Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2014

Τα μελομακάρονα, τα μακαρόνια και ο μακαρίτης.

Είναι εύκολο να συνδυάσουμε την ετυμολογία του χριστουγεννιάτικου παραδοσιακού γλυκίσματος, του μελομακάρονου, από τις λέξεις μέλι + μακαρόνι . Μην ψάξετε, όμως, να βρείτε ομοιότητα σχήματος ανάμεσα στα μακαρόνια και τα μελομακάρονα. Ψάχνοντας προσεκτικά σε ελληνικά και ξένα  λεξικά  θα βρείτε την εκδοχή ότι η λέξη “μακαρόνι”  παράγεται από τη μεσ. ελληνική λέξη “μακαρωνία” (: νεκρώσιμο δείπνο με βάση τα ζυμαρικά).
Η μακαρωνία με τη σειρά της έρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη “μακαρία”, που δεν ήταν άλλο από την ψυχόπιτα, δηλαδή, ένα κομμάτι άρτου, στο σχήμα του μελομακάρονου, το οποίο το προσέφεραν μετά την κηδεία. Στους νεότερους χρόνους ένα γλύκισμα που έμοιαζε με τη μακαρία βουτήχτηκε στο μέλι και γι αυτό ονομάστηκε μελομακάρονο. Οι Ιταλοί, έθνος με παράλληλο πολιτισμό, διατήρησαν τη λέξη μακαρωνία στη λέξη maccarone (: μακαρόνι). Οι Έλληνες συνέχισαν, τουλάχιστον, για τρεις χιλιάδες χρόνια να χρησιμοποιούν λέξεις, όπως: μακάρι, μακάριος, μακαρίτης, μακαριστός και τελευταία, μακαρονάς, μακαρονάδα και άλλα. Αξίζει να σημειωθεί ότι από το 1500 μ.Χ γίνεται γνωστό στη Γαλλία και αργότερα στην Αγγλία ένα αμυγδαλωτό μπισκότο, κάτι σαν το δικό μας “εργολάβο”, με το όνομα “macaroon”.
πηγές:
Α. Vocabolario Etimologico della Lingua Italiana di Ottorino Pianigiani.
Β. Etymology Dictionary
Origin and Etymology of the word MACARONI, MACCARONI. From An Etymology Dictionary of the English Language, by Walter W. Skeat, 1893
MACARONI, MACCARONI, a paste made of wheat flour. (Ital.,—L.?) ‘He doth learn to make strange sauces, to eat anchovies, maccaroni, bovoli, fagioli, and caviare;’ Ben Jonson, Cynthia’s Revels, A. ii (Mercury). ‘Macaroni, gobbets or lumps of boyled paste,’ &c.; Minsheu, ed. 1627.—O. Ital. maccaroni, ‘a kinde of paste meate boiled in broth, and drest with butter, cheese, and spice;’ Florio. The mod. Ital. spelling is maccheroni, properly the plural of maccherone, used in the sense of a ‘macarone’ biscuit. β. Of somewhat doubtful origin; but prob. to be connected with Gk. μακαρία, a word used by Hesychius to denote βρῶμα ἐκ ζωμοῦ καὶ ἀλφίτων, a mess of broth and pearl-barley, a kind of porridge. This word is derived by Curtius (i. 405) from Gk. μάσσειν, to knead, of which the base is μακ-; cf. Gk. μᾶζα, dough, Russ. muka, flour, meal. γ. Similarly the Ital. macaroni is prob. from O. Ital. maccare, ‘to bruise, to batter, to pester;’ Florio. And, again, the Ital. maccare is from a Lat. base mac-, to knead, preserved in the deriv. macerare, to macerate, reduce to pulp. See Macerate. δ. Thus the orig. sense seems to have been ‘pulp;’ hence anything of a pulpy or pasty nature. Der. Macaron-ic, from F. macaronique, ‘a macaronick, a confused heap or huddle of many severall things’ (Cot.), so named from macaroni, which was orig. a mixed mess, as described by Florio above. The name macaroni, according to Haydn, Dict. of Dates, was given to a poem by Theophilo Folengo (otherwise Merlinus Coccaius) in 1509; macaronic poetry is a kind of jumble, often written in a mixture of languages. And see macaroon.
Γ. Maccaroni – 1590s, from southern It. dialect maccaroni (It. maccheroni), pl. of *maccarone, possibly from maccare “bruise, batter, crush,” of unknown origin, or from late Gk. makaria “food made from barley.” Used after c.1764 to mean “fop, dandy” (the “Yankee Doodle” reference) because it was an exotic dish at a time when certain young men who had traveled the continent were affecting French and Italian fashions and accents. There is said to have been a Macaroni Club in Britain, which was the immediate source of the term.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΡΟΣΟΧΗ: Οι απόψεις των αναρτήσεων δεν ταυτίζονται υποχρεωτικά με τις δικές μας.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.