από ένα δέντρο-, αλλά η φτώχεια τους δεν συνοδεύεται από μιζέρια. Αν οι φωτογραφίες και τα πλάνα μας είναι γεμάτες με χαρωπές φάτσες είναι, πολύ απλά, γιατί αυτό ζήσαμε».
    Μετά την επιστροφή τους, στο διάστημα που έγινε το μοντάζ, ο Έλπις και η Δώρα είχαν μια δεύτερη ευκαιρία να αποτιμήσουν όσα βίωσαν: τη μεταξύ τους σχέση («ταιριάξαμε πολύ σε αυτό, αλλά φυσικά και τσακωνόμασταν. Ξέρεις τι είναι επί έξι μήνες να μην έχεις καθόλου προσωπικό χώρο;»), τις πιο αστείες στιγμές του ταξιδιού («όλες μέσα σε λεωφορεία, με κορυφαία τη φάση που η διπλανή της Δώρας μετέφερε δύο κότες δεμένες από τα πόδια. Σε κάποια στιγμή το σχοινί χαλάρωσε και τα πουλερικά βρέθηκαν να φτερουγίζουν δεξιά κι αριστερά, ενώ η κάτοχός τους τα καταδίωκε μάταια μέσα στο στριμωξίδι») και τη μόνη φορά που πραγματικά ένιωσαν να κινδυνεύουν: «ήταν στη Μοζαμβίκη, καθώς διασχίζαμε με ωτοστόπ τον πιο επικίνδυνο δρόμο της χώρας. Εκατόν είκοσι χιλιόμετρα και πέντε ώρες αγωνίας, σε μια διαδρομή κατά μήκος της οποίας οι αντάρτες στήνουν ενέδρες χτυπώντας το στρατό, ενίοτε όμως και πολιτικά αυτοκίνητα. Δεν βοηθούσε και ο οδηγός μας - ήταν ένας Πορτογάλος που μας μετέδιδε το φόβο του καθώς σταυροκοπιόταν αδιάκοπα!».Αν έπρεπε να επιλέξουν μια εικόνα που συμπυκνώνει όλη την ουσία του εγχειρήματός τους, ίσως να ήταν το βλέμμα ενός ηλικιωμένου στο Σουδάν, μπροστά στη βρύση του πηγαδιού: «να βλέπεις έναν άνθρωπο που έχει μάθει όλη του τη ζωή να περπατάει ώρες μόνο για να βρει νερό, να ανοίγει πια μια βρύση και να έχει το νερό μπροστά στα πόδια του. Να μην μπορείς να συνεννοηθείς μαζί του - κι όμως να καταλαβαίνεις. Το βλέμμα του τα έλεγε όλα».
    Όσο για το αν άλλαξε κάτι στη ζωή τους μετά την επιστροφή τους στη βάση… «Κομμένες, μαχαίρι, οι πλαστικές σακούλες στο σουπερμάρκετ. Και, αν μπορούσαμε, θα εξαφανίζαμε με τη μία όλα τα ’’ματάκια’’ από τις εισόδους των διαμερισμάτων. Δεν θα σε φάει ο γείτονας, λέμε. Ζάχαρη θέλει!».*Το AfriQuest έκανε πρεμιέρα στις 13 Φεβρουαρίου, στο Booze: UPstairs & Terminal-Stage και συνέχισε σε Λαμία και Χανιά
    Επόμενες προβολές:

    Κυριακή 1 Μαρτίου, Ηράκλειο, @ Επιμελητήριο Ηρακλείου, 6.30μμ

    Πέμπτη 5 Μαρτίου, Γιάννενα, @ Πολυθέαμα Ιωαννίνων, 8.30μμ

    Σάββατο 7 Μαρτίου, Θεσσαλονίκη
    Κυριακή 8 Μαρτίου, Καβάλα
    Δευτέρα 9 Μαρτίου, Δράμα
    Τετάρτη 11 Μαρτίου Αθήνα/πολυχώρος  Φάμπρικα
    Πέμπτη 12 Μαρτίου, Αθήνα/ Δημοτικό Θέατρο Πεύκης

    thesecretrealtruth

    Δεν υπάρχουν σχόλια:

    Δημοσίευση σχολίου

    ΠΡΟΣΟΧΗ: Οι απόψεις των αναρτήσεων δεν ταυτίζονται υποχρεωτικά με τις δικές μας.

    Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

    ΔΙΑΦΟΡΑ

    ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

    Από το Blogger.

    ΣΕΝΑΡΙΑ